Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπονέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />accabler, abattre, épuiser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατάπονος]].
|btext=-ῶ :<br />accabler, abattre, épuiser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατάπονος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπονέω''': [[καταβάλλω]] μετὰ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Διόδ. 3. 37· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτ. 11. 15· [[οὔπω]] ἡ τοῦ αἵματος ῥύσις αὐτὸν κατεπόνησεν Εὐστ. σ. 886, 8. ― Παθ., καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι, νικῶμαι, Αἰσχίν. 33. 8· πάντα ταῖς ἐντελεχείαις καταπονεῖται Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 192, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. 537· τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας καταπεπονημένης Διόδ. 11, 6· τὸν Καλλικρατίδαν [[πανταχόθεν]] τιτρωσκόμενον καταπονηθῆναι αὐτ. 13, 99.
|elnltext=καταπονέω [κατάπονος] uitputten, afmatten, onderdrukken:. Λὼτ καταπονούμενον ὑπὸ τῆς... ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς Lot, die zwaar leed onder hun losbandige levenswandel NT 2 Pet. 2.7; τῶν καταπονηθέντων οἱ καταπονήσαντες ἥδιον καθεύδουσιν onderdrukkers slapen lekkerder dan onderworpenen Plut. Alex. 40.2; κ. τὸ πρᾶγμα de zaak helemaal tot het eind toe doorzetten Men. Dysc. 392.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπονέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ослаблять]], [[изнурять]] (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> [[мучить]], [[терзать]] (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; [[Ἡρακλῆς]] ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καταπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποτάσσω]] [[μετά]] από σκληρή [[μάχη]] — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.
|lsmtext='''καταπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποτάσσω]] [[μετά]] από σκληρή [[μάχη]] — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπονέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ослаблять]], [[изнурять]] (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> [[мучить]], [[терзать]] (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; [[Ἡρακλῆς]] ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.
|lstext='''καταπονέω''': [[καταβάλλω]] μετὰ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Διόδ. 3. 37· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτ. 11. 15· [[οὔπω]] ἡ τοῦ αἵματος ῥύσις αὐτὸν κατεπόνησεν Εὐστ. σ. 886, 8. ― Παθ., καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι, νικῶμαι, Αἰσχίν. 33. 8· πάντα ταῖς ἐντελεχείαις καταπονεῖται Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 192, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. 537· τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας καταπεπονημένης Διόδ. 11, 6· τὸν Καλλικρατίδαν [[πανταχόθεν]] τιτρωσκόμενον καταπονηθῆναι ὁ αὐτ. 13, 99.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπονέω [κατάπονος] uitputten, afmatten, onderdrukken:. Λὼτ καταπονούμενον ὑπὸ τῆς... ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς Lot, die zwaar leed onder hun losbandige levenswandel NT 2 Pet. 2.7; τῶν καταπονηθέντων οἱ καταπονήσαντες ἥδιον καθεύδουσιν onderdrukkers slapen lekkerder dan onderworpenen Plut. Alex. 40.2; κ. τὸ πρᾶγμα de zaak helemaal tot het eind toe doorzetten Men. Dysc. 392.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπονέω Medium diacritics: καταπονέω Low diacritics: καταπονέω Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΕΩ
Transliteration A: kataponéō Transliteration B: kataponeō Transliteration C: kataponeo Beta Code: katapone/w

English (LSJ)

A subdue, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D.S.3.37, cf. Heraclit.Incred.11: in fut. Med., τὰς ὀλίγας ναῦς ταῖς πολλαπλασίαις D.S.11.15; worst in a lawsuit, POxy.1101.9 (iv A. D.):—Pass., to be subdued, reduced, worn out, δῆμος -πεπονημένος Aeschin.2.36, cf. Plb.29.27.11, D.S.11.6; πάντα ταῖς ἐνδελεχείαις -πονεῖται πράγματα Men.744; to be exhausted, τῷ θάλπει Gal.10.715. 2 handle roughly, crush, damage, τὰ -πονούμενα καὶ συμπατούμενα Thphr.HP8.7.5; maltreat, oppress, especially in Pass., ὑπὸ τῶν τυράννων, ὑπὸ τῶν τελωνῶν, Arist.Fr.575, BGU1188.17 (Aug.), cf. Act.Ap.7.24, Diog.Oen.1. 3 digest food, Sor.2.32 (Pass.). II intr. in pf. part. -πεπονηκώς ruinous, Procop.Aed.1.4,8.

German (Pape)

[Seite 1371] durch Arbeit, Anstrengung ermüden, überwältigen, übh. schwächen, bewältigen; Men. Stob. fl. 29, 19; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Pol. 40, 7, 3; καταπεπονημένη βασιλεία 29, 11, 11; τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς καταπονήσαντες τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D. Sic. 3, 37; pass., 11, 6. 13, 51, wie a. Sp.; νόσῳ καταπονηθείς D. L. 5, 68.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accabler, abattre, épuiser, acc..
Étymologie: κατάπονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπονέω [κατάπονος] uitputten, afmatten, onderdrukken:. Λὼτ καταπονούμενον ὑπὸ τῆς... ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς Lot, die zwaar leed onder hun losbandige levenswandel NT 2 Pet. 2.7; τῶν καταπονηθέντων οἱ καταπονήσαντες ἥδιον καθεύδουσιν onderdrukkers slapen lekkerder dan onderworpenen Plut. Alex. 40.2; κ. τὸ πρᾶγμα de zaak helemaal tot het eind toe doorzetten Men. Dysc. 392.

Russian (Dvoretsky)

καταπονέω:
1) ослаблять, изнурять (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);
2) мучить, терзать (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.

English (Strong)

from κατά and a derivative of πόνος; to labor down, i.e. wear with toil (figuratively, harass): oppress, vex.

English (Thayer)

καταπόνω: present passive participle καταπονουμενος; properly, to tire down with toil, exhaust with labor; hence, to afflict or oppress with evils; to make trouble for; to treat roughly: τινα, in passive, R. V. sore distressed). (Hippocrates, Theophrastus, Polybius, Diodorus, Josephus, Aelian, others.)

Greek Monotonic

καταπονέω: μέλ. -ήσω, υποτάσσω μετά από σκληρή μάχη — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

καταπονέω: καταβάλλω μετὰ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Διόδ. 3. 37· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτ. 11. 15· οὔπω ἡ τοῦ αἵματος ῥύσις αὐτὸν κατεπόνησεν Εὐστ. σ. 886, 8. ― Παθ., καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι, νικῶμαι, Αἰσχίν. 33. 8· πάντα ταῖς ἐντελεχείαις καταπονεῖται Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 192, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. 537· τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας καταπεπονημένης Διόδ. 11, 6· τὸν Καλλικρατίδαν πανταχόθεν τιτρωσκόμενον καταπονηθῆναι ὁ αὐτ. 13, 99.

Middle Liddell

fut. ήσω
to subdue after a hard struggle: — Pass. to be so subdued, Aeschin.

Chinese

原文音譯:kataponšw 卡他-坡尼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-痛苦
字義溯源:過份勞苦,受欺壓,憂傷,侵擾,壓迫,磨掉,耗盡;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(πόνος)=勞苦)組成;其中 (πόνος)出自(πένης)=貧窮),而 (πένης)又出自(πεντηκοστή)X*=辛勞)
出現次數:總共(2);徒(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 憂傷的(1) 彼後2:7;
2) 受欺壓的(1) 徒7:24