κοχλίας: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />coquillage en spirale, limaçon.<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />coquillage en spirale, limaçon.<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κοχλίας -ου, ὁ [κόχλος] huisjesslak. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοχλίας:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[моллюск с витой раковиной]] Arst., Theocr., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> тех. [[винт Архимеда]] ([[μηχανή]], ἣν ἐπενόησε [[Ἀρχιμήδης]], ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''κοχλίας:''' -ου, ὁ ([[κόχλος]]), [[σαλιγκάρι]] με σπειροειδές [[καύκαλο]], Λατ. [[cochlea]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''κοχλίας:''' -ου, ὁ ([[κόχλος]]), [[σαλιγκάρι]] με σπειροειδές [[καύκαλο]], Λατ. [[cochlea]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κοχλίας''': -ου, ὁ, ([[κόχλος]]) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» μετὰ ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, [[διότι]] οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· [[ὥσπερ]] κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 ([[ἔνθα]] ὁ [[ἐπίσκοπος]] Wordsworth διορθοῖ: [[βολβός]], [[κτείς]], [[κοχλίας]]). ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ [[ἕλιξ]]: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ [[κοχλίας]] τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) [[ἀναβάθρα]] [[ἑλικοειδής]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοχλίας]], ου, [[κόχλος]]<br />a [[snail]] with a [[spiral]] [[shell]], Lat. [[cochlea]], Theocr. | |mdlsjtxt=[[κοχλίας]], ου, [[κόχλος]]<br />a [[snail]] with a [[spiral]] [[shell]], Lat. [[cochlea]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (< κόχλος) snail with a spiral shell, Batr. 165, Achae. 42, Phily Il. 21, etc.; ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil. 34, cf. Arist. HA 523b11, 527b35; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis 13.3; βολβός, κτείς (codd. τις), κοχλίας Theoc. 14.17; κοχλιῶν ἀγγεῖα PSI 6.553.11 (iii BC).
anything twisted spirally, automaton in form of snail, Democh. 4 J.
reel, spool, roller, Bito 47.4, Gp. 8.29.
screw, Bito 58.10; esp. for raising water, screw of Archimedes, Moschio ap. Ath. 5.208f, Str. 17.1.30, 52, DS. 1.34, 5.37, PLond. 3.1177.73 (ii AD).
spiral stair, διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str. 17.1.10, Procop. Pers. 1.24. part of surgical machine, Orib. 49.20.6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
coquillage en spirale, limaçon.
Étymologie: κόχλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοχλίας -ου, ὁ [κόχλος] huisjesslak.
Russian (Dvoretsky)
κοχλίας: ου ὁ
1) моллюск с витой раковиной Arst., Theocr., Plut.;
2) тех. винт Архимеда (μηχανή, ἣν ἐπενόησε Ἀρχιμήδης, ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.).
Greek Monolingual
ο (AM κοχλίας)
πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, σαλιγκάρι («Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας», Αθήν.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες στέλεχος που φέρει σπείρωμα και κεφαλή, τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα να περιστρέφεται και να διεισδύει έτσι σε εξάρτημα με αντίστοιχο θηλυκό σπείρωμα ή σε συνεκτικό μέσο, και που χρησιμεύει είτε για σύσφιγξη ή σύζευξη είτε για επίτευξη κίνησης κατά ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «ακιδωτός κοχλίας» β. «κοχλίας σύσφιγξης» γ. «κοχλίας κίνησης»)
β) (ειδ.) η βίδα
2. ανατ. το κάτω πίσω τμήμα του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει σπείρα στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το ακουστικό όργανο
3. φρ. α) «ατέρμων κοχλίας» — εξάρτημα με σπειροειδή οδόντωση, που, σε σύζευξη με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη μετάδοση κίνησης
β) «κοχλίας του Αρχιμήδη» — είδος ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης
γ) «κοχλίας του Πασκάλ» — καμπύλη που ορίζεται ως ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό σημείο προς τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου
μσν.-αρχ.
1. ελικοειδής συμπιεστική μηχανή («ρόδα ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)
2. ο κοχλίας του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ ὕδωρ ἀνάγουσιν», Στράβ.)
3. ελικοειδής σκάλα
αρχ.
1. είδος βασανιστηρίου οργάνου
2. τμήμα χειρουργικού μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) «όστρακο» + κατάλ. -ίας, πρβλ. κροταλίας, σπαθίας. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «βίδα» καθώς και όλες τις συναφείς. Κοχλίας, τέλος, ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.
ΠΑΡ. κοχλιώδης
νεοελλ.
κοχλιακός, κοχλιώνω, κοχλιωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοχλιοειδής
αρχ.
κοχλιοκογχύλιον
νεοελλ.
κοχλιόκρανο, κοχλιοστρόφιο, κοχλιοσύνθεση, κοχλιοτόμος, κοχλιότοπος, κοχλιοτροφείο, κοχλιοτρύπανο, κοχλιουλκός, κοχλιοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. γυμνοκοχλίας
νεοελλ.
πωματοκοχλίας].
Greek Monotonic
κοχλίας: -ου, ὁ (κόχλος), σαλιγκάρι με σπειροειδές καύκαλο, Λατ. cochlea, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίας: -ου, ὁ, (κόχλος) «σάλιαγκος», «σαλιαγκάρι» μετὰ ἑλικοειδοῦς ὀστράκου, Λατ. cochlea, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 63Β, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.· ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, διότι οὗτοι συστέλλονται, ζαρώνουν ἐντὸς τοῦ ὀστράκου των ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ ἁφῇ, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29., 4. 4, 2· ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ἐτρώγοντο δὲ κατὰ τὰς εὐωχίας, Θεόκρ. 14. 17 (ἔνθα ὁ ἐπίσκοπος Wordsworth διορθοῖ: βολβός, κτείς, κοχλίας). ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα συνεστραμμένον ἑλικοειδῶς, ὡς τὸ ἕλιξ: 1) «βίδα», Γεωπ. 8. 29. 2) ἑλικοειδὴς μηχανὴ πρὸς ἀνύψωσιν ὕδατος, ὁ κοχλίας τοῦ Ἀρχιμήδους, Στράβ. 807, 819, Διόδ. 1. 34, Ἀθήν. 208F. 3) ἀναβάθρα ἑλικοειδής, διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Στράβ. 795.
Middle Liddell
κοχλίας, ου, κόχλος
a snail with a spiral shell, Lat. cochlea, Theocr.