ἀμείλιχος: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ameilichos | |Transliteration C=ameilichos | ||
|Beta Code=a)mei/lixos | |Beta Code=a)mei/lixos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμείλιχον,<br><span class="bld">A</span> [[implacable]], [[relentless]], Ἀΐδης Il.9.158; [[ἦτορ]] ib.572; βία Sol.32; [[στρατός]] (of rain), [[κότος]], Pi.P.6.12, 8.8:—a form [[ἀμειλίχιος]] occurs in Adv. [[ἀμειλιχίως]] Epigr.Gr.313 (Smyrna).<br><span class="bld">II</span> of things, [[unmitigated]], πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμείλιχον,
A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. ἀμειλιχίως Epigr.Gr.313 (Smyrna).
II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).
Spanish (DGE)
(ἀμείλῐχος) -ον
1 implacable, inexorable de pers. ἄναξ Il.24.734, Ἀΐδης Il.9.158, cf. Stesich.28.3S., de Eros, Plu.2.761f, Μοῖρα ISestos 58.1 (II a.C.), AP 7.560 (Paul.Sil.), cf. tb. στρατός Pi.P.6.12
•ἦτορ Il.9.572, Hes.Fr.76.9, h.Hom.28.2
•de abstr. βίη Sol.23.9, κότος Pi.P.8.8: πόντος h.Hom.33.8, Anacr.72.6, Musae.245
•de un monstruo δεινὸς ὄφις καὶ ἀ. Hes.Fr.33(a).17.
2 desagradable ὄψις de Pan h.Pan.19.39, un tipo de mujer ἀμείλιχος δὲ πᾶσι Semon.8.35
•cruel πόνο A.Ch.623, de los jóvenes ψυχὴν δὲ ἀμειδέες, ἀμείλιχοι Aret.SD 2.6.8, de las enfermedades y trabajos de la vida ταῦτα γὰρ ἐν ζωοῖσιν ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG 14.2461.8 (III a.C.), de un viaje por el Caspio τόσσος γὰρ πόρος ἐστὶν ἀ. hasta tal punto es difícil la travesía D.P.721.
German (Pape)
[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d'Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμείλῐχος: Hom., Aesch., Pind., Plut. = ἀμείλικτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰμείλῐχος implacable χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.12) τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)
Greek Monolingual
ἀμείλιχος, -ον (Α) μειλίσσω
1. αδυσώπητος, αμείλικτος
2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος.
Greek Monotonic
ἀμείλῐχος: -ον (μειλίσσω),
I.αδυσώπητος, άκαμπτος, αδιάλλακτος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, αμετρίαστος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μειλίσσω
I. implacable, relentless, Il.
II. of things, unmitigated, Aesch.
Translations
pitiless
Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний
merciless
Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий