καταθνῄσκω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katathnisko
|Transliteration C=katathnisko
|Beta Code=kataqnh/&#x007C;skw
|Beta Code=kataqnh/&#x007C;skw
|Definition=Aeol. [[κατθναίσκω]] Sapph.62 ([[καταθνάσκω]] codd.): fut. [[καταθανοῦμαι]]: aor. [[κατέθανον]], Ep. [[κάτθανον]]; late poet. aor. 1 [[κάθθανα]] Maiuri<span class="sense"><span class="bld">A</span> Nuova Silloge 48: pf. [[κατατέθνηκα]] (v. infr.):—poet. Verb, [[die away]], [[be dying]], τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη <span class="bibl">Il.22.355</span>; [[κάτθανε]] καὶ [[Πάτροκλος]] [[died]], <span class="bibl">21.107</span>: in pf., to [[be dead]], [[κατατεθνήκασι]], opp. [[ζώουσι]], <span class="bibl">15.664</span>: freq. in pf. part., ἀνδρὸς… κατατεθνηῶτος <span class="bibl">7.89</span>, <span class="bibl">22.164</span>; νέκυι κατατεθνηῶτι <span class="bibl">16.565</span>; νεκροὺς κατατεθνηῶτας <span class="bibl">18.540</span>, etc.: used by Trag. only in sync. fut. [[κατθανοῦμαι]], <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1386</span>, <span class="bibl"><span class="title">Alc.</span>150</span>, etc.; and in inf. and part. of sync. aor. [[κατθανεῖν]], [[κατθανών]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 1290</span>, <span class="bibl">873</span>, etc.: once in ind., [[κάτθανε]] ib.<span class="bibl">1553</span> (anap.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[perish]], [[μέλι]]… [[κάτθανε]] ἐν κηρῷ λυπεύμενον <span class="bibl">Mosch.3.34</span>; [[κάτθανε]] δ' ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι <span class="bibl">Bion 1.31</span>.</span>
|Definition=Aeol. [[κατθναίσκω]] Sapph.62 ([[καταθνάσκω]] codd.): fut. καταθανοῦμαι: aor. κατέθανον, Ep. [[κάτθανον]]; late ''poet.'' aor. 1 [[κάθθανα]] Maiuri<br><span class="bld">A</span> Nuova Silloge 48: pf. [[κατατέθνηκα]] (v. infr.):—poet. Verb, [[die away]], [[be dying]], τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη Il.22.355; [[κάτθανε]] καὶ [[Πάτροκλος]] [[died]], 21.107: in pf., to [[be dead]], [[κατατεθνήκασι]], opp. [[ζώουσι]], 15.664: freq. in pf. part., ἀνδρὸς… κατατεθνηῶτος 7.89, 22.164; νέκυι κατατεθνηῶτι 16.565; νεκροὺς κατατεθνηῶτας 18.540, etc.: used by Trag. only in sync. fut. κατθανοῦμαι, E.''Med.''1386, ''Alc.''150, etc.; and in inf. and part. of sync. aor. κατθανεῖν, [[κατθανών]], A.''Ag.'' 1290, 873, etc.: once in ind., [[κάτθανε]] ib.1553 (anap.).<br><span class="bld">2</span> metaph., [[perish]], [[μέλι]]… [[κάτθανε]] ἐν κηρῷ λυπεύμενον Mosch.3.34; [[κάτθανε]] δ' ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι Bion 1.31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνῄσκω Medium diacritics: καταθνῄσκω Low diacritics: καταθνήσκω Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: katathnḗiskō Transliteration B: katathnēskō Transliteration C: katathnisko Beta Code: kataqnh/|skw

English (LSJ)

Aeol. κατθναίσκω Sapph.62 (καταθνάσκω codd.): fut. καταθανοῦμαι: aor. κατέθανον, Ep. κάτθανον; late poet. aor. 1 κάθθανα Maiuri
A Nuova Silloge 48: pf. κατατέθνηκα (v. infr.):—poet. Verb, die away, be dying, τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη Il.22.355; κάτθανε καὶ Πάτροκλος died, 21.107: in pf., to be dead, κατατεθνήκασι, opp. ζώουσι, 15.664: freq. in pf. part., ἀνδρὸς… κατατεθνηῶτος 7.89, 22.164; νέκυι κατατεθνηῶτι 16.565; νεκροὺς κατατεθνηῶτας 18.540, etc.: used by Trag. only in sync. fut. κατθανοῦμαι, E.Med.1386, Alc.150, etc.; and in inf. and part. of sync. aor. κατθανεῖν, κατθανών, A.Ag. 1290, 873, etc.: once in ind., κάτθανε ib.1553 (anap.).
2 metaph., perish, μέλικάτθανε ἐν κηρῷ λυπεύμενον Mosch.3.34; κάτθανε δ' ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι Bion 1.31.

French (Bailly abrégé)

f. sync. κατθανοῦμαι, ao. sync. κάτθανον, pf. κατατέθνηκα, part. épq. κατατεθνηώς, gén. fém. ion. κατατεθνηυίης;
mourir, disparaître.
Étymologie: κατά, θνῄσκω.

Greek Monotonic

καταθνῄσκω: μέλ. κατα-θανοῦμαι, συγκοπτ. κατ-θανοῦμαι, αόρ. βʹ κατέθᾰνον, Επικ. κάτθᾰνον· παρακ. -τέθνηκα·
1. φθίνω, σβήνω, πεθαίνω, και σε αόρ. βʹ και παρακ., είμαι νεκρός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. εκλείπω, γίνομαι άφαντος, εξαφανίζομαι, σε Μόσχ., Βίωνα.

German (Pape)

[Seite 1349] (s. θνήσκω), sterben, Il. 22, 355; κατατεθνήκασι 15, 664; ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος 22, 164; νεκροὺς κατατεθνηῶτας 18, 540; κάτθανε, d. i. κατέθανε, 21, 107; οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει Aesch. Prom. 570; κάτθανε Ag. 1532 u. öfter, immer in dieser Form des aor., wie Soph. κατθανὼν νέκυς Ant. 511 u. öfter im inf.; so auch Eur., der auch das fut. hat, κατθανουμένη Alc. 148. – Übertr., μορφὰ κάτθανε Bion. 1, 31; μέλι Mosch. 3, 34.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θνῄσκω, Aeol. κατθνάσκω; ep. aor. κάτθανον, inf. aor. κατθανεῖν, ptc. κατθανών; fut. κατθανοῦμαι, sterven; gedood worden:; κάτθανε καὶ Πάτροκλος ook Patroclus is gedood Il. 21.107; perf. κατατέθνηκα dood zijn.

Russian (Dvoretsky)

καταθνῄσκω: (fut. κατθανοῦμαι, aor. κάτθανον, pf. κατατέθνηκα, эп. part. pf. κατατεθνηώς - gen. f κατατεθνηυίης) умирать (κατθανουμένη γυνή Eur.): ὁ νεκρὸς κατατεθνηώς Hom. и ὁ κατθανὼν νέκυς Soph. мертвец.

Greek (Liddell-Scott)

καταθνήσκω: μέλλ. -θανοῦμαι: ἀοριστ. κατέθᾰνον, Ἐπικ. κάτθᾰνον: πρκμ. -τέθνηκα (ἴδε ἀνωτ.). Ποιητ. ῥῆμα, ἀπο­θνήσκω, τὸν δὲ καταθνήσκων προσέφη Ἰλ. Χ. 355· ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ., εἶμαι νεκρός, κάτθανε καὶ Πάτροκλος Φ. 107· κατατεθνήκασι, ἀντίθετον τῷ ζώουσι, Ο. 664· συχνὸν κατὰ συγκεκομμ. μετοχ. πρκμ., ἀνδρὸς… κατατεθνηῶτος Η. 89, Χ. 164· νέκυι κατατεθνηῶτι Π. 565· νεκροὺς κατατεθνηῶτας Σ. 540, κτλ.· - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ παρὰ Τραγ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ συγκεκομμ. μέλλοντι κατθανοῦμαι, Εὐρ. Μήδ. 1386, Ἄλκ. 150, κτλ.· καὶ ἐν τοῖς μέρεσιν ἐκείνοις τοῦ συγκεκομμένου ἀορ., ὅσα δὲν λαμβάνουσι τὴν αὔξησιν, κατθανεῖν, κατθανών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 873, 1290, κτλ.· ἡ ὁριστ. κάτθανε μόνον ἐν ἀναπαιστικῷ στίχῳ, αὐτόθι 1553 (ἔνθα χρησιμεύει ὡς Παθ. τοῦ κατακτείνω). 2) ἐκλείπω, ἀφανίζομαι, γίνομαι ἄφαντος, μέλι, μορφὰ Μόσχος 3. 34, Βίων 1. 31.

English (Autenrieth)

aor. 2 sync. κάτθανε, perf. κατατεθνήκᾶσι, opt. -τεθναίη, part. -τεθνηῶτος, etc., fem. -τεθνηυίης: go down to death, die, perf., be dead and gone; ψῦχαὶ νεκύων κατατεθνηώτων, shades of the ‘departed dead,’ Od. 11.37.

Greek Monolingual

καταθνήσκω (Α)
1. πεθαίνω
2. (στον παρακμ.) είμαι νεκρός
3. γίνομαι άφαντος.

Middle Liddell

fut. κατα-θανοῦμαι sync. κατθανοῦμαι aor2 κατέθᾰνον epic κάτθᾰνον perf. -τέθνηκα
1. to die away, be dying, and in aor2 and perf. to be dead, Il., Trag.
2. to die away, disappear, Mosch., Bion.