εὔχαρις: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "Artax" to "Artax")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eycharis
|Transliteration C=eycharis
|Beta Code=eu)/xaris
|Beta Code=eu)/xaris
|Definition=neut. [[εὔχαρι]], gen. ιτος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[charming]], [[gracious]], especially in society, <span class="bibl">Democr. 104</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>486d</span>, <span class="bibl">487a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.4.1</span>; <b class="b3">ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες</b> ib.<span class="bibl">2.2.12</span>; <b class="b3">εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις</b>, <span class="bibl">Plb.22.21.3</span>, <span class="bibl">23.5.7</span>; <b class="b3">τὸ εὔχαρι</b> [[urbanity]], <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>8.1</span>, <span class="bibl">11.11</span>, <span class="bibl">M.Ant.1.16.5</span>; of [[Aphrodite]], [[gracious]], <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>894</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Med.</span>631</span> (lyr.); of animals, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>592b24</span>: Comp. εὐχαριτώτερος <span class="bibl">Plot.3.6.6</span>: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of places, [[pleasant]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1331a36</span>.</span>
|Definition=neut. [[εὔχαρι]], gen. ιτος,<br><span class="bld">A</span> [[charming]], [[gracious]], especially in society, Democr. 104, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 486d, 487a, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.4.1; <b class="b3">ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες</b> ib.2.2.12; <b class="b3">εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις</b>, Plb.22.21.3, 23.5.7; <b class="b3">τὸ εὔχαρι</b> [[urbanity]], X.''Ages.''8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of [[Aphrodite]], [[gracious]], E.''Heracl.''894 (lyr.), ''Med.''631 (lyr.); of animals, Arist.''HA''592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.''BC''2.26.<br><span class="bld">II</span> of places, [[pleasant]], Arist.''Pol.'' 1331a36.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχᾰρῐς Medium diacritics: εὔχαρις Low diacritics: εύχαρις Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣ
Transliteration A: eúcharis Transliteration B: eucharis Transliteration C: eycharis Beta Code: eu)/xaris

English (LSJ)

neut. εὔχαρι, gen. ιτος,
A charming, gracious, especially in society, Democr. 104, Pl.R. 486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔχαρι urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl.894 (lyr.), Med.631 (lyr.); of animals, Arist.HA592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26.
II of places, pleasant, Arist.Pol. 1331a36.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
1 gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;
2 aimé.
Étymologie: εὖ, χάρις.

German (Pape)

εὔχαριτος, anmutig, angenehm; neben μεγαλοπρεπής Plat. Rep. VI.487a; καὶ ἔμμετρος διάνοια 486d; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες, artig, Xen. Cyr. 2.2.12; Folgde: κατὰ τὰς ἐντεύξεις εὔχ. Pol. 22.21.3; ἐν ταῖς ὁμιλίαις 24.5.7; ἐν τῷ διδόναι, freigebig, Plut. Artax. 4; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit, Xen. Ages. 8.1, vgl. 11.11; von der Rede, εὔχ. ἅμα καὶ δεινὸς ἦν Plut. Cat. mai. 7; beliebt, Xen. Cyr. 7.4.1; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig, Eur. Heracl. 894; – οὐδὲν μελιττῶν εὐχαριτώτερον, Ael. N.A. 1.59. Der superl. εὐχαριτώτατος wird mit εὐχαριστότατος verwechselt, App. B.C. 2.26.

Russian (Dvoretsky)

εὔχᾰρις: ι, gen. ιτος τό
1 любезный, обходительный, приветливый, обаятельный (ἀστεῖος καὶ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.);
2 прелестный, очаровательный (ὀρνίθιον, τόπος Arst.);
3 благосклонный, милостивый (Ἀφροδίτη Eur.): ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. щедрый.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχᾰρις: οὐδ. εὔχαρι, γεν ιτος· - εὐχάριστος, θελκτικός, εὐάρεστος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, δημοτικός, Λατ. gratiosus, urbanus, ἰδίως ἐν ταῖς συναναστοφαῖς, Πλάτ. Πολ. 486AD, 487Α· Ξεν.· ἀστεῖος καὶ εὔχαρις Ξεν. Κύρ. 2. 2. 12· εὔχ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις Πολύβ. 22. 21, 3., 24, 5, 7· τὸ εὔχαρι, εὔχαρις καὶ φιλόφρων τρόπος, εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἀγησ. 8, 1., 11. 11: - ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἡρακλ. 894, πρβλ. Μήδ. 632. - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5: - Ὑπερθ. εὐχαριτώτατος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 26· τὸ ἐν Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 402, εὐχαρίστατα, ἴσως διορθωτέον εἰς -ότατα, ἐκ τοῦ εὐχάριστος. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, εὐάρεστος, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4.

Greek Monolingual

-ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)
αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις
νεοελλ.
βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών
αρχ.
1. (επίθ. του Έρωτος και της Αφροδίτης)
ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος
2. (για τόπους) ευάρεστος
3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαρι
η ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις.

Greek Monotonic

εὔχᾰρις: ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.

Middle Liddell


pleasing, engaging, winning, gracious, popular, Eur., Plat.:— τὸ εὔχαρι popularity, urbanity, Xen.

English (Woodhouse)

charming, delightful, polite, well-bred

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)