ἔπαρσις: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔπαρση]], [[ἔπαρσις]], η (Μ) [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]]<br />[[κατάληψη]], [[άλωση]], [[πάρσιμο]] («ἡ [[ἔπαρσις]] τοῦ κάστρου»).<br />η (AM [[ἔπαρσις]]) [[επαίρω]]<br /><b>1.</b> [[ανύψωση]]<br />(«[[έπαρση]] σημαίας»)<br /><b>2.</b> [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]] («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) ύψος<br /><b>2.</b> [[υπερεκτίμηση]], «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[μεγαλεία]] («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)<br />β) [[μεγαλοπρέπεια]] («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' [[αφεντιά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίδημα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] («[[ἔπαρσις]] τῶν χειρῶν μου [[θυσία]] ἑσπερινή»)<br /><b>3.</b> [[ερήμωση]], [[καταστροφή]]<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σωρός]] ερειπίων<br /><b>5.</b> (για μηχανές) [[ανύψωση]], [[βολή]]<br /><b>6.</b> [[εξέγερση]], [[ερεθισμός]]. | |mltxt=[[ἔπαρση]], [[ἔπαρσις]], η (Μ) [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]]<br />[[κατάληψη]], [[άλωση]], [[πάρσιμο]] («ἡ [[ἔπαρσις]] τοῦ κάστρου»).<br />η (AM [[ἔπαρσις]]) [[επαίρω]]<br /><b>1.</b> [[ανύψωση]]<br />(«[[έπαρση]] σημαίας»)<br /><b>2.</b> [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]] («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) ύψος<br /><b>2.</b> [[υπερεκτίμηση]], «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[μεγαλεία]] («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)<br />β) [[μεγαλοπρέπεια]] («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' [[αφεντιά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίδημα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] («[[ἔπαρσις]] τῶν χειρῶν μου [[θυσία]] ἑσπερινή»)<br /><b>3.</b> [[ερήμωση]], [[καταστροφή]]<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σωρός]] ερειπίων<br /><b>5.</b> (για μηχανές) [[ανύψωση]], [[βολή]]<br /><b>6.</b> [[εξέγερση]], [[ερεθισμός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[conceit]]=== | |||
Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: [[verwaandheid]], [[ijdelheid]], [[hoogmoed]]; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: [[vanité]], [[orgueil]]; German: [[Einbildung]], [[Dünkel]], [[Eigendünkel]], [[Arroganz]], [[Eingebildetheit]], [[Süffisanz]], [[Selbstgefälligkeit]], [[Krattel]]; Greek: [[έπαρση]], [[αλαζονεία]], [[ξιπασιά]], [[ψώνιο]], [[ψώνισμα]]; Ancient Greek: [[γαυρίαμα]], [[δόκησις]], [[ἔπαρσις]], [[ἐπίνοια]], [[ἱπποτυφία]], [[κατοίησις]], [[κενοδοξία]], [[οἴημα]], [[οἴησις]], [[τῦφος]], [[ὑπόληψις]], [[φῦσα]], [[φύσημα]], [[χαυνότης]]; Hebrew: התנפחות; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: [[presunzione]], [[vanità]]; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: [[presunção]], [[vaidade]]; Romanian: trufie, vanitate; Russian: [[самомнение]], [[тщеславие]], [[гонор]], [[чванство]], [[самонадеянность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: [[engreimiento]], [[vanidad]], [[presunción]], [[ego]]; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 20 January 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐπαίρω)
A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐπάρσεις ἰονθώδεις = eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16.
2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2.
3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.).
4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).
b αἰδοίων Arist.HA572b2.
5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2.
II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔπαρσις Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.
2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.
3 pride, conceit VT Zech. 12.7.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαρσις: εως ἡ
1 набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
2 возбуждение (ἡδονή ἐστιν ἄλογος ἔ. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.
Greek Monolingual
ἔπαρση, ἔπαρσις, η (Μ) επαίρνω < επαίρω
κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῦ κάστρου»).
η (AM ἔπαρσις) επαίρω
1. ανύψωση
(«έπαρση σημαίας»)
2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.
1. (για ύφος) ύψος
2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον
3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)
β) μεγαλοπρέπεια («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' αφεντιά μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. οίδημα, πρήξιμο
2. ανύψωση, ανάταση («ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»)
3. ερήμωση, καταστροφή
4. συνεκδ. σωρός ερειπίων
5. (για μηχανές) ανύψωση, βολή
6. εξέγερση, ερεθισμός.
Translations
conceit
Armenian: ինքնահավանություն; Bulgarian: самонадеяност; Chinese Mandarin: 自負/自负; Czech: namyšlenost, nafoukanost, domýšlivost; Dutch: verwaandheid, ijdelheid, hoogmoed; Finnish: omahyväisyys, itserakkaus; French: vanité, orgueil; German: Einbildung, Dünkel, Eigendünkel, Arroganz, Eingebildetheit, Süffisanz, Selbstgefälligkeit, Krattel; Greek: έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά, ψώνιο, ψώνισμα; Ancient Greek: γαυρίαμα, δόκησις, ἔπαρσις, ἐπίνοια, ἱπποτυφία, κατοίησις, κενοδοξία, οἴημα, οἴησις, τῦφος, ὑπόληψις, φῦσα, φύσημα, χαυνότης; Hebrew: התנפחות; Hungarian: beképzeltség, önhittség, önteltség, önelégültség; Irish: ainionadh, anbharúil, postúlacht; Italian: presunzione, vanità; Japanese: うぬぼれ, 自惚れ; Latvian: iedomība, uzpūtība, uzpūtīgums; Maori: whakahīhī; Portuguese: presunção, vaidade; Romanian: trufie, vanitate; Russian: самомнение, тщеславие, гонор, чванство, самонадеянность; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мишљено̄ст; Roman: ùmišljenōst; Spanish: engreimiento, vanidad, presunción, ego; Swahili: kiburi; Swedish: fåfänga; Tocharian B: śāmpa; Vietnamese: ngã mạn