θυρίδα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θυρίς]], -[[ίδος]], Μ και [[θυρίδα]])<br />1.μικρή [[θύρα]], μικρό [[άνοιγμα]], [[πορτάκι]], [[πορτίτσα]], [[παραπόρτι]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> το καθένα από τα δύο τμήματα του οστράκου τών δίθυρων [[μαλακίων]] και τών βραχιονοπόδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] είδους μικρό [[παράθυρο]] ή [[άνοιγμα]] σε τοίχο, [[παραθυράκι]], [[φεγγίτης]]<br /><b>2.</b> μικρό [[άνοιγμα]] σε [[διαχώρισμα]] γραφείου, ταμείου κ.λπ., μέσω του οποίου γίνονται οι συναλλαγές («η [[θυρίδα]] του ταμείου»)<br /><b>3.</b> καθένα από τα τετραγωνικά ή ορθογώνια χωρίσματα σε τοίχο, [[ντουλάπι]], [[χρηματοκιβώτιο]] κ.λπ., το οποίο χρησιμεύει για την [[εναπόθεση]] και τη [[φύλαξη]] ή την [[ταξινόμηση]] εγγράφων, επιστολών, χρημάτων, κοσμημάτων κ.ά. αντικειμένων<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[άνοιγμα]] σε [[σκεύος]], όργανο ή [[μηχάνημα]], το οποίο κλείνεται [[συνήθως]] με ειδικό [[πώμα]]<br /><b>5.</b> <b>ζωολ.</b> καθένα από τα δύο τμήματα του χιτινώδους καλύμματος τών εντομόστρακων καρκινοειδών<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[θυρίδα]] πλοίου» — [[τετράγωνο]] [[άνοιγμα]] στο [[τοίχωμα]] του πλοίου, η [[μπουκαπόρτα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η αγία [[πύλη]], τα δύο φύλλα της πύλης του αγίου βήματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πόρτα, [[κυρίως]] δίφυλλη<br /><b>2.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>3.</b> [[άνοιγμα]], [[πέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πλαίσιο]] της πόρτας, η [[κορνίζα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κυψέλη]] [[σφηκών]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυρίδες</i><br />οι σανίδες<br /><b>4.</b> (για τον βασιλιά ή για τους υψηλούς αξιωματούχους της Αιγύπτου) [[θύρα]] ακροάσεως<br /><b>5.</b> (για [[φρούριο]]) τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι τουφεκίστρες, οι πολεμίστρες<br /><b>6.</b> [[άνοιγμα]] σε [[κάθε]] [[άκρη]] της κυψέλης τών [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[πιτυρίς]], [[φαλαινίς]])].
|mltxt=η (ΑΜ [[θυρίς]], -ίδος, Μ και [[θυρίδα]])<br />1.μικρή [[θύρα]], μικρό [[άνοιγμα]], [[πορτάκι]], [[πορτίτσα]], [[παραπόρτι]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> το καθένα από τα δύο τμήματα του οστράκου τών δίθυρων [[μαλακίων]] και τών βραχιονοπόδων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] είδους μικρό [[παράθυρο]] ή [[άνοιγμα]] σε τοίχο, [[παραθυράκι]], [[φεγγίτης]]<br /><b>2.</b> μικρό [[άνοιγμα]] σε [[διαχώρισμα]] γραφείου, ταμείου κ.λπ., μέσω του οποίου γίνονται οι συναλλαγές («η [[θυρίδα]] του ταμείου»)<br /><b>3.</b> καθένα από τα τετραγωνικά ή ορθογώνια χωρίσματα σε τοίχο, [[ντουλάπι]], [[χρηματοκιβώτιο]] κ.λπ., το οποίο χρησιμεύει για την [[εναπόθεση]] και τη [[φύλαξη]] ή την [[ταξινόμηση]] εγγράφων, επιστολών, χρημάτων, κοσμημάτων κ.ά. αντικειμένων<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[άνοιγμα]] σε [[σκεύος]], όργανο ή [[μηχάνημα]], το οποίο κλείνεται [[συνήθως]] με ειδικό [[πώμα]]<br /><b>5.</b> <b>ζωολ.</b> καθένα από τα δύο τμήματα του χιτινώδους καλύμματος τών εντομόστρακων καρκινοειδών<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[θυρίδα]] πλοίου» — [[τετράγωνο]] [[άνοιγμα]] στο [[τοίχωμα]] του πλοίου, η [[μπουκαπόρτα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η αγία [[πύλη]], τα δύο φύλλα της πύλης του αγίου βήματος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πόρτα, [[κυρίως]] δίφυλλη<br /><b>2.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>3.</b> [[άνοιγμα]], [[πέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πλαίσιο]] της πόρτας, η [[κορνίζα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κυψέλη]] [[σφηκών]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυρίδες</i><br />οι σανίδες<br /><b>4.</b> (για τον βασιλιά ή για τους υψηλούς αξιωματούχους της Αιγύπτου) [[θύρα]] ακροάσεως<br /><b>5.</b> (για [[φρούριο]]) τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι τουφεκίστρες, οι πολεμίστρες<br /><b>6.</b> [[άνοιγμα]] σε [[κάθε]] [[άκρη]] της κυψέλης τών [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[πιτυρίς]], [[φαλαινίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (ΑΜ θυρίς, -ίδος, Μ και θυρίδα)
1.μικρή θύρα, μικρό άνοιγμα, πορτάκι, πορτίτσα, παραπόρτι
2. ζωολ. το καθένα από τα δύο τμήματα του οστράκου τών δίθυρων μαλακίων και τών βραχιονοπόδων
νεοελλ.
1. κάθε είδους μικρό παράθυρο ή άνοιγμα σε τοίχο, παραθυράκι, φεγγίτης
2. μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κ.λπ., μέσω του οποίου γίνονται οι συναλλαγές («η θυρίδα του ταμείου»)
3. καθένα από τα τετραγωνικά ή ορθογώνια χωρίσματα σε τοίχο, ντουλάπι, χρηματοκιβώτιο κ.λπ., το οποίο χρησιμεύει για την εναπόθεση και τη φύλαξη ή την ταξινόμηση εγγράφων, επιστολών, χρημάτων, κοσμημάτων κ.ά. αντικειμένων
4. κάθε άνοιγμα σε σκεύος, όργανο ή μηχάνημα, το οποίο κλείνεται συνήθως με ειδικό πώμα
5. ζωολ. καθένα από τα δύο τμήματα του χιτινώδους καλύμματος τών εντομόστρακων καρκινοειδών
6. φρ. «θυρίδα πλοίου» — τετράγωνο άνοιγμα στο τοίχωμα του πλοίου, η μπουκαπόρτα
νεοελλ.-μσν.
η αγία πύλη, τα δύο φύλλα της πύλης του αγίου βήματος
μσν.
1. πόρτα, κυρίως δίφυλλη
2. παράθυρο
3. άνοιγμα, πέρασμα
αρχ.
1. το πλαίσιο της πόρτας, η κορνίζα
2. (ειδ.) κυψέλη σφηκών
3. στον πληθ. αἱ θυρίδες
οι σανίδες
4. (για τον βασιλιά ή για τους υψηλούς αξιωματούχους της Αιγύπτου) θύρα ακροάσεως
5. (για φρούριο) τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι τουφεκίστρες, οι πολεμίστρες
6. άνοιγμα σε κάθε άκρη της κυψέλης τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. πιτυρίς, φαλαινίς)].