fallecer: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύω]], [[διαπίπτω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[παροίχομαι]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]]
|sltx=[[ἁλίσκομαι]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναπαύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπασκαρίζω]], [[ἀπαυδάω]], [[ἄπειμι]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀποδημέω]], [[ἀποθνήσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολύω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσκέλλω]], [[ἀποστείχω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἀποψύχω]], [[ἀφαιᾶσαι]], [[ἀφέρπω]], [[ἀφίπταμαι]], [[βαίνω]], [[δάμνημι]], [[δῃόω]], [[διαλείπω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλύομαι]], [[διαπίπτω]], [[διαρραίω]], [[διαφθείρω]], [[διαφωνέω]], [[διεξέρχομαι]], [[διοίχομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐκδημέω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἐκλείπω]], [[ἐκλιμπάνω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐκπίπτω]], [[ἐκπνέω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]], [[ἐξάγω]], [[ἐξακτέον]], [[ἐξαναλίσκω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἐξαυαίνω]], [[θνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[καταστρέφω]], [[καταφθίω]], [[παροίχομαι]], [[τελευτάω]], [[τελευτάω τὸν αἰῶνα]], [[τελευτάω βίον]], [[τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου]]
}}
}}

Revision as of 06:57, 22 September 2024

Spanish > Greek

ἁλίσκομαι, ἀμφιπεριφθινύθω, ἀναλίσκω, ἀναλύω, ἀναπαύω, ἀναχωρέω, ἀπαλλάσσω, ἀπαναλίσκω, ἀπασκαρίζω, ἀπαυδάω, ἄπειμι, ἀπεκβιόω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀποβιόω, ἀποβιώσκομαι, ἀπογίγνομαι, ἀποδημέω, ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, ἀπόλλυμι, ἀπολύω, ἀπομαραίνω, ἀπομεριμνάω, ἀποπνέω, ἀποπνίγω, ἀποσβέννυμι, ἀποσεύω, ἀποσκέλλω, ἀποστείχω, ἀποτίθημι, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀποχάζομαι, ἀποψύχω, ἀφαιᾶσαι, ἀφέρπω, ἀφίπταμαι, βαίνω, δάμνημι, δῃόω, διαλείπω, διαλλάσσω, διαλύομαι, διαπίπτω, διαρραίω, διαφθείρω, διαφωνέω, διεξέρχομαι, διοίχομαι, διόλλυμι, ἐκβιόω, ἐκδημέω, ἐκθνῄσκω, ἐκλείπω, ἐκλιμπάνω, ἐκπέφαμαι, ἐκπίπτω, ἐκπνέω, ἐκχωρέω, ἐναποθνῄσκω, ἐναπονεκρόομαι, ἐναποψύχω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι, ἐξάγω, ἐξακτέον, ἐξαναλίσκω, ἐξαπόλλυμι, ἐξαυαίνω, θνῄσκω, καταθνῄσκω, καταστρέφω, καταφθίω, παροίχομαι, τελευτάω, τελευτάω τὸν αἰῶνα, τελευτάω βίον, τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου