συμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
(13_7_3b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] (s. [[βαίνω]]), 1) die Füße zusammenhalten, mit geschlossenen Füßen dastehen, nur im perf., daher διαβαίνοντες [[μᾶλλον]] ἢ συμβεβηκότες, Xen. Eq. 1, 14; ἀνδριὰς συμβεβηκώς, eine Bildsäule mit zusammenstehenden, nicht getrennten Füßen. – 2) <b class="b2">zusammentreten, -kommen</b>, hingehen, Τίρυνθι συμβέβηκεν, Soph. Trach. 1142; ὃν οὐδαμοῦ φῂς οὐδὲ συμβῆναι ποδί, Ai. 1260; bes. um sich mit Einem zu besprechen, um mit ihm zu unterhandeln; sich aussöhnen, ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους, Ar. Vesp. 867; Her. 1, 13. 82; dah. übereinkommen, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι, 3, 146; πολλὰ ἐν ἀλλήλοις εἰπόντων καὶ οὐδὲν ξυμβάντων, Thuc. 5, 36; sich aussöhnen, μετεμέλοντο ὅτι μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ [[καλῶς]] παρασχὸν οὐ ξυνέβησαν, 5, 14, dah. ξυμβήσεσθαι im Ggstz von πολεμήσειν, 5, 38. 81, auch π ρός τινα, 1, 103; <b class="b2">übereinstimmen</b>, εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις, Aesch. Ch. 208; [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, 573; φανῶ δ' ἐγὼ τούτοισι συμβαίνοντ' ἴσα μαντεῖα καινά, Soph. Tr. 1154; λόγοις συμβάς, Eur. Med. 737, vgl. Andr. 232; χρησμοὶ συμβαίνουσι, Ar. Equ. 220; auch = in Erfüllung gehen, von Orakeln, καὶ δοκεῖ τὸ [[μαντεῖον]] [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἢ προσεδέχοντο, Thuc. 2, 17; Ἀθηναίοισιν οὐ συνέβαιν' Αἰσχύλος, er ging nicht mit ihnen um, od. fand keinen Gefallen an ihnen, Ar. Ran. 806; ἐὰν ξυμβῶ τί σοι, 175; im Aeußern einander entsprechen, ähneln, gleich sein, Her. 1, 116. 2, 3; vgl. M. Ant. 5, 8, [[οὕτως]] γὰρ συμβαίνειν ποτὲ ἡμῖν λέγομεν, ὡς καὶ τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν ἢ ταῖς πυραμίσι συμβαίνειν (passen) οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις ἐν ποιᾷ συνθέσει. Bei Poll. 8, 140 ist τὰ συμβαθέντα der Vertrag. – Bes. <b class="b2">sich ereignen</b>, zutreffen; Aesch. Pers. 788; ᾗ [[πρῶτα]] μὲν τὰ μητρὸς ἔχθιστα συμβέβηκεν, Soph. El. 254; αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται, Eur. I. T. 148; [[ἴσως]] ἅπαντα συμβαίη [[καλῶς]], 1055. So von Her. an häufig in Prosa, gew. c. inf., Her. 6, 103. 9, 101, συνέβη μοι πορεύεσθαι, es traf sich, daß ich auf der Reise war, ich war eben auf der Reise; auch mit acc. c. inf., 7, 166 u. oft; bei Flgdn bes. vom Unglück, ἐάν τι συμβῇ, falls sich Etwas ereignen sollte, Dem. Lpt. 51, ein sehr gewöhnlicher Euphemismus, um nicht zu sagen, falls es schlecht gehen sollte. Selten im guten Sinne, von Statten gehen, Fortgang haben, Thuc. 3, 3, vgl. Poppo; u. Plat. εἴ μοι συμβαίνει τοῦτο ἢ καὶ [[ἀποτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, Legg. V, 744 a; [[καλῶς]] συμβῆναι, Xen. Cyr. 5, 4, 7; κακῶς, Mem. 1, 2, 63; πῶς χρήσιμον ἂν ξυμβαίη ἡμῖν δουλεῦσαι, Thuc. 5, 92; auch σκοποῦντί μοι συμβαίνει πιστεῦσαι, 1, 1, ich finde mich veranlaßt zu glauben; τὰ συμβάντα, Xen. An. 3, 1, 13; φοβοῦμαι, μή τι μεῖζον κακὸν τῇ πόλει συμβῇ, Mem. 3, 5, 17; πολέμου κακῶς συμβάντος, da er einen üblen Ausgang genommen, 1, 2, 63; oft ist es wie [[τυγχάνω]] eine Umschreibung für εἶναι, nur die Behauptung milder ausdrückend, als zufälliges Ergebniß, ἆρ' οὖν συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ [[ἀδικία]] καὶ τὸ ἀ[[δικεῖν]], Plat. Gorg. 479 c, u. oft, bes. mit εἶναι u. γίγνεσθαι oder ὄν u. γιγνόμενον, u. oft bei Pol.; τὸ συμβεβηκός, zufälliger Umstand, der nicht nothwendig zum Wesen des Dings gehört, aber an ihm sich ereignet, eintritt, Arist. oft, vgl. topic. 1, 3; – zusammentreffen, von Summen beim Rechnen, Dem. 19, 60; und in der Dialektik von Schlußfolgen, die sich aus den Vordersätzen ergeben, τί ἡμῖν συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων, Plat. Gorg. 498; Theaet. 170 c u. oft. Bei Arist. gewöhnlich, wenn er aus den Sätzen anderer Philosophen widerlegende Consequenzen zieht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] (s. [[βαίνω]]), 1) die Füße zusammenhalten, mit geschlossenen Füßen dastehen, nur im perf., daher διαβαίνοντες [[μᾶλλον]] ἢ συμβεβηκότες, Xen. Eq. 1, 14; ἀνδριὰς συμβεβηκώς, eine Bildsäule mit zusammenstehenden, nicht getrennten Füßen. – 2) <b class="b2">zusammentreten, -kommen</b>, hingehen, Τίρυνθι συμβέβηκεν, Soph. Trach. 1142; ὃν οὐδαμοῦ φῂς οὐδὲ συμβῆναι ποδί, Ai. 1260; bes. um sich mit Einem zu besprechen, um mit ihm zu unterhandeln; sich aussöhnen, ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους, Ar. Vesp. 867; Her. 1, 13. 82; dah. übereinkommen, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι, 3, 146; πολλὰ ἐν ἀλλήλοις εἰπόντων καὶ οὐδὲν ξυμβάντων, Thuc. 5, 36; sich aussöhnen, μετεμέλοντο ὅτι μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ [[καλῶς]] παρασχὸν οὐ ξυνέβησαν, 5, 14, dah. ξυμβήσεσθαι im Ggstz von πολεμήσειν, 5, 38. 81, auch π ρός τινα, 1, 103; <b class="b2">übereinstimmen</b>, εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις, Aesch. Ch. 208; [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, 573; φανῶ δ' ἐγὼ τούτοισι συμβαίνοντ' ἴσα μαντεῖα καινά, Soph. Tr. 1154; λόγοις συμβάς, Eur. Med. 737, vgl. Andr. 232; χρησμοὶ συμβαίνουσι, Ar. Equ. 220; auch = in Erfüllung gehen, von Orakeln, καὶ δοκεῖ τὸ [[μαντεῖον]] [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἢ προσεδέχοντο, Thuc. 2, 17; Ἀθηναίοισιν οὐ συνέβαιν' Αἰσχύλος, er ging nicht mit ihnen um, od. fand keinen Gefallen an ihnen, Ar. Ran. 806; ἐὰν ξυμβῶ τί σοι, 175; im Aeußern einander entsprechen, ähneln, gleich sein, Her. 1, 116. 2, 3; vgl. M. Ant. 5, 8, [[οὕτως]] γὰρ συμβαίνειν ποτὲ ἡμῖν λέγομεν, ὡς καὶ τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν ἢ ταῖς πυραμίσι συμβαίνειν (passen) οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις ἐν ποιᾷ συνθέσει. Bei Poll. 8, 140 ist τὰ συμβαθέντα der Vertrag. – Bes. <b class="b2">sich ereignen</b>, zutreffen; Aesch. Pers. 788; ᾗ [[πρῶτα]] μὲν τὰ μητρὸς ἔχθιστα συμβέβηκεν, Soph. El. 254; αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται, Eur. I. T. 148; [[ἴσως]] ἅπαντα συμβαίη [[καλῶς]], 1055. So von Her. an häufig in Prosa, gew. c. inf., Her. 6, 103. 9, 101, συνέβη μοι πορεύεσθαι, es traf sich, daß ich auf der Reise war, ich war eben auf der Reise; auch mit acc. c. inf., 7, 166 u. oft; bei Flgdn bes. vom Unglück, ἐάν τι συμβῇ, falls sich Etwas ereignen sollte, Dem. Lpt. 51, ein sehr gewöhnlicher Euphemismus, um nicht zu sagen, falls es schlecht gehen sollte. Selten im guten Sinne, von Statten gehen, Fortgang haben, Thuc. 3, 3, vgl. Poppo; u. Plat. εἴ μοι συμβαίνει τοῦτο ἢ καὶ [[ἀποτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, Legg. V, 744 a; [[καλῶς]] συμβῆναι, Xen. Cyr. 5, 4, 7; κακῶς, Mem. 1, 2, 63; πῶς χρήσιμον ἂν ξυμβαίη ἡμῖν δουλεῦσαι, Thuc. 5, 92; auch σκοποῦντί μοι συμβαίνει πιστεῦσαι, 1, 1, ich finde mich veranlaßt zu glauben; τὰ συμβάντα, Xen. An. 3, 1, 13; φοβοῦμαι, μή τι μεῖζον κακὸν τῇ πόλει συμβῇ, Mem. 3, 5, 17; πολέμου κακῶς συμβάντος, da er einen üblen Ausgang genommen, 1, 2, 63; oft ist es wie [[τυγχάνω]] eine Umschreibung für εἶναι, nur die Behauptung milder ausdrückend, als zufälliges Ergebniß, ἆρ' οὖν συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ [[ἀδικία]] καὶ τὸ ἀ[[δικεῖν]], Plat. Gorg. 479 c, u. oft, bes. mit εἶναι u. γίγνεσθαι oder ὄν u. γιγνόμενον, u. oft bei Pol.; τὸ συμβεβηκός, zufälliger Umstand, der nicht nothwendig zum Wesen des Dings gehört, aber an ihm sich ereignet, eintritt, Arist. oft, vgl. topic. 1, 3; – zusammentreffen, von Summen beim Rechnen, Dem. 19, 60; und in der Dialektik von Schlußfolgen, die sich aus den Vordersätzen ergeben, τί ἡμῖν συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων, Plat. Gorg. 498; Theaet. 170 c u. oft. Bei Arist. gewöhnlich, wenn er aus den Sätzen anderer Philosophen widerlegende Consequenzen zieht.
}}
{{ls
|lstext='''συμβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα, γ΄ πληθ. συγκεκομμ. -βεβᾶσι Εὐρ. Ἑλ. 622· Ἰων. ἀπαρ. -βεβάναι Ἡρόδ. 3. 146 παθ. πρκμ. ἀπαρ. -βεβάσθαι Θουκ. 8. 98· ἀόρ. β΄ συνέβην, ἀπαρ. συμβῆναι· παθ. ἀόρ. α΄ ὑποτ. ξυμβαθῇ Θουκ. 4. 30. Ἵσταμαι ἔχων τοὺς πόδας ἡνωμένους, ἀντίθετον τῷ διαβαίνειν, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· διαβαίνοντες [[μᾶλλον]] ἢ συμβεβηκότες Ξεν. Ἱππ. 1. 14· συμβεβηκὼς [[ἄμφω]] τὼ πόδε [[Πολυδ]]. Γ΄, 91· συμβᾶσα τὼ πόδε, ἀντίθετον τῷ [[περιβάδην]] (πρβλ. [[συμβάδην]]), Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1· ἀνδριὰς συμβεβηκώς, ἔχων τοὺς πόδας κλειστούς, ἡνωμένους, ὡς τὰ παλαιότερα ἀγάλματα κατὰ τὴν πρώτην περίοδον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης, Müller Archäol. d. Kurst § 68 3. 2) ἵσταμαι [[ὁμοῦ]] ἢ πλησίον [[ὥστε]] νὰ βοηθήσω, βοηθῶ, συμβῆναι ποδὶ Σοφ. Αἴ. 1281, πρβλ. 1237· σ. κακοῖς, ἐνοῦμαι μετ’ αὐτῶν, συνεργῶ εἰς αὔξησιν τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἑλ. 37. 3) βαίνω [[ὁμοῦ]] ἢ συναντῶ, τὸν συμβαίνοντά σοι Εὔπολις ἐν «Διαιτῶντι» 1· σ. αὐτοὶ αὑτοῖς Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 17· ἡ [[Κύπρις]] δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη, συμβέβηκε δ’ [[οὐδαμοῦ]], [[οὐδαμοῦ]] συνηντήθη μετ’ ἐμοῦ, οὐδεμίαν σχέσιν [[ἔσχον]] μετ’ αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 1007. ΙΙ. συνηθέστατα μεταφορ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[βαδίζω]] [[ὁμοῦ]], [[ἔρχομαι]] εἰς συμφωνίαν ἢ συνεννόησιν, συμφωνῶ, Λατ. convenire, Ἡρόδ. 1. 13. 82, Εὐρ. Φοίν. 71, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ., κτλ.· Τίρυνθι συμβέβηκε, συνεφώνησε πρὸς τοὺς Τιρυνθίους, Σοφ. Τρ. 1152 [[πρός]] τινα Θουκ. 4. 61, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἢν ξυμβῶ τί σοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 175· ἢν τι ξυμβαίνωσι Θουκ. 2. 5· ξ. τὰ [[πλείω]], οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 117., 5. 36· [[τἆλλα]] τοῖς Λακεδαιμονίοις ὁ αύτ. 8. 98· ― μετ’ ἀπαρ., συνέβησαν ἐς [[τωὐτό]]..., τὸν δὲ βασιλεύειν Ἡρόδ. 1. 13· σ. ὑπήκοοι [[εἶναι]] Θουκ. 1. 117· ξ. ἤν τις ἁλίσκηται..., δοῦλον [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 103· σ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι [[σφᾶς]] αὐτοὺς Θουκ. 2. 4· σ. πρὸς Νικίαν… ἐπιστρέψαι ὁ αὐτ. 4. 54· [[ὡσαύτως]], συνέβησαν... [[ὥστε]] τριηκοσίους μαχέσασθαι Ἡρόδ. 1. 82· σ. εἰς τὸ [[μέσον]], συμφωνῶ [[πρός]] τινα συμβιβασμόν, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε· λόγοις σ., ἐπὶ προφορικῆς συμφωνίας ἢ συνεννοήσεως, Εὐρ. Μήδ. 737· ἀλλ’ ἐν Ἀνδρ. 233, πιθ. συμφωνῶ μὲ τοὺς λόγους αὐτῆς· ― [[καθόλου]], συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι, τινὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· ἐκ πολέμου ξυμβ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 867 ἀπὸ τοῦ ἴσου Θουκ. 4. 19· ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Φοίν. 590· ― ἐν τῷ πρκμ. συμβεβάναι καὶ παθ. ἐπὶ τῶν ὅρων τῆς συμφωνίας, ἔχω συμφωνηθῆ, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι (ἂν καὶ τὸ πάντα δύναται νὰ [[εἶναι]] οὐδέτ. ἐπίθετ. ἀποδιδόμενον εἰς τὸ σ.), Ἡρόδ. 3. 146· ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Θουκ. 8. 98 ἕως ἂν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ ὁ αὐτ. 4. 30, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 140. 2) συμφωνῶ μετά τινος, [[διάκειμαι]] φιλικῶς, διατελῶ ἐν φιλίᾳ, οὐ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν’ Αἰσχύλος Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τῆς μιᾶς τῶν μερίδων, Διον. Ἁλ. 2. 62. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀντιστοιχῶ [[πρός]] τι, Λατ. quadrare, ὁ [[χρόνος]] τῇ ἡλικίῃ συμβαίνει Ἡρόδ. 1. 116· ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Ἡρόδ. 2. 3, πρβλ. Λυσί. 113. 10· ἐς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις Αἰσχύλ. Χο. 210· τῷ παντὶ Πλάτ. Νόμ. 903D ― ἀπολ., [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Αἰσχύλ. Χο. 580· οἱ λόγοι σ. Εὐριπ. Ἑλ. 622· χρησμοί τε συμβαίνουσι, συμφωνοῦσι, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 220, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1164· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, συμβαίνει αὐτὸ εἰς ταύτην [[εἶναι]] πέμπτην Δημ. 360. 5 τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς [[δώδεκα]], καταντᾷ εἰς 12, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 1. 343· ― ἐπὶ τοιχοδομίας, [[ἁρμόζω]], προσαρμόζομαι ἀκριβῶς, «τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσι... συμβαίνειν οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις τῇ ποιᾷ συνθέσει» Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 8. 4) [[πίπτω]] εἰς τὸν κλῆρον τινός, [[μετὰ]] δοτικ. προσ., ἆται σ. μοι Εὐριπ. Ι. Τ. 148· ἡδοναί τινι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 222· [[τριηραρχία]] μοι Δημ. 1154, 11· [[ἀτυχία]] ὁ αὐτ. 1319. 10· εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρὸν ὁ αὐτ. 493, ἐν τέλει. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. contingere, συμβαίνει δ’ οὐ τὰ μέν, τὰ δ’ οὔ Αἰσχύλ. Πέρσ. 802· τῶνδε ναμέρτεια σ. Σοφ. Τρ. 173· ἐὰν μὴ [[θεία]] τις ξ. [[τύχη]] Πλάτ. Πολ. 592Α· αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 120Ε· εἰ καιρὸς σ. Ξεν. Ἱππαρχ. 2, 5· χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν Δημ. 12. 15· ― [[ὡσαύτως]] εὐφημ., ἄν τι ξυμβῇ (δηλ. κακόν τι), ὁ αὐτ. 551. 15· ― [[καθόλου]], [[συμβαίνω]], εὑρίσκομαι, [[ὑπάρχω]], ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ Πλάτ. Κρατ. 398Β· ― [[ἀλλά]], β) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπροσ., [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι Ἡρόδ. 6. 103; πρβλ. 3. 50, Θουκ. 1. 1· [[ἄλλοτε]] [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη Γέλωνα [[νικᾶν]] Ἡρόδ. 7. 166, πρβλ. Θουκυδ. 8. 25, κτλ.· παρὰ Πλάτ. [[συχνάκις]] συμβαίνει [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαι, συμβαίνει νὰ [[εἶναι]], δηλ. [[εἶναι]], [[κάθαρσις]] [[εἶναι]] τοῦτο σ. Φαίδων 67C, πρβλ. Κρατ. 396Β· ὅσα ξυμβαίνει γίγνεσθαι καὶ ὅσα ξυμβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε· σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 1· [[μετὰ]] τοῦ [[ὥστε]], Σοφ. Τρ. 1152, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., σ. ὄν, γιγνόμενον Πλάτ. Σοφ. 224D, Φίληβ. 42D. γ) τὸ συμβεβηκός, τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Πλάτ. Παρμ. 128C, Δημ. 89. 27· οὕτω, τὰ συμβαίνοντα Ξεν. Κύρ. 1. 6. 43· τὰ συμβάντα Ξενοφ. Ἀν. 3. 1, 13· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος εἰληφέναι τὴν προσηγορίαν Πολύβ. 10. 28, 7· ― κατὰ συμβεβηκός, ἐκ συμβεβηκότος, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 5, κ. ἀλλ. (ἴδε κατωτ. IV)· οὕτω, τοῦ συμβαίνοντός ἐστι, [[εἶναι]] [[ὑπόθεσις]] καθημερινή, Ἰσαῖ. 47. 40. 2) συνάπτεται [[μετὰ]] ἐπιρρημάτων ἢ ἐπιθέτων, [[ἀποβαίνω]] κατά τινα τρόπον, ὀρθῶς σφι συνέβαινε ἡ [[φήμη]] ἐλθοῦσα Ἡρόδοτ. 9. 101· κακῶς, [[καλῶς]] ξυμβῆναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 63, Κύρ. Παιδ. 5. 4, 14, Εὐρ. Ι. Τ. 1055· τὰ ματρὸς ἔχθιστα συμβέβηκε Σοφ. Ἠλ. 262· [[ταῦτα]]... λαμπρὰ σ. [[αὐτόθι]] 1164· συμβεβᾶσιν οἱ λόγοι... ἀληθεῖς Εὐριπ. Ἑλ. 622· ἄπιστ’ ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 1· σ. μέγιστον κακὸν ἡ [[ἀδικία]] Πλάτ. Γοργ. 479C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 130C, Κρατ. 398Ε· τὸ [[μαντεῖον]] [[τοὐναντίον]] ξυνέβη Θουκ. 2. 17· τοιούτου ξυμβαίνοντος τοῦδε ὁ αὐτ. 1. 74· ξυνέβη τις αὐτοῖς [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. 4. 79· ― ἀπολ., [[ἀποβαίνω]] [[καλῶς]], Λατιν. succedere, ἢν ξυμβῇ ἡ [[πεῖρα]] ὁ αὐτ. 3. 3· εἴ μοι σ. τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 744Α. 3) ἐπὶ ἐπακολουθήματος, ἐπακολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ’ ὧν ἡ [[ἀσθένεια]] ξυμβαίνει Θουκ. 8. 45· κάλλιστον δ’ ἔργων ἡμῖν ξυμβήσεται ὁ αὐτ. 6. 33. β) ἐπὶ λογικῆς ἀκολουθίας, ἀκολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], [[ἕπομαι]] ὡς [[συμπέρασμα]], [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ὡς ἐν Φαίδωνι 74Α, Γοργ. 459Β, κτλ.· σ. ἐκ τῶν κειμένων Ἀριστ. Τοπ. 8. 1. 17, κ. ἀλλ.· ― ἀπροσ., ἕπεται, ἀκολουθεῖ, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλάτ. Θεαίτ. 170C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Δημ. 792. 7· [[ὡσαύτως]], σ. ὅτι ἀδύνατον [ἐστί τι] Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 3. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὸ συμβεβηκὸς ἔχει πολλὰς σημασίας: 1) τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 6, Τοπ. 1. 5, 8, κ. ἀλλ.· κατὰ συμβεβηκός, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Φυσ. 2. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 1, κ. ἀλλ.· τῷ [[ἁπλῶς]], Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 2, 1, κ. ἀλλ.· τῷ φύσει, π. Ψυχ. 1. 3, 4. 2) πᾶν τὸ ἐνυπάρχον ἔν τινι, [[εἴτε]] ποιότητα ἐκφέρον [[εἴτε]] τυχαίαν ἰδιότητα ἀναγκαίως ἐπακολουθοῦσαν ἐκ τῆς ἐννοίας πράγματός τινος, [[ὥστε]] νὰ μὴ εἰσέρχηται εἰς τὴν οὐσίαν ἢ τὸν ὁρισμὸν [[αὐτοῦ]], [[οἷον]] τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 30, 4· διακρίνεται δὲ διὰ τῆς προσθήκης τοῦ καθ’ αὑτό, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22. 8, Τοπ. 1. 8, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. Trendel. de An. 1. 1. 1.
}}
}}

Revision as of 11:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβαίνω Medium diacritics: συμβαίνω Low diacritics: συμβαίνω Capitals: ΣΥΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symbaínō Transliteration B: symbainō Transliteration C: symvaino Beta Code: sumbai/nw

English (LSJ)

fut.

   A -βήσομαι Hdt.2.3, etc.: pf. -βέβηκα, 3pl. -βεβᾶσι E.Hel.622, Ion. inf. -βεβάναι Hdt.3.146: pf. inf. Pass. -βεβάσθαι Th. 8.98: aor. 2 συνέβην (v. infr.): aor. 1 subj. Pass. ξυμβᾰθῇ Id.4.30:— stand with the feet together, Hp.Off.3; διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14; συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3.    2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37.    3 meet, σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8; τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136 (dub.); σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel.1007.    4 attack jointly, ἐπὶ Ναξίους Parth.9.1.    II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι σ. agree on (i.e. to accept) less, POxy.237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj., ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra.175; ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36; τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98: c. inf., συνέβησαν ἐς τὠυτὸ... τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13; ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται, . . δοῦλον εἶναι ib.103; ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4; ξ. πρὸς Νικίαν . . ἐπιτρέψαι Id.4.54; also συνέβησαν . . ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt.337e; λόγοις σ., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr.233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867; ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19; ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph.590 (troch.): in pf. συμβεβάναι and Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146; ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98; ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ Id.4.30.    2 agree with, be on good terms with, οὐ . . Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra.807; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62.    3 of things, tally, correspond with, ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116; ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3; ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9; εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch.210: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib.580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq.220, cf. S. Tr.1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12; αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν σ. comes to the same thing as... Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8.    4 fall to one's lot, c. dat. pers., μοι σ. ἆται E.IT148 (lyr.), etc.; ἡδοναί τινι Isoc.15.222; τριηραρχία μοι D. 47.49; ἀτυχία Id.57.65; εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121.    5 to be an attribute or characteristic of, ξυνεβεβήκει . . Ἀθηναίοις τοῦτο Th. 2.15; τὰ ὀφείλοντα ταῖς ἀρίσταις συμβεβηκέναι τιτθαῖς Sor.1.87, cf.91, 2.6.    III of events, come to pass, fall out, happen, συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers.802; τῶνδε ναμέρτεια σ. S.Tr.173; ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R.592a; αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti.120e; εἰ καιρὸς σ. X.Eq.Mag.2.5; χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11; τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist, ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra.398b, cf. A.D.Pron.29.15: but,    b mostly impers., sts. c. dat. et inf., αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103, cf. 3.50, Th.1.1; συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2 (iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf., συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166, cf. Th.8.25; συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476; σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph.1017a11; folld. by ὥστε, S.Tr.1152, Th.4.79, Arist.Pol.1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph.244d, Phlb.42d, Cra.412a.    c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm.128c; τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43; τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13; ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13.    2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way, ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT1055; τὰ μητρὸς . . ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El.262; ταῦτα . . λαμπρὰ σ. Id.Tr. 1174; ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι . . ἀληθεῖς E.Hel.622; ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr.396; σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg.479c, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e; δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ . . Th.2.17; τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg.903d: abs., turn out well, ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3; εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg.744a.    3 of consequences, come out, result, follow, δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ' ὦν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει Th.8.45; κάλλιστον δὴ ἔργων ὑμῖν ξυμβήσεται Id.6.33; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192; δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583; ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8, cf. 481.2, al. (iii B.C.).    b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg.459b, etc.; σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top.156b38, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht.170c, Phd.74a, Arist.EN1152b25, al.; also σ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael.270a5: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο σ. Pl.Phd.67c, cf. 80b, Cra.396a, Phlb.55a, 64e, Prm.134b, R.438e; ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt.301e: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2).    IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses:    1 a contingent attribute or 'accident' (in the modern sense), Arist. APo.73b4, Top.102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός 'accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph.192b22, cf. Metaph.1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo.71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An.406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180.    2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof, οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph.1025a31; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo.83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ σ. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.; σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.

German (Pape)

[Seite 976] (s. βαίνω), 1) die Füße zusammenhalten, mit geschlossenen Füßen dastehen, nur im perf., daher διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες, Xen. Eq. 1, 14; ἀνδριὰς συμβεβηκώς, eine Bildsäule mit zusammenstehenden, nicht getrennten Füßen. – 2) zusammentreten, -kommen, hingehen, Τίρυνθι συμβέβηκεν, Soph. Trach. 1142; ὃν οὐδαμοῦ φῂς οὐδὲ συμβῆναι ποδί, Ai. 1260; bes. um sich mit Einem zu besprechen, um mit ihm zu unterhandeln; sich aussöhnen, ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους, Ar. Vesp. 867; Her. 1, 13. 82; dah. übereinkommen, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι, 3, 146; πολλὰ ἐν ἀλλήλοις εἰπόντων καὶ οὐδὲν ξυμβάντων, Thuc. 5, 36; sich aussöhnen, μετεμέλοντο ὅτι μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ καλῶς παρασχὸν οὐ ξυνέβησαν, 5, 14, dah. ξυμβήσεσθαι im Ggstz von πολεμήσειν, 5, 38. 81, auch π ρός τινα, 1, 103; übereinstimmen, εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις, Aesch. Ch. 208; ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, 573; φανῶ δ' ἐγὼ τούτοισι συμβαίνοντ' ἴσα μαντεῖα καινά, Soph. Tr. 1154; λόγοις συμβάς, Eur. Med. 737, vgl. Andr. 232; χρησμοὶ συμβαίνουσι, Ar. Equ. 220; auch = in Erfüllung gehen, von Orakeln, καὶ δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ προσεδέχοντο, Thuc. 2, 17; Ἀθηναίοισιν οὐ συνέβαιν' Αἰσχύλος, er ging nicht mit ihnen um, od. fand keinen Gefallen an ihnen, Ar. Ran. 806; ἐὰν ξυμβῶ τί σοι, 175; im Aeußern einander entsprechen, ähneln, gleich sein, Her. 1, 116. 2, 3; vgl. M. Ant. 5, 8, οὕτως γὰρ συμβαίνειν ποτὲ ἡμῖν λέγομεν, ὡς καὶ τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν ἢ ταῖς πυραμίσι συμβαίνειν (passen) οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις ἐν ποιᾷ συνθέσει. Bei Poll. 8, 140 ist τὰ συμβαθέντα der Vertrag. – Bes. sich ereignen, zutreffen; Aesch. Pers. 788; ᾗ πρῶτα μὲν τὰ μητρὸς ἔχθιστα συμβέβηκεν, Soph. El. 254; αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται, Eur. I. T. 148; ἴσως ἅπαντα συμβαίη καλῶς, 1055. So von Her. an häufig in Prosa, gew. c. inf., Her. 6, 103. 9, 101, συνέβη μοι πορεύεσθαι, es traf sich, daß ich auf der Reise war, ich war eben auf der Reise; auch mit acc. c. inf., 7, 166 u. oft; bei Flgdn bes. vom Unglück, ἐάν τι συμβῇ, falls sich Etwas ereignen sollte, Dem. Lpt. 51, ein sehr gewöhnlicher Euphemismus, um nicht zu sagen, falls es schlecht gehen sollte. Selten im guten Sinne, von Statten gehen, Fortgang haben, Thuc. 3, 3, vgl. Poppo; u. Plat. εἴ μοι συμβαίνει τοῦτο ἢ καὶ ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, Legg. V, 744 a; καλῶς συμβῆναι, Xen. Cyr. 5, 4, 7; κακῶς, Mem. 1, 2, 63; πῶς χρήσιμον ἂν ξυμβαίη ἡμῖν δουλεῦσαι, Thuc. 5, 92; auch σκοποῦντί μοι συμβαίνει πιστεῦσαι, 1, 1, ich finde mich veranlaßt zu glauben; τὰ συμβάντα, Xen. An. 3, 1, 13; φοβοῦμαι, μή τι μεῖζον κακὸν τῇ πόλει συμβῇ, Mem. 3, 5, 17; πολέμου κακῶς συμβάντος, da er einen üblen Ausgang genommen, 1, 2, 63; oft ist es wie τυγχάνω eine Umschreibung für εἶναι, nur die Behauptung milder ausdrückend, als zufälliges Ergebniß, ἆρ' οὖν συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία καὶ τὸ ἀδικεῖν, Plat. Gorg. 479 c, u. oft, bes. mit εἶναι u. γίγνεσθαι oder ὄν u. γιγνόμενον, u. oft bei Pol.; τὸ συμβεβηκός, zufälliger Umstand, der nicht nothwendig zum Wesen des Dings gehört, aber an ihm sich ereignet, eintritt, Arist. oft, vgl. topic. 1, 3; – zusammentreffen, von Summen beim Rechnen, Dem. 19, 60; und in der Dialektik von Schlußfolgen, die sich aus den Vordersätzen ergeben, τί ἡμῖν συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων, Plat. Gorg. 498; Theaet. 170 c u. oft. Bei Arist. gewöhnlich, wenn er aus den Sätzen anderer Philosophen widerlegende Consequenzen zieht.

Greek (Liddell-Scott)

συμβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα, γ΄ πληθ. συγκεκομμ. -βεβᾶσι Εὐρ. Ἑλ. 622· Ἰων. ἀπαρ. -βεβάναι Ἡρόδ. 3. 146 παθ. πρκμ. ἀπαρ. -βεβάσθαι Θουκ. 8. 98· ἀόρ. β΄ συνέβην, ἀπαρ. συμβῆναι· παθ. ἀόρ. α΄ ὑποτ. ξυμβαθῇ Θουκ. 4. 30. Ἵσταμαι ἔχων τοὺς πόδας ἡνωμένους, ἀντίθετον τῷ διαβαίνειν, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες Ξεν. Ἱππ. 1. 14· συμβεβηκὼς ἄμφω τὼ πόδε Πολυδ. Γ΄, 91· συμβᾶσα τὼ πόδε, ἀντίθετον τῷ περιβάδην (πρβλ. συμβάδην), Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1· ἀνδριὰς συμβεβηκώς, ἔχων τοὺς πόδας κλειστούς, ἡνωμένους, ὡς τὰ παλαιότερα ἀγάλματα κατὰ τὴν πρώτην περίοδον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης, Müller Archäol. d. Kurst § 68 3. 2) ἵσταμαι ὁμοῦ ἢ πλησίον ὥστε νὰ βοηθήσω, βοηθῶ, συμβῆναι ποδὶ Σοφ. Αἴ. 1281, πρβλ. 1237· σ. κακοῖς, ἐνοῦμαι μετ’ αὐτῶν, συνεργῶ εἰς αὔξησιν τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἑλ. 37. 3) βαίνω ὁμοῦ ἢ συναντῶ, τὸν συμβαίνοντά σοι Εὔπολις ἐν «Διαιτῶντι» 1· σ. αὐτοὶ αὑτοῖς Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 17· ἡ Κύπρις δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη, συμβέβηκε δ’ οὐδαμοῦ, οὐδαμοῦ συνηντήθη μετ’ ἐμοῦ, οὐδεμίαν σχέσιν ἔσχον μετ’ αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 1007. ΙΙ. συνηθέστατα μεταφορ., ἔρχομαιβαδίζω ὁμοῦ, ἔρχομαι εἰς συμφωνίαν ἢ συνεννόησιν, συμφωνῶ, Λατ. convenire, Ἡρόδ. 1. 13. 82, Εὐρ. Φοίν. 71, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ., κτλ.· Τίρυνθι συμβέβηκε, συνεφώνησε πρὸς τοὺς Τιρυνθίους, Σοφ. Τρ. 1152 πρός τινα Θουκ. 4. 61, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἢν ξυμβῶ τί σοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 175· ἢν τι ξυμβαίνωσι Θουκ. 2. 5· ξ. τὰ πλείω, οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 117., 5. 36· τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις ὁ αύτ. 8. 98· ― μετ’ ἀπαρ., συνέβησαν ἐς τωὐτό..., τὸν δὲ βασιλεύειν Ἡρόδ. 1. 13· σ. ὑπήκοοι εἶναι Θουκ. 1. 117· ξ. ἤν τις ἁλίσκηται..., δοῦλον εἶναι αὐτόθι 103· σ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Θουκ. 2. 4· σ. πρὸς Νικίαν… ἐπιστρέψαι ὁ αὐτ. 4. 54· ὡσαύτως, συνέβησαν... ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Ἡρόδ. 1. 82· σ. εἰς τὸ μέσον, συμφωνῶ πρός τινα συμβιβασμόν, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε· λόγοις σ., ἐπὶ προφορικῆς συμφωνίας ἢ συνεννοήσεως, Εὐρ. Μήδ. 737· ἀλλ’ ἐν Ἀνδρ. 233, πιθ. συμφωνῶ μὲ τοὺς λόγους αὐτῆς· ― καθόλου, συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι, τινὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· ἐκ πολέμου ξυμβ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 867 ἀπὸ τοῦ ἴσου Θουκ. 4. 19· ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Φοίν. 590· ― ἐν τῷ πρκμ. συμβεβάναι καὶ παθ. ἐπὶ τῶν ὅρων τῆς συμφωνίας, ἔχω συμφωνηθῆ, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι (ἂν καὶ τὸ πάντα δύναται νὰ εἶναι οὐδέτ. ἐπίθετ. ἀποδιδόμενον εἰς τὸ σ.), Ἡρόδ. 3. 146· ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Θουκ. 8. 98 ἕως ἂν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ ὁ αὐτ. 4. 30, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 140. 2) συμφωνῶ μετά τινος, διάκειμαι φιλικῶς, διατελῶ ἐν φιλίᾳ, οὐ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν’ Αἰσχύλος Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων, λαμβάνω τὸ μέρος τῆς μιᾶς τῶν μερίδων, Διον. Ἁλ. 2. 62. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀντιστοιχῶ πρός τι, Λατ. quadrare, ὁ χρόνος τῇ ἡλικίῃ συμβαίνει Ἡρόδ. 1. 116· ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Ἡρόδ. 2. 3, πρβλ. Λυσί. 113. 10· ἐς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις Αἰσχύλ. Χο. 210· τῷ παντὶ Πλάτ. Νόμ. 903D ― ἀπολ., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Αἰσχύλ. Χο. 580· οἱ λόγοι σ. Εὐριπ. Ἑλ. 622· χρησμοί τε συμβαίνουσι, συμφωνοῦσι, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 220, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1164· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, συμβαίνει αὐτὸ εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην Δημ. 360. 5 τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα, καταντᾷ εἰς 12, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 1. 343· ― ἐπὶ τοιχοδομίας, ἁρμόζω, προσαρμόζομαι ἀκριβῶς, «τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσι... συμβαίνειν οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις τῇ ποιᾷ συνθέσει» Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 8. 4) πίπτω εἰς τὸν κλῆρον τινός, μετὰ δοτικ. προσ., ἆται σ. μοι Εὐριπ. Ι. Τ. 148· ἡδοναί τινι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 222· τριηραρχία μοι Δημ. 1154, 11· ἀτυχία ὁ αὐτ. 1319. 10· εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρὸν ὁ αὐτ. 493, ἐν τέλει. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω, γίνομαι, Λατ. contingere, συμβαίνει δ’ οὐ τὰ μέν, τὰ δ’ οὔ Αἰσχύλ. Πέρσ. 802· τῶνδε ναμέρτεια σ. Σοφ. Τρ. 173· ἐὰν μὴ θεία τις ξ. τύχη Πλάτ. Πολ. 592Α· αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 120Ε· εἰ καιρὸς σ. Ξεν. Ἱππαρχ. 2, 5· χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν Δημ. 12. 15· ― ὡσαύτως εὐφημ., ἄν τι ξυμβῇ (δηλ. κακόν τι), ὁ αὐτ. 551. 15· ― καθόλου, συμβαίνω, εὑρίσκομαι, ὑπάρχω, ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ Πλάτ. Κρατ. 398Β· ― ἀλλά, β) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπροσ., ἐνίοτε μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι Ἡρόδ. 6. 103; πρβλ. 3. 50, Θουκ. 1. 1· ἄλλοτε μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη Γέλωνα νικᾶν Ἡρόδ. 7. 166, πρβλ. Θουκυδ. 8. 25, κτλ.· παρὰ Πλάτ. συχνάκις συμβαίνει εἶναι ἢ γίγνεσθαι, συμβαίνει νὰ εἶναι, δηλ. εἶναι, κάθαρσις εἶναι τοῦτο σ. Φαίδων 67C, πρβλ. Κρατ. 396Β· ὅσα ξυμβαίνει γίγνεσθαι καὶ ὅσα ξυμβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε· σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 1· μετὰ τοῦ ὥστε, Σοφ. Τρ. 1152, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 5· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ μετοχ., σ. ὄν, γιγνόμενον Πλάτ. Σοφ. 224D, Φίληβ. 42D. γ) τὸ συμβεβηκός, τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Πλάτ. Παρμ. 128C, Δημ. 89. 27· οὕτω, τὰ συμβαίνοντα Ξεν. Κύρ. 1. 6. 43· τὰ συμβάντα Ξενοφ. Ἀν. 3. 1, 13· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος εἰληφέναι τὴν προσηγορίαν Πολύβ. 10. 28, 7· ― κατὰ συμβεβηκός, ἐκ συμβεβηκότος, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 5, κ. ἀλλ. (ἴδε κατωτ. IV)· οὕτω, τοῦ συμβαίνοντός ἐστι, εἶναι ὑπόθεσις καθημερινή, Ἰσαῖ. 47. 40. 2) συνάπτεται μετὰ ἐπιρρημάτων ἢ ἐπιθέτων, ἀποβαίνω κατά τινα τρόπον, ὀρθῶς σφι συνέβαινε ἡ φήμη ἐλθοῦσα Ἡρόδοτ. 9. 101· κακῶς, καλῶς ξυμβῆναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 63, Κύρ. Παιδ. 5. 4, 14, Εὐρ. Ι. Τ. 1055· τὰ ματρὸς ἔχθιστα συμβέβηκε Σοφ. Ἠλ. 262· ταῦτα... λαμπρὰ σ. αὐτόθι 1164· συμβεβᾶσιν οἱ λόγοι... ἀληθεῖς Εὐριπ. Ἑλ. 622· ἄπιστ’ ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 1· σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Πλάτ. Γοργ. 479C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 130C, Κρατ. 398Ε· τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυνέβη Θουκ. 2. 17· τοιούτου ξυμβαίνοντος τοῦδε ὁ αὐτ. 1. 74· ξυνέβη τις αὐτοῖς ὥστε..., ὁ αὐτ. 4. 79· ― ἀπολ., ἀποβαίνω καλῶς, Λατιν. succedere, ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα ὁ αὐτ. 3. 3· εἴ μοι σ. τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 744Α. 3) ἐπὶ ἐπακολουθήματος, ἐπακολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ’ ὧν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει Θουκ. 8. 45· κάλλιστον δ’ ἔργων ἡμῖν ξυμβήσεται ὁ αὐτ. 6. 33. β) ἐπὶ λογικῆς ἀκολουθίας, ἀκολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, ἕπομαι ὡς συμπέρασμα, συχνάκις παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ὡς ἐν Φαίδωνι 74Α, Γοργ. 459Β, κτλ.· σ. ἐκ τῶν κειμένων Ἀριστ. Τοπ. 8. 1. 17, κ. ἀλλ.· ― ἀπροσ., ἕπεται, ἀκολουθεῖ, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλάτ. Θεαίτ. 170C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Δημ. 792. 7· ὡσαύτως, σ. ὅτι ἀδύνατον [ἐστί τι] Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 3. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὸ συμβεβηκὸς ἔχει πολλὰς σημασίας: 1) τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 6, Τοπ. 1. 5, 8, κ. ἀλλ.· κατὰ συμβεβηκός, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Φυσ. 2. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 1, κ. ἀλλ.· τῷ ἁπλῶς, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 2, 1, κ. ἀλλ.· τῷ φύσει, π. Ψυχ. 1. 3, 4. 2) πᾶν τὸ ἐνυπάρχον ἔν τινι, εἴτε ποιότητα ἐκφέρον εἴτε τυχαίαν ἰδιότητα ἀναγκαίως ἐπακολουθοῦσαν ἐκ τῆς ἐννοίας πράγματός τινος, ὥστε νὰ μὴ εἰσέρχηται εἰς τὴν οὐσίαν ἢ τὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ, οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 30, 4· διακρίνεται δὲ διὰ τῆς προσθήκης τοῦ καθ’ αὑτό, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22. 8, Τοπ. 1. 8, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. Trendel. de An. 1. 1. 1.