ξύλον: Difference between revisions
(strοng) |
(T21) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[another]] [[form]] of the [[base]] of [[ξέστης]]; [[timber]] (as [[fuel]] or [[material]]); by [[implication]], a [[stick]], [[club]] or [[tree]] or [[other]] [[wooden]] [[article]] or [[substance]]: [[staff]], [[stocks]], [[tree]], [[wood]]. | |strgr=from [[another]] [[form]] of the [[base]] of [[ξέστης]]; [[timber]] (as [[fuel]] or [[material]]); by [[implication]], a [[stick]], [[club]] or [[tree]] or [[other]] [[wooden]] [[article]] or [[substance]]: [[staff]], [[stocks]], [[tree]], [[wood]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=ξύλου, τό (from [[ξύω]] to [[scrape]], [[plane]]), from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for עֵץ;<br /><b class="num">1.</b> [[wood]]: [[universally]], [[ξύλον]] θύϊνον, [[that]] [[which]] is made of [[wood]], as a [[beam]] from [[which]] anyone is suspended, a [[gibbet]], a [[cross]] (A. V. [[tree]], [[which]] [[see]] in B. D. American edition), עֵץ, [[καλόν]], ξυλοπεδη, [[ποδοκάκη]], [[ποδοστράβη]], Latin nervus, by [[which]] the Latin renders the [[Hebrew]] סַד, a [[fetter]], or [[shackle]] for the feet, Job (B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Stocks)): [[Herodotus]] 6,75; 9,37; [[Aristophanes]] eq. 367,394, 705); a [[cudgel]], [[stick]], [[staff]]: plural, [[Herodotus]] 2,63; 4,180; [[Demosthenes]], p. 645,15; [[Polybius]] 6,37, 3; Josephus, b. j. 2,9, 4; Herodian, 7,7, 4).<br /><b class="num">2.</b> a [[tree]]: ξυλος τῆς ζωῆς, [[see]] [[ζωή]], 2b., p. 274{a}. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 28 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό (pl. spelt
A ξύλεα Abh. Berl. Akad. 1928(6).32 (Cos, v B. C.)), wood cut and ready for use, firewood, timber, etc., Hom., mostly in pl., Il.8.507,547, Od.14.418 ; ξ. νήϊα ship-timber, Hes.Op. 808 ; ξ. ναυπηγήσιμα Th.7.25, X.An.6.4.4, Pl.Lg.706b, D.17.28 ; ξ. τετράγωνα logs cut square, Hdt.1.186, cf. Pl.Prt.325d, Arist.EN 1109b7. 2 in pl., also, the wood-market, ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ar.Fr. 403. II in sg., piece of wood, log, beam, post, once in Hom., ξ. αὖον . . ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Il.23.327 ; ξ. σύκινον spoon made of fig wood, Pl.Hp.Ma.291c ; peg or lever, Arist.MA701b9 ; perch, ἐπὶ ξύλου καθεύδειν Ar.Nu.1431 : by poet. periphr., Ἀργοῦς ξύλον A.Fr.20 ; ἵπποιο κακὸν ξ., of the Trojan horse, AP9.152 (Agath.) : hence anything made of wood, as, 2 cudgel, club, Hdt.2.63,4.180, Ar.Lys.357, PHal.1.187 (iii B.C.); μετὰ ξύλων εἰσπηδῆσαι PTeb.304.10 (ii A.D.); ξύλοις συντρίψειν Luc.Demon.50 ; of the club of Heracles, Plu.Lyc.30. 3 an instrument of punishment, a wooden collar, put on the neck of the prisoner, ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ar.Nu.592 ; ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι . . τὸν αὐχένα Id.Lys.680 ; or, b stocks, in which the feet were confined, Hdt.9.37, 6.75, Ar.Eq.367, D.18.129 ; ξ. ἐφέλκειν Polyzel.3 ; ἐν τῷ ξ. δεδέσθαι Lys.10.16 (v. ποδοκάκκη), cf. Act.Ap.16.24, OGI483.181 (Pergam., ii A.D.) : also in pl., ἔδησεν ἐν τοῖς ξ. And.1.45. c πεντεσύριγγον ξύλον (v. sub voc.) was a combination of both, with holes for the neck, arms, and legs, Ar.Eq.1049. d gallows, κρεμάσαι τινὰ ἐπὶ ξύλου LXX De.21.22 ; ξ. δίδυμον ib.Jo.8.29 : prov., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, i.e. if one must be hanged, at least let it be on a noble tree, App.Prov.2.67, cf. Ar.Ra.736 ; in NT, of the cross, Act.Ap.5.30,10.39. e stake on which criminals were impaled, Alex.222.10. 4 bench, table, esp. money-changer's table, D.45.33. 5 πρῶτον ξύλον front bench in the Athenian theatre, Ar.Ach.25, V.90, cf. Sch.adlocc. : hence οὑπὶ τῶν ξύλων the official who had to take care of the seats, Hermipp.9 (according to Meineke). 6 the Hippocratic bench, Hp.Fract.13, Art.72. III of live wood, tree, [ὄρος] δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις X.An.6.4.5, cf. Call.Cer.41, Agatharch.55, LXX Ca.2.3, al. : opp. σάρξ, Thphr.HP1.2.6,al. ; τῷ ξ. τοῦ δένδρου ἀνάλογον τὴν λεγομένην εἶναι γῆν Plot.6.7.11 ; τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου E.Cyc.572; εἴρια ἀπὸ ξύλου, of cotton, Hdt.3.47 ; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα Id.7.65, cf.Poll.7.75. IV of persons, blockhead, APl.4.187 ; of a stubborn person, σίδηρός τις ἢ ξ. πρὸς τὰς δεήσεις Ach.Tat.5.22. V a measure oflength, = 3 (also 2 2/3) cubits, the side of the ναύβιον, Hero *Geom.23.4,11, POxy.669.11,28 (iii A.D.), 1053 (vi/vii A.D.).
German (Pape)
[Seite 281] τό, das Holz (von ξύω), das abgehauen ist, zum Verbrennen oder zu anderer Benutzung für den Haus- und Schiffbau; ὑπὸ δὲ ξύλα κάγκανα κεῖται, Il. 21, 364; ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον, Il. 18, 347; oft so im plur., κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ, Od. 14, 418; nur einmal bei Hom. im singul., Il. 23, 327; ξύλον ξύλῳ ποτίκολλον, Pind. frg. 280; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Tr. 697; ξύλα νήϊα, Schiffbauholz, Hes. O. 810, vgl. νήϊος; ναυπηγήσιμα, Plat. Legg. IV, 706 b; ξύλα τετράγωνα, Balken, Her. 1, 186. Ganz allgemein, καὶ λίθῳ καὶ ξύλῳ καὶ ἀνθρώπῳ, Plat. Hipp. mai. 291 c; λίθους καὶ ξύλα Gorg. 468 a. – Uebh. alles aus Holz Gemachte, Stock, Knittel, Her. 2, 63. 4, 180, wie Sp., Pol. 6, 36, 3; Plut. vom Herakles δέρμα καὶ ξύλον ἔχων, Lycurg. 30; ξύλοις συντρίψειν, Luc. Demon. 50. – Besond. ein bei Sklaven gebrauchtes Zwangs-und Strafwerkzeug, in welches der Hals oder die Füße eingespannt wurden, τετρημένον, Ar. Lys. 680; ξύλῳ δῆσαί τινα, auch ἐν ξύλῳ, Equ. 367. 702; Her. 9, 37; Andoc. 1, 45; ἐν ξύλῳ δεδέσθαι, Lys. 10, 16, mit ποδοκάκη zusammen; Folgde; ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα, Ar. Ran. 716; auch Wahnsinnige oder Tolle wurden in dies Holz gesteckt, Her. 6, 75. – Πρῶτον ξύλον ist im athenischen Theater die vorderste, unterste Sitzbank; denn die Sitze waren vor Alters von Holz, der Name blieb aber auch in dem von Stein gebau'ten Theater; es saßen die Prytanen und Magistrate darauf, Ar. Ach. 25 Vesp. 90. – Vom Kreuz, an das die Verbrecher geheftet werden, N. T.; vgl. auch Alexis bei Ath. IV, 134 a. – Von lebendigem Holze, der Baum, bei alexandrinischen Dichtern, Callim. u. A. Doch nennt Her. 3, 47 die Baumwolle schon εἴρια ἀπὸ ξύλου; vgl. Poll. 7, 75. Oefters der Baumwollenbaum bei Sp.; εἵματα ἀπὸ ξύλων bei Her. 7, 65 scheinen Kleider aus Bast, βίβλος zu sein. – Uebertr., ein hölzerner, stumpfsinniger Mensch, s. Iac. Ach. Tat. p. 815. – Auch ein bestimmtes Längenmaaß hieß so, = 3 πήχεις, 41/2 Fuß, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
ξύλον: [ῠ], τό, (ἴσως ἐκ τοῦ ξύω), ξύλον κεκομμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, ξύλον πρὸς καῦσιν, οἰκοδομήν, κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ κατὰ τὸ πλεῖστον κεῖται ἐπὶ ξύλων πρὸς καῦσιν χρησίμων, καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Θ. 507, 547, κ. ἀλλ. (πρβλ. ἄξυλος)˙ ξύλα νήια, πρὸς ναυπηγίαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 806˙ ξ. ναυπηγήσιμα Θουκ. 7. 25, Ξεν., κλ.˙ ξ. τετράγωνα, ξύλα κεκομμένα τετράγ., Ἡρόδ. 1. 186. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως ἡ τῶν ξύλων ἀγορά, ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τεμάχιον ξύλου, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ, ξ. αὖον... ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Ἰλ. Ψ. 327˙ - ξύλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου κοιμῶνται ὄρνιθες, ἐπὶ ξύλον καθεύδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1431˙ - κατὰ ποιητ. περίφρασιν, Ἀργοῦς ξύλον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 19˙ ἵπποιο κακὸν ξ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152˙ - ἐντεῦθεν, πᾶν πρᾶγμα ἐκ ξύλου κατεσκευασμένον, ὡς, 2) ῥάβδος, βακτηρία, ῥόπαλον, Ἡρόδ. 2. 63., 4. 180, Ἀριστοφ.˙ ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. 3) κολαστήριον ὄργανον, α) βαρὺς κλοιὸς ἐκ ξύλου τιθέμενος ἐπὶ τοῦ αὐχένος τοῦ κολαζομένου, ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Νεφ. 592˙ ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι... τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 680˙ ἤ, β) ξύλινα ποδόδεσμα, ἐν οἷς ἐκλείοντο οἱ πόδες, ποδοκάκκη, Ἡρόδ. 9. 39, καὶ οὕτω πιθαν. 6. 75, Ἀριστοφ. Ἱππ. 367˙ ξ. ἐφέλκειν Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1 - Λυσίας λέγει ὅτι τοῦτο (δηλ. τὴν ποδοκάκκην) ἐσήμαινεν ἡ νομικὴ φράσις: ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24. γ) τὸ πεντεσύριγγον ξύλον (ἴδε ἐν λέξ.) ἦτο ὁ συνδυασμὸς ἀμφοτέρων μετὰ ὀπῶν διὰ τὸν τράχηλον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049· πρβλ. χοῖνιξ ΙΙ, κλοιός, κύφων. 4) σανὶς ἢ δοκός, εἰς ἣν οἱ κακοῦργοι ἐδένοντο, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1. 10, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 148˙ καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ σταυρός, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 30, ι΄, 39, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΚΑ΄, 22 κ.ἑξ.)˙ - παροιμ., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, δηλ. ἂν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαγχονισθῇ τις, τοὐλάχιστον νὰ ἀπαγχονισθῇ ἐκ κλάδου δένδρου ἀξιολόγου, Παροιμιογρ. σ. 138˙ καθ’ ὃ ἑρμηνευτέα ἡ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 736˙ οὕτως, Aeneae magni dextra cadis, Οὐεργιλίου Αἰνειὰς 10. 830, πρβλ. 11. 689. 5) σανίς, τράπεζα, μάλιστα ἀργυραμοιβοῦ, Δημ. 1111. 22. 6) πρῶτον ξύλον, ἡ πρώτη σειρὰ βάθρων τοῦ ἐν Ἀθήναις θεάτρου, ἐφ’ ἧς ἐκάθηντο οἱ πρυτάνεις (ὅθεν καὶ ἐκαλοῦντο πρωτόβαθροι)· ἡ φράσις προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι κατ’ ἀρχὰς τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ καθίσματα ἦσαν ἐκ ξύλου, διετηρήθη δὲ καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ λίθου, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 25, Σφ. 90· ἐντεῡθεν, οὑπὶ τῶν ξύλων, ὁ ὑπάλληλος ὁ φροντίζων περὶ τῶν ἑδωλίων, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙΙ. ἐπὶ δένδρου, [[[ὄρος]]] δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς ξύλοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 5· ἀλλὰ τοῦτο σπάνιον πλὴν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις, ὡς Καλλ. εἰς Δήμ. 41· ― ἂν καὶ ὁ Εὐρ. λέγει τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου, Κύκλ. 572· καὶ ὁ Ἡρόδ. 3. 47, καλεῖ τὸν βάμβακα εἴρια ἀπὸ ξύλου, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 75· ― ἀλλὰ τὸ εἵματα ἀπὸ ξύλων, Ἡρόδ. 7. 65, ἐκλαμβάνει ὁ Winckelm. ὡς σημαῖνον ἐνδύματα ἐκ φλοιοῦ τῆς βύβλου. IV. ξυλοκέφαλος, ἠλίθιος ἄνθρωπος, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 815. V. μέτρον ἐκτάσεως, = 3 πήχ., Ἥρων ἐν Cotel. Monum. 4. σελ. 313.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. bois, particul.
1 bois mort, souche, tronc ou morceau de bois ; τὰ ξύλα morceaux de bois ; particul. bois de construction pour navires;
2 bois sur pied, tronc d’arbre, arbre;
II. tout objet en bois :
1 bâton;
2 massue;
3 instrument de supplice pour esclaves, càd carcan, entraves pour les pieds.
Étymologie: R. Ξυ racler ; v. ξύω, ξέω.
English (Autenrieth)
(ξύω): mostly pl., wood, not standing, but cut; sing., trunk of a tree, Il. 23.327.
English (Slater)
ξύλον
1 wood ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
Spanish
English (Strong)
from another form of the base of ξέστης; timber (as fuel or material); by implication, a stick, club or tree or other wooden article or substance: staff, stocks, tree, wood.
English (Thayer)
ξύλου, τό (from ξύω to scrape, plane), from Homer down; the Sept. for עֵץ;
1. wood: universally, ξύλον θύϊνον, that which is made of wood, as a beam from which anyone is suspended, a gibbet, a cross (A. V. tree, which see in B. D. American edition), עֵץ, καλόν, ξυλοπεδη, ποδοκάκη, ποδοστράβη, Latin nervus, by which the Latin renders the Hebrew סַד, a fetter, or shackle for the feet, Job (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Stocks)): Herodotus 6,75; 9,37; Aristophanes eq. 367,394, 705); a cudgel, stick, staff: plural, Herodotus 2,63; 4,180; Demosthenes, p. 645,15; Polybius 6,37, 3; Josephus, b. j. 2,9, 4; Herodian, 7,7, 4).
2. a tree: ξυλος τῆς ζωῆς, see ζωή, 2b., p. 274{a}.