νεανίας
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ου, Ep. and Ion. νεηνίης, εω, ὁ, dat. pl.
A νεανίοις IG9(2).205.25 (Phthiotis, iii B.C.): (νεάν):—young man, Hom. (only in Od.) always with ἀνήρ, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς Od.10.278; ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι 14.524; παῖδες νεηνίαι Hdt.1.61, cf.7.99; ν. γαμβρός Pi.O.7.4; τέκτονες κώμων ν. Id.N.3.5: without a Subst. in Hdt.1.37,43, S.OC 335, El.750, E.Alc.698, X.Mem.3.1.2, etc. 2 freq. with the sense of a youth in character, i.e. either in good sense, impetuous, active, E.Ion 1041, cf. Ar.V.1333, X.Cyr.1.3.6, D.18.313; or in bad sense, hot-headed, wilful, headstrong, E.Supp.580; ἓν μὲν τοίνυν τοῦτο . . πολίτευμα τοῦ νεανίου τούτου D.18.136, cf. Pl.Sph.239d. II as masc. Adj., youthful, νεανίαι τὰς ὄψεις Lys.10.29. 2 of things, etc., new, young, fresh, νεανίαις ὤμοισι E.Hel.1562; ν. θώρακα καὶ βραχίονα Id.HF1095; ἄρτος Ar.Lys.1207; ν. λόγοι rash, wilful words, E.Alc.679. [νεανιῶν is trisyll. in Ar.V.1069; cf. νεανικός.]
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνίας: -ου, Ἐπικ. καὶ Ἰων. νεηνίης, εω, ὁ· (νεάν, νέος)· - νέος τὴν ἡλικίαν, νεανίσκος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.) ἀείποτε μετὰ τοῦ ἀνήρ, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικὼς Ὀδ. Κ. 278· ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι Κ. 524: οὕτω παῖς νεηνίης Ἡρόδ. 1. 61., 7. 99· γαμβρὸς ν. Πινδ. Ο. 7. 4· τέκτονες ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 8· ἀλλὰ μόνον παρ’ Ἀττ., ὡς τὸ νεανίσκος, Σοφ. Ο. Κ. 335, Ἠλ. 750, Εὐρ., κτλ.· πρβλ. νεανίσκος. 2) συχν. ἐπὶ τῆς σημασ. νέος τὸν χαρακτῆρα δηλ. ἢ ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁρμητικός, γενναῖος, δραστήριος, Εὐρ. Ἴων 1041, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1333, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6, Δημ. 329. 23· ἢ ἐπὶ κακῆς, θερμοκέφαλος, αὐθάδης, ἰσχυρογνώμων, Εὐρ. Ἱκέτ. 580· ἓν μὲν τοίνυν τοῦτο... πολίτευμα τοῦ νεανίου τούτου Δημ. 271. 19, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 239D· πρβλ. νεανικός Ι. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ., νεανίαι τὰς ὄψεις Λυσ. 118. 33. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νέος πρόσφατος, ν. πόνος Εὐρ. Ἑλ. 209· νεανίαις ὤμοισι αὐτόθι 1562· ν. θώρακα καὶ βραχίονα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1095· ἄρτος Ἀριστοφ. Λυσ. 1208· ν. λόγοι, παράτολμοι, αὐθάδεις, Εὐρ. Ἀλκ. 679. - Μετὰ θηλ. οὐσιαστ., πρβλ. Λοβ. Παραλ. 268. [Ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1069, πρὸς ἀποφυγὴν συνιζήσεως τοῦ νεα- ἐν τῇ λέξει νεανιῶν· ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει νανιῶν, καὶ αὐτόθι 1067 νανικὴν ἀντὶ νεανικήν, - τύποι δικαιολογούμενοι ἐκ τῶν νῆνις, νῆ ἀντὶ νεᾶνις, νέᾱ].
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. adj. m.
1 jeune;
2 semblable à un jeune homme, càd fort comme un jeune homme ; en mauv. part hardi, audacieux;
II. ὁ νεανίας jeune homme.
Étymologie: νέος.
English (Slater)
νεᾱνῐας
1 young man φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ (O. 7.4) ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.5)
English (Strong)
from a derivative of νέος; a youth (up to about forty years): young man.
English (Thayer)
νεανίου, ὁ (from νέαν, and this from νέος; cf. μεγιστάν (which see), ξυνάν), from Homer down; Hebrew נַעַר and בָּחוּר; a young man: R G in 18 (so here WH text), 22; it is used as in Greek writings, like the Latin adulescens and the Hebrew נַעַר (Lob. ad Phryn., p. 213; (Diogenes Laërtius 8,10; other references in Stephanus' Thesaurus, see under the words, νεᾶνις, νεανίσκος): Acts 7:58.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νεάνις και νεάνιδα (ΑΜ νεανίας, θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. νεηνίης, θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. νῆνις)
νεαρός ως προς την ηλικία
μσν.
πολεμιστής
αρχ.
1. (με καλή σημ.) ορμητικός, γενναίος, δραστήριος
2. (με κακή σημ.) προπετής, αυθάδης, υβριστής
3. (για λόγια) τολμηρός, παράτολμος
4. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που προσιδιάζει σε νεαρό άτομο, νεανικός
β) (για πράγματα) νωπός, φρέσκος, πρόσφατος («ὁ δ' ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῑν μάλα νεανίας», Αριστοφ.)
5. το θηλ. ως επίθ. (για γυναίκα) έγγαμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανής η σύνδεση του με το νέος, αλλ' ασαφής η διαδικασία παραγωγής του. Ίσως από αρχ. νεανός (που θεωρείται αμάρτυρος προσαυξημένος τ. του νέος, σχηματισμένος αναλογικά για εκφραστικούς λόγους, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό το αναλογικό του πρότυπο) + κατάλ. -ίας. Η λ. θα μπορούσε να προέλθει και από τον τ. νεάν, αν πρόκειται για αρχαίο τ. Κατ' άλλη άποψη, < νέος + θ. αν-, που συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. aniti «αναπνέω» και απαντά και στο ἄνεμος.
Greek Monotonic
νεᾱνίας: ὁ (νέος), -ου, Επικ. και Ιων. νεηνίης, -εω·
I. 1. νέος ως προς την ηλικία, νεαρός, πάντοτε μαζί με το ἀνήρ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, παῖς νεηνίης, σε Ηρόδ.· αλλά μόνο στην Αττ., όπως το νεανίσκος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. νεανικός ως προς το χαρακτήρα, δηλ. με θετική σημασία, ορμητικός, γενναίος, δραστήριος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ή με αρνητική σημασία, θερμοκέφαλος, αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Ευρ., Δημ.
II. λέγεται για πράγματα, πρόσφατος, καινούριος, νωπός, σε Ευρ.