οικείος

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ οἰκεῑος, -α, -ον, θηλ. και -ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, -η, -ον) οίκος
1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ.
β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῦ» — η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό, Λυσ.)
2. (για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που αποκλειστικά ανήκει σε κάποιον, ο δικός του, ιδιωτικός, ατομικός (α. «πρὸς οἰκείας χερός» — με το ίδιο του το χέρι
β. «οἰκεῑα κακά»)
3. αρμόδιος, κατάλληλος («στην οικεία θέση» — στην κατάλληλη, στην αρμόζουσα θέση)
4. αυτός που προσιδιάζει στην ιδιαίτερη φύση ή στον χαρακτήρα κάποιου πράγματος («οἰκεία ἡδονὴ τῆς τραγῳδίας», Αριστοτ.)
5. σχετικός με κάτι, αυτός που αναφέρεται σε κάτι («για να βεβαιωθώ, θα ανατρέξω στις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας»)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οικείοι
α) στενοί συγγενείς β) στενοί φίλοι
7. φιλικός, πολύ γνώριμος («αισθάνθηκα πιο ωραία, όταν βρέθηκα σε οικείο περιβάλλον»)
νεοελλ.
1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος καλά, γνωστός («όσα διάβασα μού ήταν οικεία»)
2. φρ. α) «οικείᾳ βουλήσει» — εκουσίως, αυτοπροαίρετα, αυτοβούλως
β) «εξ οικείων τα βέλη» — πολλές φορές τα πλήγματα προέρχονται από τους φίλους ή τους στενούς συγγενείς
αρχ.
1. σχετικός με την πατρίδα, με τη γενέτειρα, αυτός που έγινε μέσα στη χώρα («οἰκεῑοι πόλεμοι» — οι πόλεμοι τών ειλώτων που έγιναν μέσα στη Λακωνική, Θουκ.)
2. εγχώριος, ντόπιος («σῑτος οἰκεῑος καὶ οὐκ ἐπακτός», Θουκ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκεῑον
η συγγένεια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκεῑα
οι οικογενειακές, οι ιδιωτικές υποθέσεις
5. (στη στωική φιλοσοφία) αυτός που είναι φύσει προσφιλής στον άνθρωπο και στα ζώα, δηλαδή η ζωή («τὸ πρῶτον οἰκεῑον» — ό,τι αγάπησε ορμέμφυτα κανείς για πρώτη φορά, δηλ. η ζωή, Χρύσ. Στωικ.)
6. αυτός που ασχολείται συστηματικά με κάτι, που εντρυφεί σε κάτι, που σπουδάζει («οἰκεῑοι σοφίας», Στράβ.)
7. αυτός που επιδίδεται σε κάτι («οἰκεῑος καινοτομίας», Ιάμβλ.)
8. φιλικός, σύμμαχος, ευνοϊκά διατεθειμένος προς κάποιον («οὐδὲν οἰκεῑον, πάντα δ' ἡγοῡνται πολέμια», Πολ.)
9. φρ. α) «οἰκεῑον ὄνομα» — λέξη η οποία λαμβάνεται με την κυριολεκτική και όχι με τη μεταφορική της σημασία, Αριστοτ
β) «οἰκεῑα ζῴδια»
αστρολ. ζώδια του οίκου, της οικογένειας.
επίρρ...
οικείως και -α (ΑΜ οἰκείως, Α ιων. τ. οἰκηΐως)
1. με οικείο τρόπο
2. με οικειότητα, φιλικά
αρχ.
1. πρόθυμα
2. όπως πρέπει, όπως αρμόζει
3. με σεμνότητα, με ευπρέπεια, όπως προσιδιάζει σε στενό συγγενή
4. με τρόπο που εξυπηρετεί το συμφέρον κάποιου («οἰκείως τῇ πόλει», Θουκ.)
5. σύμφωνα με κάτι
6. (για λέξη) κατά γράμμα, κυριολεκτικά
7. φρ. «οἰκείως σχηματίζομαι»
(για πλανήτη) βρίσκομαι στη δική μου θέση, στην οικεία θέση.