ἀμελέω

From LSJ
Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελέω Medium diacritics: ἀμελέω Low diacritics: αμελέω Capitals: ΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: ameléō Transliteration B: ameleō Transliteration C: ameleo Beta Code: a)mele/w

English (LSJ)

[ᾰ], aor. ἠμέλησα, Ep.

   A ἀμ- Il., v. infr.: pf. ἠμέληκα X. Cyr.1.6.43: (ἀμελής):—have no care for, be neglectful of, in Hom. always c. neg. (not in Od.), οὐδ' ὣς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Il.17.697; οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος 8.330; οὐκ ἀμέλησε Πατρόκλοιο πεσόντος he lost not sight of Patroclus [in order to plunder him], 17.9:—after Hom., with and without neg., εἰ τούτων ἀμελήσει Hdt.2.121.γ, cf. Ar.Nu.989, Th.3.40, Pl.Lg.900b, al.; δόξης ἀμελῆσαι D.18.227; ἀμελήσας ὑμῶν 21.167; (τούτῳ is f.l. for τούτου in Lycurg.15); οὐκ ἐμοῦ τοῦ νομοθέτου ἀμελήσων ἀλλ' εἰς τὸν Κρόνον αὐτόν Luc.Sat.10.    2 abs., to be careless, negligent, Hes.Op.400, freq. in Att., Isoc.9.78, etc.; τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε A.Eu.86; πῶς ἐπὶ τοῖς φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν; S.El.237.    3 c. acc. rei, Hdt.7.163: c. acc. pers. et part., overlook: hence, allow, suffer, παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ lets them die, E.Ion439: c. gen., τοῦ ὀργίζεσθαι X.Mem.2.3.9.    4 c. inf., neglect to do, Hdt.2.66, Pl. Phd.98d, Lg.944d, al.    II Pass., to be slighted, overlooked, E.IA 1094, Th.1.68; ἐκφεύγει τἀμελούμενον S.OT111; οὐδ' ἐκεῖνά μοι ἀμελεῖται X.Oec.12.2; οἱ ἠμελημένοι ἄνθρωποι Th.2.49.    III pf. part. Pass. in med. sense, careless, Max.Tyr.8.7, 21.9. Adv. ἠμελημένως carelessly, X.An.1.7.19.    IV ἀμέλει, v. sub voc.

German (Pape)

[Seite 121] vernachlässigen, Hom. viermal, Iliad. 8, 330 Αἴας δ' οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος, 13, 419 ἀλλ' οὐδ' ἀχνύμενός περ ἑοῦ ἀμέλησεν ἑταίρου; 17, 9 οὐδ' ἄρα Πάνθου υἱὸς ἐυμμελίης ἀμέλησεν Πατρόκλοιο πεσόντος ἀμύμονος; 697 ἀλλ' οὐδ' ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν; – ebenso Aesch. Eum. 86, öfter in Suppl.; Eur. Hel. 45 Ion 1610; ἁ ἀρετὰ ἀμελεῖται Iph. A. 1094; Soph. ἐπί τινι El. 230, τινός frg. 304; pass. τἀμελούμενον, das Vernachlässigte, O. R. 111. In Prosa häufig, gew. mit dem gen., acc. Eur. Ion 448 παῖδας θνήσκοντας ἀμελεῖ; Her. 7, 163; c. part. ἀθροιζομένης δυνάμεως ἀμελῆσαι Xen. Hell. 5, 2, 16; pass. ἀμελεῖσθαι ὑπό τινος Plat. Rep. X, 613 a Legg. X, 905 a; unterlassen, c. inf., Her. 2, 66; ἀμελήσας μανθάνειν Alc. I. 113 c; Phaed. 98 d; Xen. Cyr. 7, 2, 17; vollständiger τοῦ ὀργίζεσθαι Xen. Mem. 2, 3, 9; ἠμελημένως ἔχειν. vernachlässigt sein, Xen. Mem. 3, 11, 4; ἠμέληκα Cyr. 1, 6, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελέω: [ᾰ]: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμέλησα, Ἐπ. ἀμ., πρκμ. ἠμέληκα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43: (ἀμελής). Δὲν φροντίζω περί..., ὀλιγωρῶ, παραμελῶ (ἀλλὰ πάντοτε μετ’ ἀρνήσεως) Ὅμ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), οὐδ’ ὣς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησεν Ἰλ. Ρ. 697· οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος, ἔνθα ἐνυπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προστασίας, Θ. 330· οὐκ ἀμέλησε Πατρόκλοιο πεσόντος, δὲν ἠδιαφόρησε περὶ τοῦ Πατρόκλου [[[ὅπως]] σκυλεύσῃ αὐτόν], Ρ. 9: - οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ. μετὰἄνευ ἀρνήσ.: εἰ τούτων ἀμελήσει Ἡρόδ. 2. 121, 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 989, Θουκ. 3. 40. Πλάτ., κτλ.: δόξης ἀμελῆσαι Δημ. 303, 21: ἀμελήσας ὑμῶν ὁ αὐτ. 568.16. - Ἐν Λυκούρ. 149. 36, ἀντὶ τούτῳ διωρθώθη τούτου. 2) ἀπολ. = εἶμαι ἀμελής, ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 398, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., Ἰσοκρ. 206Ε, κτλ.: τὸ μἀμελεῖν (ὅ ἐ. μὴ ἀμελεῖν) μάθε, μάθε νὰ μὴ παραμελῆς, νὰ προσέχῃς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 86: - σπανία σύνταξ. πῶς ἐπὶ φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν, πῶς εἶναι ὀρθὸν (καλὸν) νὰ ἀμελῇ τις τῶν πρὸς τοὺς νεκροὺς καθηκόντων, Σοφ. Ἠλ. 237. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἡρόδ. 7. 163, μ. αἰτ. προσώπ. καὶ μετοχ., παραβλέπω, ἀνέχομαι, ἀφίνω, ὡς τὸ περιορᾶν, παῖδας... λάθρᾳ θνήσκοντας ἀμελεῖ, τοὺς ἀφίνει νὰ ἀποθνήσκωσιν, Εὐρ. Ἴων 439: - ὁ Ξεν. ἔχει τὴν γεν. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἑλλ. 5. 2, 16, Ἀπομ. 2. 3, 9. 4) μετ’ ἀπαρ., παραμελῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 2. 66, Πλάτ. Φαίδων 98D, Νόμ. 944C, καὶ ἀλλ. ΙΙ. Παθ. παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Εὐρ. Ι. Α. 1094, Θουκ. 1. 68· ἐκφεύγει τἀμελούμενον, Σοφ. Ο.Τ. 111· οὐδ’ ἐκεῖνά μοι ἀμελεῖται Ξεν. Οἰκ. 12. 2· οἱ ἠμελημένοι ἄνθρωποι Θουκ. 2. 49: - Ἐπίρρ. ἠμελημένως = μετ’ ἀμελείας, ἀπροσέκτως, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 19. ΙΙΙ ἀμέλει, ἴδε ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀμελήσω, ao. ἠμέλησα, pf. ἠμέληκα;
ne pas s’inquiéter, négliger : τινος qqn ; rar. τι qch ; abs. être négligent, insouciant ; Pass. être négligé, délaissé.
Étymologie: ἀμελής.

English (Autenrieth)

(μέλω), only aor. ἀμέλησα: neglect, forget; τινός, always with negation.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
A frec. en lítotes
I descuidar, perder de vista, despreocuparse de, abandonar c. gen. οὐδ' ... ἑοῦ ἀμέλησεν ἑταίρου Il.13.419, οὐδ' ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησε Il.17.697, οὐδ' ... ἀμέλησε Πατρόκλοιο πεσόντος Il.17.9, cf. 8.330, ἀ. τῶν ἑωυτῶν Democr.B 253, ἀ. καὶ τοῦ καλοῦ Gorg.B 11.16, τούτων ἀ. Hdt.2.121γ, τῶνδε μὴ ἀ. θεῶν A.Supp.725, τῶν πολεμίων Th.3.40, τῶν μὲν ἐν Λακεδαίμονι πρέσβεων Th.5.44, ὅταν ... ἀμελῇ τῆς Τριτογενείης Ar.Nu.989, οὐδενὸς αὐτῶν X.Cyr.1.6.43, τῶν δὲ ἀνθρωπίνων καταφρονεῖν καὶ ἀμελεῖν πραγμάτων Pl.Lg.900b, οὐδ' ἀμελήσει τῶν ἰδίων Arist.EN 1120b2, τούτου Lycurg.15, δόξης D.18.227, ὑμῶν D.21.167, οὐκ ἐμοῦ νομοθέτου ἀ. Luc.Sat.10, οἱ ἀμελήσαντες τοῦ δικαίου καὶ τοῦ κυρίου ἀποστάντες los que abandonaron la justicia y se apartaron del Señor LXX Sap.3.10, pero ὅτι ἐμοῦ ἠμέλησας porque te rebelaste contra mí (trad. del hebr. marah) LXX Ie.4.17, τῆς γῆς ἀ. PCair.Isidor.77.20 (IV a.C.)
c. ac. ταύτην μὲν τὴν ὁδὸν ἠμέλησε descartó esta vía Hdt.7.163, ὅρα μὴ ἀμελήσῃς τὸν ἁλοητὸν τῆς νήσου BGU 1031.11 (II a.C.)
abs. οἱ δ' ἀμελῶσιν Hes.Op.400, τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε aprende a no despreocuparte A.Eu.86, ὡς νῦν ἀμελεῖς (te reprocho) que te despreocupas, que eres indiferente Isoc.9.78, cf. tb. PAnt.192.14 (IV a.C.)
en v. pas. ser desatendido ὑπὸ μὲν Ἀθηναίων ὑβριζόμενοι, ὑπὸ δὲ ὑμῶν ἀμελούμενοι Th.1.68, οὐδ' ἐκεῖνά μοι ἀμελεῖται X.Oec.12.2, ἁ δ' Ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῖς ἀμελεῖται la Virtud es despreciada por los mortales E.IA 1094, esp. en part. ἠμελημένην ... ἐσθῆτα traje desaliñado X.Cyn.6.11, πολλοὶ ... τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων muchos de los enfermos desatendidos Th.2.49, cf. Hp.Epid.3.4, οὐκ ἀργὸς οὐδὲ ἠμελημένος ἐπιστάτης Max.Tyr.15.9, ἐκφεύγει δὲ τἀμελούμενον lo que se descuida se escapa S.OT 111
c. ὅτι: μὴ ἀμελήσης ὅτι καὶ ὑμῖς χρίαν ἔχομεν no (lo) descuides, porque también nosotros tenemos necesidad, PCair.Isidor.134.8 (IV a.C.)
c. ἐπί y dat. πῶς ἐπὶ τοῖς φθιμένοις ἀμελεῖν καλόν; ¿cómo va a ser hermoso no cuidar de los muertos? S.El.237.
II c. inf. dejar de, olvidarse de μὴ ἀμελείτω σκοπεῖν Pl.Lg.944d, μὴ ἀμελήσης ἀγοράσαι POxy.2725.17 (I a.C.), μὴ οὖν ἀμελήσειτε (sic) ἐπιστεῖλαί μοι τὸ ἀντίγραφον PWarren 19.8 (II a.C.), γράψαι ἠμέλησας PMerton 112.11 (II a.C.), tb. c. τοῦ + inf. ἀμελεῖν τοῦ πορίζεσθαι X.Cyr.1.6.11
en part. frec. se puede traducir por sin, en vez de ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον sin apagar el incendio Hdt.2.66, ἀμελήσας τὰς ὡς ἀληθῶς αἰτίας λέγειν sin nombrar las causas verdaderas Pl.Phd.98e, ἀμελήσας ... τοῦ ὀργίζεσθαι en vez de irritarse X.Mem.2.3.9, ἀμελήσας ἐρωτᾶν τὸν θεόν en vez de preguntar al dios X.Cyr.7.2.17, τὴν ἡμετέραν αὐτῶν χώραν διαφθείρομεν, ἀμελήσαντες τὴν Ἀσίαν καρποῦσθαι destruimos nuestra propia tierra en vez de explotar Asia Isoc.4.133, pero ἀμελήσαντες ... διορίζεσθαι por haberse despreocupado de establecer distinciones Isoc.3.5
tb. c. part. παῖδας ... θνήσκοντας ἀμελεῖ deja que se mueran los niños E.Io 439, c. imperat. paratáctico μὴ ἀμελήσῃς ἀπόγραψον ἡμᾶς no dejes de inscribirnos, POxy.1157.9 (III a.C.).
B imperat. ἀμέλει (cf. tb. ἀμέλησον Luc.DMort.5.2)
I gener. en respuestas descuida, no te preocupes ἀμέλει, ποήσω ταῦτ' ἐγώ descuida, lo haré Ar.Lys.842, ἀμέλει, δίδασκε no te preocupes, tú enséñale Ar.Nu.877, cf. 422, 488, 1111, Ach.368, Ra.532, Ec.800, Lib.Decl.20.18, no siempre en primera posición de la frase ἡμεῖς ἀμέλει σοι τά γε παρ' ἡμῖν πείσομεν nosotras, no te preocupes, convenceremos a los nuestros Ar.Lys.172
c. las formas ἔφη, εἶπον intercaladas ἀμέλει, ἔφη, οὐδὲν ἂν γένοιτο θαυμαστόν Pl.R.422c, ἀμέλει, ἔφη ὁ Κέβης descuida, dijo Cebes Pl.Phd.82a, ἀμέλει, εἶπον, πέντε θές Pl.R.539e, cf. X.Cyr.8.3.4, D.52.11
sin embargo en algunas respuestas es mejor trad. sin duda (cf. II 1) μὴ καὶ τὸ δοκεῖν ἀγαθὸν εἶναι τοῦ εἶναι κρεῖττόν ἐστιν; - Ἀμέλει ¿y no es mejor parecer ser bueno que serlo? - Sin duda Teles p.3.4.
II adv.
1 sin duda, evidentemente, ciertamente, de hecho ἀμέλει καὶ ταῦτα ἔοικε μηχανήμασι sin duda también esto parece una maquinación X.Mem.1.4.7, ἐγίνετ' ἀμέλει πάνθ' ἑτοίμως todo evidentemente se hizo bien Men.Sam.223, ἐλεινὸν ἀμέλει τὸ δάκρυον Men.Sam.371, cf. Asp.388, ἀμέλει <ἡ> περιεργία δόξει εἶναι evidentemente el entrometimiento parecerá ser Thphr.Char.13.1, cf. CP 2.11.1, ἀμέλει γ(ὰρ) τὴν εἰσπνοὴν γί(νεσθαί) φησιν Meno Iatr.23.38, cf. 16.2, φαίη τις ἂν ἀμέλει Satyr.Vit.Eur.39.6.16, ὡς καὶ τὸ πάθος ἀμέλει como sin duda la pasión Longin.8.1, ἀμέλει δὲ καὶ τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων Ar.Byz.Epit.26.3, cf. 15.6, ἀμέλει γε τοιοῖσδε τόποις D.H.Rh.2.2, ἀμέλει γὰρ καὶ Phld.Ir.p.35, cf. D.1.20.9, ἀμέλει γοῦν (graf. αμελιγουν) en verdad, sin duda, PPalau Rib.inv.68.re.14 (IV d.C.) en St.Pap.1970.24, ἀμέλει δὲ καὶ ποιοῦσί τινες Str.1.2.34, ἀμέλει καὶ ταύταις πταίσαντες ταῖς μάχαις de hecho después de haber fracasado en estas batallas I.AI 7.75, ἀμέλει καὶ πράττων ταῦτα διετέλει Luc.Nigr.26, ἀμέλει παρὰ τοῖς ... ζῷοις ciertamente entre los animales Luc.Am.22, ἀμέλει βαρβάρων ἀπολεμώτατοι γεγόνασιν Λυδοί sin duda los lidios se han convertido en los menos belicosos de los barbaros Polyaen.7.6.4, cf. 2.22.3, ἀμέλει οἱ Κυντίλιοι οὕτω φασί Gp.10.2.3, cf. Hsch.
2 ὥσπερ ἀμέλει exactamente igual (que) ὥσπερ ἀμέλει τὸ ἄρρεν συνήγαγε πρὸς τὸ θῆλυ exactamente igual que (la naturaleza) unió el macho a la hembra Arist.Mu.396b9, ὥσπερ ἀμέλει δρῶσιν οἱ μηχανοποιοί Arist.Mu.398b15, ὥσπερ ἀμέλει καὶ ὁ τῆς πόλεως νόμος Arist.Mu.400b13, ὥσπερ ἀμέλει καὶ οἱ προειρημένοι καρποί Thphr.CP 6.14.6, ὥσπερ ἀμέλει καὶ πάλαι ἔχαιρον exactamente igual que antes se divertían Luc.Pisc.25, cf. DDeor.25.1, Longin.34.2, Phld.Ir.p.70
sin embargo a veces ὥσπερ ἀμέλει debe traducirse por como sin duda (cf. II 1) ὥσπερ ἀμέλει ἔνιοι τῶν βαρβάρων como sin duda algunos bárbaros Agath.1.2.3, ὥσπερ ἀμέλει παρὰ βαρβάροις como sin duda entre los bárbaros Agath.1.7.4
o tb. como por ejemplo ἔνιοι ... φοιτῶσι παρ' ἐμέ, ... ὥσπερ ἀμέλει ... ὁ σοφὸς Πυθαγόρας ἧκεν ὡς ἡμᾶς algunos vienen a visitarme, como, por ejemplo, el sabio Pitágoras vino a mí Luc.Phal.1.10.
3 reforzando a ὥστε incluso ὥστε ἀμέλει καὶ τῶν οἰκείων μελῶν ἀπογεύσασθαι (llegó a tal grado de locura) que incluso se comía sus propios miembros Agath.2.3.7.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and μέλω; to be careless of: make light of, neglect, be negligent, no regard.

English (Thayer)

(ῶ; future ἀμελήσω; 1st aorist ἠμέλησα; (from ἀμελής, and this from the alpha privative and μέλω to care for); very common in secular authors; to be careless of, to neglect: τίνος, R G; without a case, ἀμελήσαντες (not caring for what had just been said (A. V. "they made light of it)), Matthew 22:5.

Greek Monotonic

ἀμελέω: [ᾰ], μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠμέλησα, Επικ. ἀμ-· παρακ. ἠμέληκα· (ἀμελήςI.1. δεν έχω καμία φροντίδα, έγνοια, παραμελώ, αδιαφορώ, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. απόλ., είμαι απρόσεχτος, αψηφώ, ολιγορώ, σε Ησίοδ. κ.λπ.· τὸ μἀμελεῖν, (κράση του μὴ ἀμελεῖν), προσοχή, επιμέλεια, σε Αισχύλ.
3. με αιτ. και μτχ., παραβλέπω και επομένως επιτρέπω, αφήνω, ανέχομαι, παῖδας θνήσκοντας ἀμελεῖ, τα αφήνει να πεθάνουν, σε Ευρ.· ο Ξεν. έχει γεν. με την ίδια σημασία.
4. με απαρ., παραμελώ, αμελώ να κάνω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. Παθ., είμαι παραμελημένος, περιφρονημένος, σε Σοφ. κ.λπ.· οἱ ἠμελημένοι ἄνθρωποι, σε Θουκ.· επίρρ. ἠμελημένως, απρόσεκτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελέω: быть беззаботным, относиться беспечно; оставлять без внимания, пренебрегать (ἀμελῆσαί τινος Hom., Aesch., Eur., Her., Thuc., Xen., Dem., Plut., ἐπί τινι Soph. и τινα (τι) Eur., Her.): τὸ μὴ ἀ. μάθε Aesch. не оставляй (меня) своими заботами, не покидай меня; ἀ. λέγειν τι Plat. обходить молчанием что-л.; ταύτην τὴν ὁδὸν ἠμέλησε Her. он отверг этот образ действий; ἀμελεῖσθαι ὑπό τινος Thuc., Plat. и τινι Eur. быть в пренебрежении у кого-л.; ἀ. σκοπεῖν τινος Plat. прекратить рассмотрение (судебного) дела о чем-л.; ἀμελήσας ἐρωτᾶν (αὐτόν), ἀπεπειρώμην … Xen. вместо того, чтобы обратиться к нему с вопросом, я стал допытываться ….