μεριμνάω
English (LSJ)
A care for, be anxious about, meditate upon, ἔργον μεριμνῶν ποῖον . . ; S.OT 1124; esp. of philosophers, τὰ <μὲν ἀ>φανῆ μ. Ar.Fr.672; οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Lyr.Adesp.135, cf. X.Mem.4.7.6; μ. περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως ib.1.1.14; πολλὰ μ. to be cumbered with many cares, Id.Cyr.8.7.12; τοῖς μεριμνῶσίν τε καὶ λυπουμένοις Apollod.Com.3; μηθὲν τὴν ἀλήθειαν μεριμνᾶν Phld.Rh.1.135 S., cf. 2.143 S.; μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου LXX Ps.37(38).18; μ. εἰς τὴν αὔριον Ev.Matt.6.34: c.inf., to be careful to do, ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν D.21.192: with relat. clause, πολλὰ μ. ὅπως μὴ λάθῃς X.Mem.3.5.23; μεριμνῶ πῶς κλαύσω AP9.148; μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε Ev.Matt.6.25:—Pass., to be treated with anxious care, AP10.52 (Pall.); τράπεζαι πολυτελῶς μεμεριμνημέναι Ath.14.641c; ἔννοια, ἀμφισβήτησις μ., Just.Nov.22.26 Intr., 44.1.3.
German (Pape)
[Seite 134] sorgen, nachdenken, grübeln; c. accus., ἔργον μεριμνῶν ποῖον, Soph. O. R. 1124; vgl. Ep. ad. 408 (IX, 148); οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες, Plat. Rep. X, 607 c, in einer poetischen Stelle, wie es scheint; περὶ τῆς τῶν πάντων φύσεως μεριμνᾶν, Xen. Mem. 1, 1, 4; πολλὰ ὅπως μὴ λάθῃς, 3, 5, 23; Oec. 20, 25; ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν, neben ἐσκεμμένος, Dem. 21, 192; Sp., wie Matth. 6, 25; τὸ σφόδρα μεριμνηθέν, Pallad. 118 in, 52); vgl. Ath. XIV, 641 c.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνάω: μέλλ. -ήσω, φροντίζω περί τινος, εἶμαι ἀνήσυχος ἢ ἔμφροντις περί τινος, σκέπτομαι σοβαρῶς περί τινος, ἐξετάζω τι λεπτομερῶς, Λατ. meditari, ἔργον μεριμνῶν ποῖον...; Σοφ. Ο. Τ. 1124· ἰδίως ἐπὶ φιλοσόφων, τὰ μὲν ἀφανῆ μ. Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 61 Bgk· οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες παρὰ Πλάτ. Πολ. 607C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6· ὡσαύτως, μ. περί τινος αὐτόθι 1. 1, 14· πολλὰ μεριμνῶ, εἶμαι κατειλημμένος ὑπὸ πολλῶν μεριμνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 12· τοῖς μεριμνῶσί τε καὶ λυπουμένοις ἅπασα νύξ ἔοικε φαίνεσθαι μακρὰ Ἀπολλόδωρ. παρὰ Στοβ. 99, 26· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιμελοῦμαι, προσπαθῶ νὰ πράξω τι, ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν Δημ. 576. 23· ὡσαύτως, πολλὰ μ. ὅπως μὴ λάθῃς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 23· - Παθ., γίνομαι τὸ ἀντικείμενον ἀνησύχου φροντίδος ἢ μερίμνης, Ἀνθ. Π. 10. 52, Ἀθήν. 541C· πρβλ. μερμηρίζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐμερίμνησα, pf. μεμερίμνηκα;
Pass. ao. ἐμεριμνήθην, pf. μεμερίμνημαι;
s’inquiéter :
1 être inquiet, soucieux, préoccupé de, acc.;
2 s’inquiéter de, chercher avec soin : τι, περί τινος, qch.
Étymologie: μέριμνα.
English (Strong)
from μέριμνα; to be anxious about: (be, have) care(-ful), take thought.
English (Thayer)
μερίμνω future μεριμνήσω; 1st aorist subjunctive 2nd person plural μεριμνήσητε; (μέριμνα);
a. to be anxious; to be troubled with cares: absolutely, μηδέν μεριμνᾶτε, be anxious about nothing, Winer's Grammar, § 31,1b.): τῇ ψυχή, about sustaining life, τῷ σώματι, περί τίνος, about a thing, εἰς τήν αὔριον, for the morrow, i. e. about what may be on the morrow, πῶς ἤ τί, Tr marginal reading omits; Tr text WH brackets ἤ τί); joined with τυρβάζεσθαι (θορυβάζεσθαι) followed by περί πολλά, WH marginal reading omits)
b. to care for, look out for (a thing); to seek to promote one's interests: τά ἑαυτῆς, τά τοῦ κυρίου, τά τοῦ κόσμου, ἑαυτῆς, L T Tr WH (a usage unknown to Greek writers, although they put a genitive after other verbs of caring or providing for, as ἐπιμελεῖσθαι, φροντίζειν, προνόειν, cf. Krüger, § 47,11; Winer s Grammar, 205 (193); Buttmann, § 133,25); τά περί τίνος, ἵνα τό αὐτό ὑπέρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τά μέλη, that the members may have the same care one for another, Sept. for דָּאַג, to be anxious, רָגַז, to be disturbed, annoyed in spirit, Xenophon, and Sophocles down.) (Compare: προμεριμνάω.)
Greek Monotonic
μεριμνάω: μέλ. -ήσω, φροντίζω κάποιον ή κάτι, ανησυχώ για κάποιον ή κάτι, σκέφτομαι ειλικρινά για κάποιον ή κάτι, διερευνώ εξονυχιστικά, Λατ. meditari, σε Σοφ., Ξεν.· πολλὰ μεριμνάω, είμαι φορτωμένος με πολλές φροντίδες, σε Ξεν.· με απαρ., είμαι προσεκτικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μεριμνάω: 1) заботиться, быть озабоченным (τι Soph., Xen. etc. и περί τινος NT): πολλὰ μ. Xen. быть поглощенным многими заботами; ἔργον μεριμνῶν ποῖον; Soph. каким делом (ты был) занят?; μ. εἰς τὴν αὔριον NT заботиться о завтрашнем дне;
2) исследовать, размышлять, обдумывать (τι и περί τινος Xen.): οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Plat. размышляющие о тонких материях; τὸ σφόδρα μεριμνηθέν Anth. нечто хорошо продуманное;
3) заботиться, стараться (τὰ δίκαια λέγειν Dem.; ὅπως μή … Xen.).