σπουδαῖος
English (LSJ)
α, ον (σπουδή) prop.
A in haste, quick, σ. τοὺς πόδας Poll. 1.197, 3.149; τὸ σ. τῆς πορείας Polyaen.6.24:—but in ordinary use denoting energy or earnestness: I of persons, earnest, serious, X.Cyr.2.2.16 (Sup.), cf. Smp.8.3; active, zealous, in canvassing, Plu. Aem.1. 2 good, excellent in their several kinds, Hdt.8.69; opp. φαῦλος, Pl.Lg.757a, 814e, Arist.Po.1448a2; ἀκροαταὶ-ότεροι Isoc.12.271; σ. αὐλητής, opp. ἄνθρωπος μοχθηρός, Antisth. ap. Plu.Per.1; κιθαριστής Arist.EN1098a9; σκυτεύς Id.EE1219a22; ἀνδράποδον D.9.31; σ. τὴν τέχνην X.Mem.4.2.2; περί τι Pl.Lg.817a. 3 in moral sense, good, opp. πονηρός, X.HG2.3.19; opp. φαῦλος, Id.Cyr.2.2.24, Zeno Stoic.1.52; οἱ σ. Λακεδαιμονίων X.HG3.1.9; σ. τὰ ἤθη Isoc.1.4; τῷ ἀρετὴν ἔχειν σ. λέγεται Arist.Cat.10b8, cf. EN1166a13, Top.131b2; σπουδαῖον = ἀγαθον, Id.EN1136b8, 1137b4: generally, of all virtuous objects or qualities, Id.Metaph.1021b24, 1051b24, EN 1151a27, al. II of things, worth serious attention, weighty, χρῆμα, πρῆγμα, Thgn.65,70,116, etc.; τὰ -έστερα (-έστατα) τῶν πρηγμάτων Hdt.1.8, 133 (v.l. -ότερα, -ότατα), cf. Iisoc.2.50; ταῦθ' ὑμῖν σπουδαιότατ' ἐστίν D.24.4; opp. γελοῖος, Ar.Ra.392 (lyr.); τί γελᾷς ἐπὶ σπουδαίοις πράγμασιν; Pl.Euthd.300e. 2 good of its kind, excellent, σ. νομαί Hdt.4.23; ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων] the most elaborate, costliest, Id.2.86, cf. PSI4.413.26 (iii B.C.); ἡ ἰσηγορίη χρῆμα σ. Hdt.5.78; λόγος σ. Pi.P.4.132; μουσική Pl.Lg.668b; τιμαί Id.R.519d; σπέρματα X.Mem.4.4.23; δῶρον οὐ σ. εἰς ὄψιν not goodly to look on, S. OC577; τραγῳδία σ. Arist.Po.1449b17; σ. ὑπόδημα Id.EE1219a22:— a play on senses 11.1 and 11.2 in Arist.EN1176b25, 1177a3; ironically, σ. χρῆμα a fine thing, h.Merc.332. III Adv. σπουδαίως with haste or zeal, seriously, earnestly, well, X.Cyr.1.3.9, Pl.Cra.406b, etc.: Comp. -ότερον X.Cyr.2.3.20; -οτέρως Plu.Nob.15: Sup. τὰ -ότατα most carefully, in the best way, Hdt.2.86.—Besides the regul. Comp. and Sup., we find in Ion. the forms -έστερος, -έστατος, Hdt. 1.8, 133, Hecat. ap. Eust.1441.15, Eus.Mynd.4.
German (Pape)
[Seite 925] a) von Personen, eilig, eifrig, thätig, – übh. rechtschaffen, sittlich gut; γυνή, Her. 8, 69, wie Plat. def. 415 d erkl. ist: σπουδαῖος ὁ τελέως ἀγαθός, im Ggstz von φαῦλοι, Isocr. 1, 1, wie Plat. Rep. X, 603 c u. öfter; μάντις, Phaedr. 242 c; τῶν σπουδαίων τῶν περὶ τραγῳδίαν ποιητῶν, Legg. VII, 817 a; Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. Sp., ἰατρός Luc. Nigr. 2. – b) von Sachen, die der Thätigkeit und des Eifers werth sind, wichtig, bedeutend; πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον, Pind. P. 4, 132; dah. wünschenswerth, vortrefflich, νομαί, Her. 4, 23; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, Soph. O. C. 583, nicht des Sehens werth; ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασι καὶ καλοῖς, Plat. Euthyd. 300 e; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα, Legg. VII, 816 d, wie im adv., σπουδαίως εἰρημένος Crat. 406 b; ἔργον, Xen. Hell. 1, 4, 5; σπουδαῖα im Ggstz von γελοῖα auch Cyr. 2, 3, 1; σπουδαίως 1, 3, 9; λόγοι, Pol. 33, 15, 4; καὶ καλὰ ἔργα, 6, 26, 12; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen, wie ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem. 24, 4; vom Wein, καὶ πολυτελής, Plut. Mar. 44; Ggstz von φαῦλος, S. Emp. pyrrh. 2, 83. – Compar., σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων, Her. 1, 8, wie τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων, 1, 133; aber auch τὴν σπουδαιοτάτην τῶν ταριχεύσεων, die beste Art, 2, 86; u. adv., ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι, ibid.; u. so Plat., εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι τιμαί Rep. VII, 519 d, τὸ σπουδαιότατον Legg. II, 667 b; σπουδαιότερόν τι πράττειν Xen. Cyr. 2, 3, 20; σπουδαιότατα πράγματα Aesch. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαῖος: -α, -ον, (σπουδὴ) κυρίως ὁ μετὰ σπουδῆς, ταχύς, μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, σοβαρός, σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· δραστήριος, ἐνεργός, πρόθυμος ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· ὅθεν, 2) καλός, χρηστός, ἔξοχος εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν μέχρι τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ φαῦλος, Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. αὐλητής, ἀλλ’ ἄνθρωπος μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· ἀνδράποδον Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· περί τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀγαθός, χρηστός, ἀντίθετον τῷ πονηρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων αὐτόθι 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ ἑαυτοῦ καθήκοντα, αὐτόθι 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ καθόλου, ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἄξιος τῆς προσοχῆς τινος, ἄξιος λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) πρᾶγμα καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη χρῆμα σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· μουσικὴ Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· δῶρον οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· τραγῳδία σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. ὑπόδημα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, καλῶς προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. en parl. d’êtres animés empressé, diligent, d’où
1 actif, zélé, ardent;
2 sérieux, grave;
3 bon, vertueux, honnête;
II. en parl. de choses;
1 fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;
2 digne d’être recherché, convenable;
3 sérieux, grave ; sérieux, important;
Cp. σπουδαιότερος ou σπουδαιέστερος, Sp. σπουδαιότατος.
Étymologie: σπουδή.
English (Slater)
σπουδαῑος
1 earnest πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον pr. (P. 4.132)
English (Strong)
from σπουδή; prompt, energetic, earnest: diligent.
English (Thayer)
σπουδαῖα, σπουδαῖον (σπουδή), from Herodotus down, active, diligent, zealous, earliest: ἐν τίνι, σπουδαιότερος, Winer s Grammar, 242 f (227)), 22 (Winer s Grammar, § 35,1); neuter as adverb (Latinstudiosius), very diligently (cf. Buttmann, § 123,10), R G.
Greek Monolingual
-α, -ο / σπουδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ.
δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.)
2. (με ηθική σημ.) ενάρετος, χρηστός («σπουδαίος χαρακτήρας»)
νεοελλ.
1. επωφελής, επικερδής («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)
2. φρ. α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει σπουδαιότητα και συμπεριφέρεται ανάλογα
β) «σπουδαίο πράμα» — λέγεται ειρωνικά για κάτι εντελώς ασήμαντο
γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για κάτι ασήμαντο και αδιάφορο
δ) «σπουδαίο πρόσωπο» ή «σπουδαίο υποκείμενο» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο
αρχ.
1. γρήγορος, ταχύς («οὐ σπουδαῑος τοὺς πόδας [[[ἵππος]]]», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
3. δραστήριος, ενεργητικός
4. αυτός που έχει εξαιρετική ικανότητα
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπουδαῑον
α) η ταχύτητα, η γρηγοράδα
β) το αγαθό
6. φρ. «σπουδαῑον ἐστί μοί τι» — έχει μεγάλη σημασία για μένα (Δημοσθ.).
επίρρ...
σπουδαίως ΝΜΑ, και σπουδαία Ν
με σπουδαιότητα και σοβαρότητα («στήσαντα τὸ πρόσωπον σπουδαίως καὶ εὐσχημόνως», Ξεν.)
νεοελλ.
(στον τ. σπουδαία)
1. με μεγάλη βαρύτητα και σημασία, εξαίρετα
2. (ως έκφραση επιδοκιμασίας) έξοχα, εξαιρετικά
αρχ.
1. με ταχύτητα, γρήγορα
2. (το υπερθ.) σπουδαιότατα
με πάρα πολύ μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή (βλ. και λ. σπεύδω) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].
Greek Monotonic
σπουδαῖος: -α, -ον (σπουδή),
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, σοβαρός, αυτός που φέρεται με σπουδαιότητα, σε Ξεν.· ενεργητικός, ένθερμος, ζηλωτής, σε Πλούτ.
2. καλός, χρηστός, αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· σπουδαῖος τὴν τέχνην, σε Ξεν.
3. λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη προσωπικότητα και σπουδαιότητα, στον ίδ.
4. με ηθική έννοια, καλός, χρηστός, δίκαιος, ηθικός, αγαθός, σε αντίθ. προς το πονηρός, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την προσοχή κάποιου, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, σοβαρός, σημαντικός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
2. καλός στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. επίρρ., σπουδαίως, σοβαρά, επιμελώς, σε βάθος, με σπουδαιότητα, καλά, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, στον ίδ.· υπερθ. -ότατα, πολύ προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. σπουδαι-έστερος, -έστατος.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαῖος: (compar. σπουδαιότερος - ион. σπουδαιέστερος)
1) дельный, превосходный, отличный (γυνή Her.; κιθαριστής Arst.);
2) добродетельный, порядочный, честный (οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων Xen.);
3) доброкачественный, хороший (τὰ σπέρματα Plut.): οὐ σ. ἐς ὄψιν Soph. неказистый, невзрачный;
4) важный, серьезный (λόγος Pind.; πράγματα Plat.; ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem.): γελοῖα καὶ σπουδαῖα ἐλέγετο Xen. были и шутки, и серьезные разговоры.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαῖος -α -ον [σπουδή] comp. σπουδαιότερος en σπουδαιέστερος, superl. σπουδαιότατος en σπουδαιέστατος belangrijk, ernstig, serieus (van personen en zaken). rechtschapen, eerlijk:. ἔργον ἐστὶ σπουδαῖον εἶναι het is een hele opgave om rechtschapen te zijn Aristot. EN 1109a24. van goede kwaliteit, goed, voortreffelijk (van personen en zaken):. οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων de goede Spartanen Xen. Hell. 3.1.9. ijverig, haastig; ongunstig: uitsloverig. Plut. Aem. 2.6.