ἀλαλάζω

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰλάζω Medium diacritics: ἀλαλάζω Low diacritics: αλαλάζω Capitals: ΑΛΑΛΑΖΩ
Transliteration A: alalázō Transliteration B: alalazō Transliteration C: alalazo Beta Code: a)lala/zw

English (LSJ)

fut. -άξομαι v.l. in E.Ba.593,

   A -άξω LXX Ez. 27.30: aor. ἠλάλαξα E.HF981, X. (v. infr.), poet. ἀλάλαξα Pi.O.7.37:—Med., S.Fr.534, Arr.An.5.10.3: (formed from the cry ἀλαλαί): —raise the war-cry, τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλάλαξαν (as v.l. for ἠλέλιξαν) X.An.5.2.14, cf.6.5.27; Med., Arr.l.c.: c.acc. cogn., νίκην ἀλαλάζειν shout the shout of victory, S.Ant.133.    2 generally, cry, shout aloud, Pi.l.c., E.El.855; esp. in orgiastic rites, A.Fr.57; of Bacchus and Bacchae, E.Ba.593 (in Med.), 1133, etc.; ὠλόλυξαν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5.    3 rarely of a cry of pain or grief, ἠλάλαζε δυσθνἥσκων φόνὡ E.El.843, LXX Je.4.8, al., Ev.Marc. 5.38, Plu.Luc28.    II rarely also of other sounds than the voice, sound loudly, ψαλμὸς δ' ἀλαλάζει A.Fr.57; κύμβαλον ἀλαλάζον 1 Ep.Cor.13.1.—Poet. word, used by X. and in late Prose.

German (Pape)

[Seite 88] (aor. ἀλαλάξαι), das Kriegsgeschrei, ἀλαλά, beim Beginne der Schlachten zu Ehren des Kriegsgottes erheben; Pind. Ol. 7, 37; oft Xen., z. B. Hell. 4, 3, 17 An. 5, 2, 11; Plut., z. B. Flam. 4 Lucull. 28. – Soph. verb. es mit acc., νίκην ἀλαλάξαι, den Sieg jubelnd verkünden, Ant. 133. Auch vom Klagegeschrei, Eur. El. 483; vom Angstgeschrei, Plut. Luc. 28. Uebh. laut ertönen, ψαλμὸς ἀλαλάζει Aesch. frg. 54. – Das Med. in derselben Bdtg, ἀλαλάξομαι Eur. Bacch. 585; ἀλαλάζοντο Arr. 10, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαλάζω: μέλλ. -άξομαι, Εὐρ. Βάκχ. 593· -άξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλάλαξα, Εὐρ., Ξεν. κτλ.· ποιητ. ἀλάλαξα, Πινδ. Ο. 7. 69: - Μέσ. Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀρρ. Ἀν. 5. 10 (ἐσχηματίσθη ἐκ τῆς κραυγῆς ἀλαλαί, ἀλαλή, ὡς τὰ ἐλελίζω (Β), ὀλολύζω, ἐξ ὁμοίων ἤχων: πρβλ. ἀν-, ἐπ-, συναλαλάζω). Ἐγείρω πολεμικὴν κραυγήν, τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλάλαξαν (ἑτέρα γραφὴ ἠλέλιξαν), Ξεν. Ἀν. 5. 2, 14, πρβλ. 6.5, 27· οὕτω δὲ καὶ ἐν μέσ., Ἀρρ. ἔνθ’ ἀνωτ. μετὰ συστοίχου αἰτιατ. νίκην ἀλαλάζειν, ἐγείρειν κραυγὴν νίκης, Σοφ. Ἀντ. 133. 2) καθόλου, κραυγάζω ἢ φωνάζω ἰσχυρῶς, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ἐπὶ τοῦ Βάκχου καὶ τῶν Βάκχων, Εὐρ. Βάκχ. 593, 1133, κτλ. 5) σπανίως ἐπὶ κραυγῆς προερχομένης ἐκ πόνου, ἠλάλαζε δυσθνῆσκον φόνῳ, Εὐρ. Ἠλ. 843 (ἔνθα ὁ Valck. ἐσφάδαζε), Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ε΄, 38., Πλούτ. Λούκ. 28. ΙΙ. σπανίως καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων παρὰ τὴν φωνήν, ἰσχυρῶς ἠχῶ, ψαλμὸς δ’ ἀλαλάζει, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· κύμβαλον ἀλαλάζον Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄ ιγ΄, 1· πρβλ. ἀλαλαγμὸς ΙΙ, ἀλαλητός - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠλάλαζον, f. ἀλαλάξομαι, ao. ἠλάλαξα, pf. inus.
I. intr.
1 pousser le cri de guerre en marchant à l’ennemi ; τῷ Ἐνυαλίῳ XÉN en l’honneur d’Ényalos;
2 pousser un grand cri en gén.
II. tr. annoncer avec des cris de joie, proclamer, acc..
Étymologie: ἀλαλή.

English (Slater)

ᾰλᾰλάζω
   1 cry out Ἀθαναίαἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)

Spanish (DGE)

(ἀλᾰλάζω)
• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [fut. ἀλαλάξω LXX Ez.27.30, ἀλαλάξομαι E.Ba.593 (var.); aor. ἠλάλαξα E.HF 981]
I 1en contextos bélicos dar el grito de triunfo Ἀθαναία ... ἀλάλαξεν Pi.O.7.37, χαίροντες ἀλαλάζοντες E.El.855, cf. E.HF 981
c. ac. int. νίκην ... ἀλαλάξαι S.Ant.133
dar el grito de guerra al entrar en combate ἐπαιάνιζον καὶ μετὰ ταῦτα ἠλάλαζον X.An.6.5.27, cf. 4.2.7, Cyr.3.2.9, Plu.Flam.4, Luc.28, D.C.47.43.3
c. ac. int. ἀλάλαζον ἀρηιφίλης μέλος ἠχοῦς Nonn.D.27.222
v. med. mismo sent. τῷ Ἐνυαλίῳ Arr.An.5.10.3.
2 en cultos orgiásticos o banquetes dar alaridos orgiásticos en cultos de Dioniso, de las Bacantes, E.Ba.1133, en el entierro de Neoptólemo ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5.2, en un banquete Com.Adesp.745.3, cf. Plu.2.46b
v. med. de Medea en una imprecación a Hécate, S.Fr.534.6, de Dioniso Βρόμιος ἀλαλάζεται E.Ba.592.
3 dar alaridos de dolor E.El.843 (cód.)
dar gritos de lamentación, soltar lamentos LXX Ie.4.8, 29.2, Ez.27.30, Eu.Marc.5.38.
4 lanzar gritos de júbilo, aclamar θεῷ ἀ. LXX Ps.46.2, ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ LXX Ps.94.2.
5 dar gritos de terror de los discípulos al ver a Jesús caminando sobre las aguas ταρβαλέοι δ' ἀλάλαζον Nonn.Par.Eu.Io.6.19.
II de instrumentos usados en los misterios resonar con estruendo ψαλμός A.Fr.57.7, κύμβαλον 1Ep.Cor.13.1.

English (Strong)

from alale ( a shout, "halloo"); to vociferate, i.e. (by implication) to wail; figuratively, to clang: tinkle, wail.

English (Thayer)

(from Pindar down);
a. properly, to repeat frequently the cry ἄλαλα, as soldiers used to do on entering battle,
b. universally, to utter a joyful shout: to wail, lament: הֵילִיל ὀλολύζω, Latin ululare. (Synonyms: see κλαίω at the end)
d. to ring loudly, to clang: ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ, Psalm 150:5).

Greek Monolingual

ἀλαλάζω)
φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω
αρχ.
1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη της μάχης
2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη
3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζωγέγονα χαλκὸς ἠχῶν καὶ κύμβαλον ἀλαλάζον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα της ποιητικής αρχικά γλώσσας, που απαντά και στον Ξενοφώντα με τη σημασία «βγάζω πολεμική κραυγή, ενώ αργότερα χρησιμοποιείται και από τους μεταγενέστερους πεζογράφους. Η λ. προέρχεται από το επιφώνημα ἀλαλά, άρα είναι ηχοποιημένη. Η μορφολογία του ρήματος εξάλλου και η παρουσία του συμφώνου -ξ- κατά την κλίση του (πρβλ. ἀλαλάξω, ἠλάλαξα) είναι χαρακτηριστικά τών ρημάτων που δηλώνουν «ήχο, κραυγή»
(πρβλ. τα ρήματα κράζω, κρίζω, κλώζω, κρώζω, σίζω, τρίζω, τρύζω).
ΠΑΡ. αλαλαγή, αλάλαγμα, αλαλαγμός
αρχ.
ἀλαλάξιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναλαλάζω, συναλαλάζω, ἐπαλαλάζω, καταλαλάζω, ἀνταλαλάζω, ἀμφαλαλάζω.

Greek Monotonic

ἀλαλάζω: μέλ. -άξομαι, αόρ. αʹ ἠλάλαξα, ποιητ. ἀλάλαξα· (σχημ. από την κραυγή ἀλαλαί, όπως τα ἐλελίζω, ὀλολύζω από παρόμοιους ήχους)·
I. 1. εγείρω, υψώνω πολεμική κραυγή, σε Ξεν.· με σύστ. αντ., νίκην ἀλαλάζειν, εγείρω, υψώνω φωνή, κραυγή νίκης, σε Σοφ.
2. γενικά, κραυγάζω ή φωνάζω δυνατά, λέγεται για τον Βάκχο και τις Βάκχες, σε Ευρ.
3. σπανίως λέγεται για κραυγή πόνου, ἠλάλαζε δυσθνῄσκων φόνῳ, στον ίδ.
II. σπανίως επίσης για άλλους ήχους εκτός της φωνής, ηχώ δυνατά, ηχώ μεταλλικά, κουδουνίζω, καμπανίζω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀλαλάζω: (ᾰλᾰλ) (fut. ἀλαλάξομαι)
1) издавать боевой клич Pind., Xen., Plut.: νίκην ἀλαλάξαι Soph. издать победный крик;
2) испускать крик, кричать: χαίροντες ἀλαλάζοντες Eur. с ликующими криками; ἀλαλάξαντες καὶ φεύγοντες Plut. с криком обратившись в бегство;
3) (о звуках) раздаваться (ψαλμὸς ἀλαλάζει Aesch.; κύμβαλον ἀλαλάζον NT).

Middle Liddell

[(formed from the cry ἀλαλαί as ἐλελίζω, ὀλολύζω from similar sounds)]
1. to raise the war-cry, Xen.; c. acc. cogn., νίκην ἀλαλάζειν to shout the shout of victory, Soph.
2. generally, to cry or shout aloud, of Bacchus and the Bacchae, Eur.
3. rarely of a cry of pain, ἠλάλαζε δυσθνῆσκον Eur.
II. rarely also of other sounds than the voice, to sound loudly, clang, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαλάζω ἀλαλαί poët. imperf. ἀλάλαζον ; aor. ἠλάλαξα, poët. ἀλάλαξα, fut. ἀλαλάξω, act. en med. met dezelfde betekenis
1. de strijdkreet of het krijgsgeschreeuw aanheffen; met acc. v. h. inw. obj. : νίκην ἀ. de overwinningskreet aanheffen Soph. Ant. 133.
2. uitbr. alg. schreeuwen, een kreet slaken (als teken van blijdschap, verdriet, pijn of angst) ; van instrumenten schallen, luid weerklinken: κύμβαλον ἀλάλαζον een schallende cimbaal NT 1 Cor. 13.1

Chinese

原文音譯:¢lal£zw 阿拉拉索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:尖聲叫喊 相當於: (רוּעַ‎)
字義溯源:哀號,撞擊聲,刺耳尖聲,響;源自(ἀλαλάζω)X*=叫喊)。這字原是描寫戰場上的吶喊聲,和在痛苦中的喊叫聲。
同義字:1) (ἀλαλάζω)哀號 2) (δακρύω)流淚 3) (κλαίω)鳴咽
出現次數:總共(2);可(1);林前(1)
譯字彙編
1) 響(1) 林前13:1;
2) 哀號(1) 可5:38