πηλίκος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, interrog. correl. to τηλίκος, ἡλίκος,
A how great or large? πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή; Pl.Men.82d, cf. 83e; πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Eub.82 ; after τηλικοῦτος, D.19.284; πόσα καὶ πηλίκα of what number and magnitude, Plb.1.2.8 : with Art., ὁ πηλίκος; quantulus? Babr.69.4; τὸ π. magnitude, opp. τὸ ποσόν (quantity), Nicom. Ar.1.2 ; ὁ χρόνος… ἐστὶ μῖγμα πηλίκου καὶ ποσοῦ Dam.Pr.371. Adv. -κως Hdn.Gr.2.925. II of what age, π. ἦσθ' ὅθ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Xenoph.22.5. 2 indef., of a certain age, Arist.EN1134b11 : Comp. -ώτερος, f.l. for ἀπηλικέστερος, Aret.SA2.11.
German (Pape)
[Seite 610] wie groß? wie stark? übh. quantus (Nicom. arithm. 1, 2 unterscheidet es von πόσος u. bezeichnet damit die geometrische Größe, μέγεθος, wie mit πόσος die arithmetische, πλῆθος); πηλίκη τις ἔσται γραμμή, Plat. Men. 82 d; χωρίον, 85 a; πόσα καὶ πηλίκα, Pol. 1, 2, 8; Sp.; τὸ πηλίκον οὔνομα, Diod. 11 (VII, 235). Auch vom Alter, Arist.
Greek (Liddell-Scott)
πηλίκος: [ῐ], -η, -ον, ἐρωτημ. συσχετ. τοῦ τηλίκος, ἡλίκος, πόσον μέγας; Λατ. quantus? πηλίκη τίς ἐστιν ἡ γραμμή; Πλάτ. Μένων 83D, πρβλ. 83Ε· πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· μετὰ τὸ τηλικοῦτος, Δημ. 432. 22· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ πηλίκος; quantulus? Βάβρ. 69. 4. ΙΙ. ποίας ἡλικίας; π. ἦσθ’, ὅθ’ ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 54F· ἡλικίας τινός, καὶ τὸ τέκνον ἕως ἂν ᾗ πηλίκον καὶ χωρισθῇ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 19. ― Κυρίως τὸ πηλίκος ἀναφέρεται εἰς τὸ μέγεθος, τὸ δὲ πόσος εἰς τὸ ποσόν, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 2· πόσα καὶ πηλίκα Πολύβ. 1. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 adj. interr. combien grand ? de quelle grandeur ?;
2 adj. indéf. d’un certain âge.
Étymologie: *πός, ἡλίκος.
English (Strong)
a quantitative form (the feminine) of the base of πού; how much (as an indefinite), i.e. in size or (figuratively) dignity: how great (large).
English (Thayer)
πηλικη, πηλίκον (from ἧλιξ (?)), interrogative, how great, how large: in a material reference (denoting geometrical magnitude as disting. from arithmetical, πόσος) (Plato, Men., p. 82d.; p. 83e.; Ptolemy, 1,3, 3; Winer, Rückert, Hilgenfeld (Hackett in B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Epistle; but see Lightfoot or Meyer). in an ethical reference, equivalent to how distinguished, Hebrews 7:4.
Greek Monolingual
-η, -ον, ΜΑ
(ερωτημ. αντων. συσχετική τών τηλίκος, ηλίκος)
1. πόσο μεγάλος, πόσο εκτεταμένος (α. «θεωρεῑτε δὲ πηλίκος οὗτος», ΚΔ
β. «πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηλίκον
βλ. πηλίκον
αρχ.
ποιας ηλικίας, πόσων ετών.
επίρρ...
πηλίκως
πόσο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίκος και πο-].
Greek Monotonic
πηλίκος: [ῐ], -η, -ον, ερωτημ. συσχετ. αντων. των τηλίκος, ἡλίκος·
I. πόσο φοβερός ή μεγάλος; Λατ. quantus?
II. ποιας ηλικίας, συγκεκριμένης ηλικίας, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πηλίκος: (ῐ)
1) какой величины, каких размеров: πηλίκην τινὰ φῂς (τὴν γραμμὴν) εἶναι; Plat. какова, по-твоему, длина этой линии?; πόσα καὶ πηλίκα; Polyb. сколь многочисленные и сколь значительные (выгоды)? (лат. quot quantaque?);
2) такого-то возраста, определенных лет: τὸ τέκνον, ἕως ἂν ᾖ πηλίκον Arst. дитя, прежде чем оно достигнет определенного возраста.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pron. adj.
Meaning: how large?, how old? (IA.).
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- how
Etymology: Beside it τηλίκος, Dor. ταλ-, so great, so old (Il.), ἡλίκος how great, how old (s. v.). -- With κ-sufflx from IE *kʷāli-, *tāli- in Lat. quālis, tālis to interr. *kʷo-, demonstr. *to-; s. πόθεν and τό. Beside, with short vowel and longvocal. suffix, OCS kolikъ, tolikъ (: kolь quantum, tolь tantum). Details in Chantraine Études 152 ff.
Middle Liddell
πηλί˘κος, η, ον [interrog. of τηλίκος, ἡλίκος
I. how great or large? Lat. quantus? Plat.
II. of what age, of a certain age, Arist.
Frisk Etymology German
πηλίκος: {pēlíkos}
Meaning: ‘wie groß?, wie alt?’ (ion. att.),
Etymology : daneben τηλίκος, dor. ταλ-, so groß, so alt (seit Il.), ἡλίκος wie groß, wie alt (s. d.). — Mit κ-Sufflx aus idg. *qʷāli-, *tāli- in lat. qʷālis, tālis zu interr. *qʷo-, demonstr. *to-; s. πόθεν und τό. Daneben, mit kurzem Stammvokal und langvokal. Suffix, aksl. kolikъ, tolikъ (: kolь quantum, tolь tantum). Einzelheiten bei Chantraine Études 152 ff.
Page 2,528
Chinese
原文音譯:phl⋯koj 胚利可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:首要 (那)
字義溯源:多大,何等,何等的大,何等尊高;源自(πού)=大約,某處);而 (πού)出自(πορφυρόπωλις)X*=有些,甚麼)
出現次數:總共(2);加(1);來(1)
譯字彙編:
1) 何等尊高(1) 來7:4;
2) 何等的大(1) 加6:11