προκαταλαμβάνω
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
A seize beforehand, occupy in advance, esp. by a military force, Th.2.2, 3.112, X.An.1.3.16, etc.:—Med., Plb.2.27.5, SIG742.7 (Ephesus, i B. C.), etc.:—Pass., to be so occupied, Th. 4.89. 2 generally, preoccupy, τὸ βῆμα Aeschin.3.71; τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων ib.248; τὰ Φιλίππου ὦτα Id.2.108; πράγματα προκατειλημμένα, by the previous speakers, Isoc.4.74. 3 apprehend before, Gal.1.183; -λαμβάνεται τὸ σημεῖον τοῦ σημειωτοῦ S.E.M.8.169; -ειλημμένον πρόσωπον A.D.Synt.26.13 (-ειλεγμένον is f.l. here and in Adv.157.26). 4 Pass., of events, to be predetermined, ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης Diogenian. Epicur.3.51, cf. 2.20. II metaph., prevent, anticipate, frustrate, τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Th. 1.57; π. ὅπως μὴ… Id.3.46, 6.18: abs., Id.3.2, etc.; π. καὶ ἀπειλεῖν, of the legislator, Pl.Lg.853b; in speaking, π. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arist. Rh.Al.1443a6, al.; of persons, anticipate or surprise them, Th. 3.3; τοῦ χειμῶνος -λαβόντος [αὐτόν] Plb. 38.8.3:—Med., π. τινά Id.5.36.8; π. τὰς νόσους D.S.1.82, cf. Herod. Med. in Rh.Mus.58.92:— Pass., τῶν… προκατειλημμένων κατηγορημάτων the charges that have been anticipated, Din.1.1; to be surprised, Plb.2.18.6; -ληφθέντες ἀναλαμβάνονται if taken in time they recover, Philum. ap. Aët.9.7. III overpower first, π. ἡμᾶς ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν crush us in preparation for an attack on you, Th.1.33, cf. 36:— Pass., δεσμοῖς Plb.16.34.11: of. Pass. in med. sense, προκατείλημμαί σ' ὦ τύχη Epicur.Sent.Vat.47 (= Metrod.Fr.49). 2 without any notion of force, win over before, preoccupy, π. καὶ προκολακεύειν τὴν μέλλουσάν τινος δύναμιν Pl.R.494c; τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.67. b ensure, ὑγιείην Hp.Vict.3.67. c Pass., to be prejudiced, αἱρέσει τινί Gal.4.705. IV fasten securely, Sor.Fasc. 1.
German (Pape)
[Seite 728] (s. λαμβάνω), vorher fassen, einnehmen; Thuc. 3, 2 u. oft; Plat. Rep. VI, 494 c; Xen. An. 1, 3, 16; τὸ βῆμα, Aesch. 3, 71; auch übtr., ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι προκαταληφθέντες, Dem. 19, 178, vorweg eingenommen; öfter Pol., auch προκαταλαβεῖν τὴν ὁρμήν τινος, 3, 104, 2; προκαταληφθεὶς τῇ φιλανθρωπίᾳ, 10, 34, 9; u. scheinbar intr., sc. αὐτόν, τοῦ χειμῶνος προκαταλαβόντος, 39, 2, 3. – Bes. auch in der Rede vorwegnehmen, zuerst behandeln, Isocr. 4, 74 u. oft. – Vorher begreifen, S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταλαμβάνω: καταλαμβάνω ἐκ τῶν προτέρων, μάλιστα διὰ στρατιωτικῆς δυνάμεως, Θουκ. 2. 2., 3. 112, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 16, κτλ. ― Παθ., καταλαμβάνομαι ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 89· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 2. 27, 5, κτλ. 2) καθόλου, καταλαμβάνω πρότερον, τὸ βῆμα Αἰσχίν. 63. 44, πρβλ. 89. 13· τὰ Φιλίππου ὦτα ὁ αὐτ. 42. 20· πράγματα προκατειλημμένα, ὑπὸ τῶν προηγουμένως λαλησάντων ῥητόρων, Ἰσοκρ. 55D. ΙΙ. μεταφορ., προλαμβάνω, ματαιώνω, τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Θουκ. 1. 57, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 21· πρ. ὅπως μὴ... Θουκ. 3. 46., 6. 18· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 2, κτλ.· ― ἐπὶ ἀγορεύσεως, πρ. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 16, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ προσώπων, προλαμβάνω ἢ αἰφνιδίως ἐπέρχομαι, Θουκ. 3. 3, Πολύβ. 2. 18, 6, πρβλ. 3. 69, 3· (ἐντεῦθεν ἀμεταβ., αἰφνιδίως ἐπέρχομαι, ὁ αὐτ. 39. 2, 3)· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὰς νόσους Διόδ. 1. 82· ― Παθ., τῶν... προκατειλημμένων κατηγορημάτων, τῶν κατηγοριῶν ὅσαι πρότερον ἐγένοντο, Δείναρχ. 90. 6. ΙΙΙ. καταβάλλω πρότερον, προκαταλαβόντας ἡμᾶς νῦν ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν, καταβαλόντας ἡμᾶς πρότερον ὅπως (εὐκολώτερον) προσβάλωσιν ὑμᾶς μετὰ ταῦτα, Θουκ. 1. 33, πρβλ. 36· πρ. τινα δεσμοῖς Πολύβ. 16. 34, 11· οὕτω παθ. πρκμ. προκατείλημμαί σε Πλούτ. 2. 476C. 2) ἄνευ τῆς ἐννοίας βίας, κερδίζω ὑπὲρ ἐμαυτοῦ πρότερον, προσελκύω, πρ. καὶ προκολακεύειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 494C, πρβλ. Νόμ. 853Β· πρ. τινα ὑποσχέσεσι Δημ. 397. 3· τὴν ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 63. 17. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 86 κἑξ., 816 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
f. προκαταλήψομαι, ao.2 προκατέλαβον, etc.
I. prendre d’avance :
1 occuper d’avance avec idée de violence, acc. ; fig. s’emparer d’avance de l’esprit de qqn, circonvenir d’avance, acc.;
2 arrêter ou empêcher en devançant, devancer, prévenir, surprendre, acc. : προκαταλαμβάνειν ὅπως μή THC prendre d’avance des mesures pour empêcher que ; avec un rég. de pers. surprendre ou prévenir qqn, acc.;
II. traiter pour la première fois (une question, un sujet, etc.);
Moy. προκαταλαμβάνομαι s’emparer d’avance de, acc. ; surprendre ou prévenir qqn, acc..
Étymologie: πρό, καταλαμβάνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῦ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος προκαταλαβεῑν», Θουκ.)
νεοελλ.
1. μτφ. πείθω κάποιον να σχηματίσει μια γνώμη για ένα θέμα εκ τών προτέρων, πριν να το μελετήσει, προδιαθέτω, προϊδεάζω («μην προκαταλαμβάνεσαι από τις διαδόσεις»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προκατειλημμένος
αυτός που είναι εκ τών προτέρων διατεθειμένος για κάποιον ή κάτι, και συνήθως δυσμενώς, ο επηρεασμένος εκ τών προτέρων, μεροληπτικός
αρχ.
1. προκατέχω
2. επέρχομαι αιφνιδίως («τοῦ χειμῶνος προκαταλαβόντος [αὐτόν]», Πολ.)
3. καταβάλλω εκ τών προτέρων
4. κερδίζω για τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, προσελκύω
5. εξασφαλίζω
6. δένω ασφαλώς και στερεά
7. μτφ. α) προλαβαίνω και ματαιώνω («προκαταλαμβάνειν ὅπως μηδ' ἐς ἐπίνοιαν τούτου ἴωσι» Θουκ.)
β) (για προσ.) επέρχομαι αιφνιδίως, προλαβαίνω («δείσαντες προκαταλαβεῑν ἐβούλοντο»)
8. παθ. προκαταλαμβάνομαι
α) προλαβαίνω κάτι με τον λόγο, διαπραγματεύομαι εκ τών προτέρων («χαλεπόν ἐστιν ὕστατον ἐπελθόντα λέγειν περὶ πραγμάτων πάλαι προκατειλημμένων», Ισοκρ.)
β) γίνομαι κατανοητός πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο («προκαταλαμβάνεται τὸ σημεῑον τοῦ σημειωτοῦ», Σέξτ. Εμπ.)
γ) (για γεγονότα) ορίζομαι εκ τών προτέρων («προκαταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης», Διογεν.).
Greek Monotonic
προκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι,
I. καταλαμβάνω, κυριεύω από πριν, σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., προκαταλαμβάνομαι, στον ίδ.
II. μεταφ., προλαμβάνω, ματαιώνω, στον ίδ., Αισχίν.· λέγεται για πρόσωπα, προλαμβάνω ή βρίσκω αιφνιδίως, σε Θουκ.
III. καταβάλλω εκ των προτέρων, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καταλαμβάνω vooraf bezetten:; ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν... προκαταλαβεῖν zij wilden Plataeae tevoren bezetten Thuc. 2.2.3; pass..; προκαταλαμβάνονται αἱ... Σῖφαι Siphai werd tevoren bezet Thuc. 4.89.2; overdr.. περὶ πραγμάτων πάλαι προκατειλημμένων over een onderwerp dat al lang en breed besproken is Isocr. 4.74. tevoren overweldigen; ook med..; εἰ... Κορίνθιοι ἡμᾶς προκαταλήψονται als de Korinthiërs ons tevoren zullen overweldigen Thuc. 1.36.3; overdr.. προκαταλαμβάνοντες καὶ προκολακεύοντες... τὴν μέλλουσαν αὐτοῦ δύναμιν terwijl ze bij voorbaat zijn toekomstige macht voor zich innemen en paaien Plat. Resp. 494c. voorkómen; ook med.. π.... τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις de opstand van de steden voorkomen Thuc. 1.57.6; ὅπως μὴ ἔπεισι προκαταλαμβάνει men tracht te voorkomen dat hij aanvalt Thuc. 6.18.2.
Russian (Dvoretsky)
προκαταλαμβάνω: тж. med.
1) первым захватывать, ранее занимать (τὰ ἄκρα Xen.): τόποι προκαταληφθέντες Plut. ранее захваченные (противником) местности; π. τὸ βῆμα Aeschin. первым захватить ораторскую трибуну; π. ἡμᾶς νῦν ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν Thuc. (коринфяне хотят) раньше завладеть нами, чтобы (потом) напасть на вас; π. καὶ προκολακεύειν τινά Plat. посредством лести заблаговременно заручиться чьей-л. благосклонностью; π. τὰ ὦτά τινος Aeschin. заранее склонить кого-л. на свою сторону;
2) упреждать, предвосхищать (τὰ μέλλοντα λέγεσθαι, τοὺς ἀκροατάς Arst.): πράγματα πάλαι προκατειλημμένα Isocr. вопросы, давно уже рассмотренные;
3) (пред)упреждать, предотвращать (τὰς νόσους Diod.; τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Thuc.);
4) внушать предубеждение: π. διαβολῇ τινα Plut. создать предубеждение против кого-л.; οἱ προκατειλημμένοι ἄνθρωποι Plut. люди с предвзятыми мнениями.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
I. to seize beforehand, preoccupy, Thuc., etc.:—Pass. to be preoccupied, Thuc.
II. metaph. to anticipate, frustrate, Thuc., Aeschin.:—of persons, to anticipate or surprise them, Thuc.
III. to overpower before, Thuc.