δίς

From LSJ
Revision as of 08:29, 8 September 2021 by Spiros (talk | contribs)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίς Medium diacritics: δίς Low diacritics: δις Capitals: ΔΙΣ
Transliteration A: dís Transliteration B: dis Transliteration C: dis Beta Code: di/s

English (LSJ)

[ῐ], Adv.
A twice, doubly, with Nouns, δὶς τόσσον = twice as much, Od. 9.491, cf. Th.6.57, etc.; ἀληθὴς ὁ λόγος ὡς δὶς παῖς γέρων Cratin.24; δὶς παῖδες οἱ γέροντες Theopomp.Com.69: more freq. with Verbs, τοῦτο δὶς ἤδη ἐγένετο Hdt.8.104; δὶς φράσαι A.Pers.173, cf. Ag.1384; δὶς αἰάζειν καὶ τρίς S.Aj.432; δὶς καὶ τρίς φασι καλὸν εἶναι τὰ καλὰ λέγειν Pl.Grg.498e, cf. Phlb.60a, Emp.25; δὶς βιῶναι twice over, Men.223.4; δειπνεῖν… δὶς τῆς ἡμέρας Pl.Com.207; ἐς δὶς App.Mith.78: ὁ δὶς Νέωνος = son and grandson of N., GDI3092.18 (Aegosthena); Αὐρήλιος Αὐξάνων δὶς BCH17.249 (Apamea); Αὐρ. Δοῦ<ρ>λος δὶς JHS19.301 (Selmea [Lycaonia]).—In compds. δι-, but δισ- in δισμύριοι, δισχίλιοι, δισθανής, δίσαβος, δισάρπαγος, δίσευνος, etc. (Cf. Skt. dvis 'twice', Lat. bis.)

German (Pape)

[Seite 642] zweimal, entstanden aus δFίς, verwandt δύο, identisch das Lateinische bis, welches ebenfalls aus dvis entstanden ist; hier fiel der T-Laut fort, im Griech. δFίς der P-Laut. Sanskrit. dvis »zweimal«, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 205. Bei Homer findet sich δίς an einer Stelle, Odyss. 9, 491 δὶς τόσσον, »zweimal so weit«, »doppelt so weit«. Vgl. δισθανής. – Folgende, Soph. Ai. 270 u. A. – In der Zusammensetzung, wo es vor Consonanten mit Ausnahme von σ, u. zuweilen vor θ, τ, μ, φ, χ sein ς verliert, = zweimal, zweifach.

French (Bailly abrégé)

adv.
deux fois.

English (Autenrieth)

(δϝίς, δύο): twice, Od. 9.491†.

English (Slater)

δῐς
1 twice Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς (O. 7.81) Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.18) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.13) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.30) τὺ δ' Αἰγίναθε δίς, Εὐθύμενες, Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων (Ed. Schwartz: αἰγιναθεας codd.) (N. 5.41) ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν i. e. the feet of Deinis and Megas (N. 8.48) Οὐλία παῖς νικάσαις δὶς (N. 10.24) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (N. 10.34) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (I. 5.36) “μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” i. e. again (I. 8.43)

English (Strong)

adverb from δύο; twice: again, twice.

English (Thayer)

(δισμυριάς) δισμυριαδος, ἡ, twice ten thousand, two myriads: L T (WH δίς μυριάδες), for R G δύο μυριάδες.

Greek Monotonic

δίς: (αντί δυΐς, από τα δύο), επίρρ., δύο φορές, διπλά, Λατ. bis, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

δίς: (ῐ) adv.
1) дважды, двукратно (δὶς φράσειν Aesch.; δὶς καὶ τρίς Plat.; μὴ δὶς, ἀλλ᾽ ἅπαξ μόνον Arst.);
2) вдвойне, вдвое (δὶς τόσσον Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: num. adv.
Meaning: twice (Od.);
Other forms: as first member δι- two- (Il.).
Compounds: as first member διχο-
Derivatives: Denomin. δίζω hesitate (Π 713, Orac. ap. Hdt. 1, 65). Further διξός (Ion.), δισσός, Att. διττός twofold, double with δισσαχοῦ, -ττ- etc. (see below); δίχα adv. (prep.) apart, separated (Il.) with διχῃ̃, διχοῦ etc.; from διχο- διχάς f. half, middle (Arat.; after μονάς etc.) and the denomin. διχάζω distribute (Pl.) with διχασμός, δίχασις (hell.), διχαστῆρες ὀδόντες the cutting teeth (Poll.); also διχάω (Arat.), διχαίω (Arat.; s. Schwyzer 676). - διχθά apart. in two (Hom.) with διχθάδιος twofold, double (Hom.), διχθάς f. (as adj.) double (Musae.). - Isolated δισκάζεται διαφέρεται H.; for *διξάζεται or dissimilated from διστάζεται?
Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯is twice
Etymology: Old num. adverb, identical with Skt. dvíḥ, Lat. bis (OLat. duis), NHG zwir twice; as first member di- = Skt. dvi-, Lat. bi- (cf. on δύο), Germ., e. g. Goth. twi-, Lith. dvi-; e. g. δί-πους, Skt. dvi-pád-, Lat. bi-pēs; cf. Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 41f. - Unclear is the velar-derivation; beside Gr. δίχα we have Skt. dví-dhā twofold, of which the dh may be found in δι-χ-θα. Also διξός and δισσός suppose velar derivations: *διχθ-ι̯ο-, διχ-ι̯ο-? S. Schwyzer 598. - After δίχα, διχθά also τρίχα, τριχθά etc. (Schwyzer ib.). - IE *du̯i-s belongs to δύο; beside *du̯i-s in δί-ς we have *dis- in δι-α, s. v. S. also δοιοί.

Middle Liddell

adverb[for δυΐς from δύο]
twice, doubly, Lat. bis, Od., Hdt., attic

Frisk Etymology German

δίς: {dís}
Forms: daneben als Vorderglied δι- ‘zwei-’ (seit Il.).
Meaning: zweimal (seit Od.);
Derivative: Denominatives Verb δίζω zweifeln, schwanken (Π 713, Orac. ap. Hdt. 1, 65 u. a.). Sonstige Ableitungen: διξός (ion.), δισσός, att. διττός zweifach, doppelt mit δισσαχοῦ, -ττ- usw.; δίχα Adv. (Präp.) entzwei, getrennt (seit Il.) mit διχῇ, διχοῦ usw.; als Vorderglied διχο-; davon διχάς f. Hälfte, Mitte (Arat.; nach μονάς usw.) und das Denominativum διχάζω zerteilen (Pl. usw.) mit διχασμός, δίχασις (hell.), διχαστῆρες ὀδόντες die Schneidezähne (Poll.); auch διχάω (Arat., A. R.), διχαίω (Arat.; vgl. Schwyzer 676). — διχθά entzwei (Hom.) mit διχθάδιος zwiefach, doppelt (Hom. u. a.), διχθάς f. (als Adj.) doppelt (Musae.). — Für sich steht δισκάζεται· διαφέρεται H.; metathetisch für *διξάζεται oder dissimilatorisch für διστάζεται?
Etymology : Altes Zahladverb, mit aind. dvíḥ, lat. bis (alat. duis), mhd. zwir zweimal identisch; als Vorderglied di- = aind. dvi-, lat. bi-, arm. erki- (vgl. zu δύο), germ., z. B. got. twi-, lit. dvi-; z. B. δίπους, aind. dvi-pád-, lat. bi-pēs; vgl. Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 41f. — Die Erklärung der gutturalen Ableitungen ist strittig; gegenüber gr. δίχα steht aind. dví-dhā zwiefach, dessen dh allerdings in διχ-θά eingehen könnte. Auch διξός und δισσός setzen zunächst Gutturalerweiterungen voraus: *διχθι̯ο-, διχι̯ο-? Vgl. Schwyzer 598 m. Lit. und Referat anderer Auffassungen. — Nach δίχα, διχθά auch τρίχα, τριχθά usw. (Schwyzer ebd.). — Idg. *du̯i-s gehört zu δύο; neben *du̯i-s in δίς steht *dis- in διά, s. d. Vgl. auch δοιοί.
Page 1,398-399

Chinese

原文音譯:d⋯j 笛士
詞類次數:副詞(6)
原文字根:二
字義溯源:兩次,再次,兩遍,又;源自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(6);可(2);路(1);腓(1);帖前(1);猶(1)
譯字彙編
1) 兩遍(2) 可14:30; 可14:72;
2) 兩次(2) 路18:12; 帖前2:18;
3) 又(1) 猶1:12;
4) 再次的(1) 腓4:16