Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρεσβύτης

From LSJ
Revision as of 10:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβύτης Medium diacritics: πρεσβύτης Low diacritics: πρεσβύτης Capitals: ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Transliteration A: presbýtēs Transliteration B: presbytēs Transliteration C: presvytis Beta Code: presbu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ητος, Dor. πρεσβύτας, ατος, ἡ, A age, seniority, Test.Epict.4.28, 6.29: opp. νεότας, prob. rest. in IG5(1).1427.5 (Messene).
πρεσβ-ύτης [ῡ], ου, ὁ, prose form of A πρέσβυς 1, Hp.Aër.10 (pl.), Th.3.67 (pl.), Arist.EN1157b14 (pl.), etc.; the sixth of the seven ages, Hp.Hebd.5; also in Trag. and Com., E.Ph.847, Ar.Eq.525, Nu.358; πατέρα π. Κρόνον A.Eu.641; ἀνὴρ πρεσβύτης Ar.Ach.707, Antipho 4.1.6; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Pl.R.608c, etc.; of animals, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Arist.HA629b28:—fem. πρεσβῦτις, ιδος, A.Eu.731, 1027, E.Hec.842, Pl.Hp.Ma.286a, Theopomp. Com.78; πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin.3.157; πρεσβύτης ἄνθρωπος Lys.1.15.

German (Pape)

[Seite 699] ὁ (vgl. πρέσβυς), der Alte; Κρόνος, Aesch. Eum. 611; Eur. Phoen. 854; χαῖρ' ὦ πρεσβῦτα παλαιογενές, Ar. Nubb. 359; u. in Prosa: ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος, Plat. Rep. X, 608 c; παῖδές τε ὄντες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται, Legg. III, 687 a, u. öfter; Xen. Conv. 4, 17; Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβύτης: [ῡ], ου, ὁ, ὁ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει τύπος τοῦ πρέσβυς Ι, ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Εὐρ. Φοίν. 847, Ἀριστοφ. Ἀχ. 707, Ἱππ. 525, Νεφ. 358· πατέρα πρ. Κρόνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 641· πρ. ἀνὴρ Ἀντιφῶν 125. 39· ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Πλάτ. Πολ. 608C, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 6· ― θηλ. πρεσβῦτις, ιδος, γυνὴ προβεβηκυῖα τὴν ἡλικίαν, ἡλικιωμένη, γραῖα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 731. 1027, Εὐρ. Ἑκ. 842, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286Α· πρεσβῦτις γυνὴ Αἰσχίν. 76. 4· πρ. ἄνθρωπος Λυσ. 93. 7· πρβλ. πρέσβυς. ΙΙ. ἄνθρωπος βλέπων μακράν, ὡς συνήθως οἱ γέροντες, πρεσβῦται, ἀντίθετον τῷ μύωψ. Ἀριστ. Προβλ. 31. 25, 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ancien, vieux ; ὁ πρεσβύτης, vieillard.
Étymologie: πρέσβυς.

Spanish

anciano

English (Strong)

from the same as πρεσβύτερος; an old man: aged (man), old man.

English (Thayer)

πρεσβύτου, ὁ (πρέσβυς (see πρεσβεύω)), an old Prayer of Manasseh, an aged man: R. V. marginal reading) regard the word as a substitute for πρεσβευτής, ambassador; see Lightfoot s Commentary at the passage; WH's Appendix, at the passage; and add to the examples of the interchange πρεσβευτεροις in Wood, Discoveries at Ephesus, Appendix, Inscriptions from the Great Theatre, p. 24 (Euripides, Xenophon, Plato, others; the Sept. for זָקֵן.)

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. πρεσβύτις, -ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ
γέρος, γριά
αρχ.
1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά
2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι γέροντες, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -της / -τις πιθ. κατά το πολίτης.
(II)
ο, Ν
ζωολ. γένος δενδρόβιων πιθήκων της ΝΑ Ασίας.
(III)
-ητος, και δωρ. τ. πρεσβύτας, -ατος, ή, Α πρέσβυς
η πρεσβυτική ηλικία, τα γηρατειά.

Greek Monotonic

πρεσβύτης: [ῡ], -ου, ὁ, = πρέσβυς I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. πρεσβύτις, -ιδος, ηλικιωμένη γυναίκα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβύτης: ου (ῡ) adj. m
1) древний (Κρόνος Aesch.);
2) старый (λέων Arst.).
ου ὁ
1) старик, старец (παῖδες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται Plat.);
2) страдающий пресбиопией (возрастной дальнозоркостью) (ὁ μύωψ καὶ ὁ π. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβύτης -ου, ὁ [πρέσβυς] oude man:; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος de tijd van kind tot oude man Plat. Resp. 608c; met een ander subst. oud:. ἔδησε πατέρα πρεσβύτην hij sloeg zijn oude vader in de boeien Aeschl. Eum. 641.

Middle Liddell

πρεσβύ¯της, ου, ὁ, = πρέσβυς I, Aesch., etc.]

Chinese

原文音譯:presbÚthj 普雷士畢帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:年長的
字義溯源:老年人,一個老人,(有)年紀的;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)。比較: (γῆρας)=年老,老年
出現次數:總共(3);路(1);多(1);門(1)
譯字彙編
1) 年紀的(1) 門1:9;
2) 老年人(1) 多2:2;
3) 一個老人(1) 路1:18