γλύφω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῠ], fut.
A γλύψω LXX Ex.28.9: aor. ἔγλυψα Str.9.2.25:— Med., aor. ἐγλυψάμην Theoc.Ep.8, Plu.2.806d:—Pass., aor. 1 part. γλυφθέν AP6.229 (Crin.), but aor. 2 γλυφέν [ῠ] App.Anth.3.79 (Posidipp.), Ps.-Callisth.3.22, (δια-) Ael.VH14.7: pf. γέγλυμμαι AP9.752 (Ascl. or Antip. Thess.), Pl.Smp.216d, (ἐγγλύφω) Hdt.2.106, but ἐξ-έγλ- Eup.331, Pl.R.616d:—carve, cut out with a knife, ναῦς τ' ἔγλυφεν Ar.Nu.879; γ. σφρηγῖδας engrave them, Hdt.7.69, cf. Pl. Hp.Mi.368c; of sculptors, opp. γράφω, Hdt.2.46, Str.l.c.; ἔγλυψέν με σίδηρος, written under a statue, IG14.973:—Med., cause to be engraved, Theoc.l.c., Plu. l.c.
II note down or write [on waxen tablets], τόκους AP11.289 (Pall.).
III Pass., to be hatched, ἕως γλυφῆναι τὰ ὠά Antig.Mir.97. (Cf. Lat. glubo 'peel', glūma 'husk', OHG. klioban 'cleave'.)
Greek (Liddell-Scott)
γλύφω: [ῠ]· μέλλ. γλύψω Ἑβδ.· ἀόρ. ἔγλυψα Στράβων 410, Ἀνθ. Π. 9. 818, πρβλ. ἐγ-, παραγλύπτω:― Μέσ., ἀόρ. ἐγλυψάμην Θεόκρ., Πλούτ.:― Παθ., ἀόρ. α΄ μεταγ. γλυφθὲν Ἀνθ. Π. 6. 229, ἀλλ’ ἀόρ. β΄ γλυφὲν [ῠ] αὐτ. παραρτ. 66, (δι-) Αἰλ.· πρκμ. γέγλυμμαι Ἀνθ. Π. 9. 752, (ἐγ-) Ἡρόδ., ἀλλὰ ἔγλυμμαι Πλάτ. Συμπ. 216D, (ἐξ-) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ. Πολιτ. 616D, (Ἴδε ἐν λ. γλάφω.) Σκαλίζω, κόπτω διὰ μαχαιρίου, ναῦς τ’ ἔγλυφεν, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 879· γλ. σφρηγῖδας, σκαλίζω ἢ κοσμῶ αὐτὰς διά τινος τύπου, χαράττω, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 368C· ἐπὶ γλυπτῶν, ἀντίθ. τῷ γράφω, Ἡρόδ. 2. 46, Στράβων 410· ἔγλυψέν με σίδηρος, εὑρεθὲν ἐν τῇ βάσει ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5972·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 806D. ΙΙ. σημειῶ ἢ γράφω [ἐπὶ κηρωτῶν πινάκων], τόκους Ἀνθ. Π. 11. 289· πρβλ. τοκογλύφος.
French (Bailly abrégé)
f. γλύψω, ao. ἔγλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐγλύφθην, ao.2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι et ἔγλυμμαι;
sculpter;
Moy. γλύφομαι (ao. ἐγλυψάμην) graver ou faire graver pour soi.
Étymologie: R. Γλυφ, tailler ; cf. lat. sculpo, cf. γράφω = lat. scribo, etc.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [aor. pas. part. neutr. γλυφέν Posidipp.Epigr.20.3, Ps.Callisth.120.6]
I 1cincelar, grabar c. ac. de obj. ext. σφρηγῖδας Hdt.7.69, δακτυλίους Pl.Hp.Mi.368c, γλύψεις ἐν αὐτοῖς (λίθοις) τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ισραήλ LXX Ex.28.9, cf. PMag.62.40 (III d.C.)
•afilar, sacar punta en v. pas. κάλαμοι SB 10241.re.12 (I d.C.)
•esculpir, tallar c. ac. int. γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι ... τοῦ Πανὸς τὤγαλμα pintan y esculpen la imagen de Pan Hdt.2.46, ναῦς Ar.Nu.879, ref. a una estatua de Praxíteles, Str.9.2.25, ἔγλυψέν με σίδηρος escrito bajo una estatua IUrb.Rom.152 (II/III d.C.)
•abs. οἱ πλάσσοντες καὶ γλύφοντες los que forjan y esculpen ídolos LXX Is.44.9
•en v. pas. καὶ ἀδύνατον γλύφεσθαι τῶν ὀστῶν μόνον ref. a los dientes, Arist.HA 516a26, τὸ δὲ γλυφὲν ἅρμα ... ὑπὸ Λυγκείου βλέμματος ἐγλύφετο el carro grabado ... fue tallado por una vista lincea Posidipp.Epigr.l.c., cf. Hsch.s.u. γλυφίδες
•ref. a paredes estar cubierto de relieves γεγλυμμένα χερουβιν LXX Ez.41.18, cf. LXX Ex.36.13, a techos ὁμαλῶς διῄρηνται καὶ γεγλύφανται Eust.Op.360.69
•part. subst. τὰ ... γεγλυμένα (sic) inscripciones, grabados en una estela IKyzikos 2.47 (II d.C.).
2 escribir, anotar (en tablillas enceradas) τόκους AP 11.289 (Pall.).
3 raspar, arañar ἐψηλάφα, ἔτιλλεν, ἔγλυφεν Hp.Epid.3.17.15, cf. Hsch.
4 en v. med.-pas. cascarse ἕως γλυφῆναι τὰ ᾠά Antig.Mir.97, ὅπως λακήσῃ τοὺς καλάμους γεγλ[υμ] μένους SB 10241 re.12 (I d.C.).
II en v. med. hacer tallar, hacer grabar ἀπ' εὐώδους γλύψατ' ἄγαλμα κέδρου Theoc.Ep.8.4, γλυψάμενος δ' εἰκόνα τῆς πράξεως ἐν σφραγῖδι Plu.2.806d.
• Etimología: De *gleubh-/*glubh- y rel. c. aaa. klioban ‘horadar’, lat. glubo. Cf. tb. γλαφυρός.
Greek Monolingual
(AM γλύφω)
1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω
2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη
αρχ.
Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» — για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί του χρωστάνε)
II. γλύφομαι
1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει γλυπτή παράσταση
2. (για αβγά) εκκολάπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gleubh- «κόβω, χαράζω, σμιλεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. klioban «σκάβω», λατ. glūbō), μπορεί δε να συσχετιστεί με το γλαφυρός.
Greek Monotonic
γλύφω: [ῠ], μέλ. γλύψω, αόρ. αʹ ἔγλυψα — Παθ., αορ. αʹ μτχ. γλυφθέν, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. γέγλυμμαι (συγγενές προς το γλάφω),
I. σκαλίζω, χαράσσω με μαχαίρι, σε Αριστοφ.· γλύφω σφρηγῖδας, τις εγχαράσσω, τις εντυπώνω, σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.
II. σημειώνω, γράφω (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), γλύφω τόκους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλύφω: (ῠ) (fut. γλύψω, pass.: aor. 1 ἐγλύφθην, aor. 2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι и ἔγλυμμαι)
1) выдалбливать, делать полым (ναῦς Arph.);
2) вырезывать, гравировать (σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.): ἀδύνατος γλύφεσθαι Arst. не поддающийся гравировке; γλύψασθαι εἰκόνα ἐν σφραγῖδι Plut. заказать выгравировать изображение на печати;
3) (на вощеных дощечках) тщательно записывать (τόκους Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλύφω krassen, graveren, inkerven:; γ. ἐν δακτυλίῳ... εἰκόνα τῆς πράξεως in een ring een afbeelding van zijn succes laten graveren Plut. Sull. 3.8; uitsnijden:; ναῦς ἔγλυφεν hij maakte boten van houtsnijwerk Aristoph. Nub. 879; ὁ γεγλυμμένος σιληνός de sileen in houtsnijwerk Plat. Smp. 216d; geneesk. krabben. Hp. Epid. 3.3.
Middle Liddell
akin to γλάφω
I. to carve, cut out with a knife, Ar.; γλ. σφρηγῖδας to engrave them, Hdt.; of sculptors, Hdt.
II. to note down [on tablets], τόκους Anth.
Frisk Etymology German
γλύφω: {glŭ́phō}
Forms: Aor. γλύψαι, Fut. γλύψω
Grammar: v.
Meaning: ausmeißeln, gravieren (ion. att.).
Derivative: Nomina actionis: γλυφή das Eingraben, Stich (D. S., Plu. usw.), γλύμμα das Eingegrabene, Petschaft (Eup., Str., Pap.). Mehrere Nomina agentis oder instrumenti: γλυφίς, gew. pl. -ίδες ‘Kerbe(n), bes. am hintern Ende des Pfeilschaftes’ (seit Il.), auch Meißel, Messer (J., AP u. a.; vgl. ἀκίς, σκαφίς und Porzig Satzinhalte 352); γλύφανος Schnitzmesser (h. Merc. u. a.; vgl. φάσγανον, δρέπανον und andere Nomina auf -ανον, -ανος (-ανη) bei Chantraine Formation 198ff.); γλυφεῖον ib. (Luk.); ἑρμογλυφεῖον Bildhauerwerkstatt (Pl.), Zusammenbildung von Ἑρμᾶς γλύφειν; γλυφεύς Bildhauer, Graveur (J. u. a.), zunächst von γλυφή, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 73; daneben γλυφευτής ib. (Pap. VIp), wie von *γλυφεύω; γλυπτήρ = γλύφανος (AP), γλύπτης Graveur (APl.) mit γλυπτικός (Poll.). — Adj. γλυφική (τέχνη; Thrake).
Etymology : Der durchgeführten Schwundstufe in γλύφω nebst sämtlichen Ableitungen steht im Germanischen ein primäres Verb mit bewahrtem Ablautswechsel eu : ou : u entgegen: z. B. ahd. Präs. klioban ‘klieben, spalten’, Prät. kloub, Opt. klubi. Auch lat. glūbō abschälen vertritt als altes primäres Verb wahrscheinlich die Hochstufe eu, obwohl es an und für sich ebenso wie das deverbative ahd. klūbōn ‘klauben, zerpflücken’ ein (sekundär verlängtes?) ū enthalten kann. Hierher vielleicht noch russ. glýboko tief usw., s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.
Page 1,315