ἔρυμα
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐρύω Β) A fence, guard, ἔ. χροός, of defensive armour, Il.4.137; of a cloak, Hes.Op.536; θώρακας, ἐρύματα σωμάτων X.Cyr.4.3.9; ἔ. νιφετοῦ a defence against.., Call.Fr.142; τὸ ἔ. τοῦ τείχεος the defence given by it, Hdt.7.223,225; περιβαλέσθαι ἕρκος, ἔ. τῶν νεῶν Id.9.96, cf. Th.8.40; ἔ. Τρώων the wall of Troy, S.Aj.467; ἔ. λίθοις ὤρθωσαν a breast-work, Th.6.66; ἔ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν, Id.1.11, X.HG2.3.46; also of a river or trench used as a military defence, Id.An.2.4.22. 2 safeguard or defence, ἔ. χώρας, of the Areopagus, A.Eu.701; παῖδας ἔ. δώμασι E.Med.597; ἔ. πολεμίας χερός against.., ib.1322; ἔ. χθονὸς ὄφρα βάλοιτο Call.Hec.1.2.8.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, Schutz, Schutzwehr, ἔρ. χροός, ἕρκος ἀκόντων heißt der Leibgurt, der die Geschosse abhalten soll, Il. 4, 137; der Mantel, Hes. O. 534, wie θώρακες ἐρύματα σωμάτων Xen. Cyr. 4, 3, 9. – Bes. befestigter Ort, Schanze, Bollwerk, im eigentl. Sinn u. übertr., ἔρ. τε χώρας καὶ πόλεως σωτήριον, vom Areopag, Aesch. Eum. 671; ἔρ. Τρώων Soph. Ai. 462; τί δῆτ' ἔρ. μοι γενήσεται; was wird mein Schutz sein? Eur. Phoen. 990; παῖδες ἔρ. δώμασι Med. 597; in Prosa, τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο Her. 7, 223; Thuc. 3, 90. 6, 66; ἔρ. τειχίζειν Xen. Hell. 2, 3, 46; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται Mem. 2, 1, 14, wie ναυσὶν ἐρύματος μείζονος προσπεριβαλλομένου Thuc. 8, 40; Xen. An. 2, 4, 22 ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ποταμόν, ἔνθεν δὲ τὴν διώρυχα, auf der einen Seite durch den Tigris, auf der andern durch den Graben gedeckt.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῠμα: τὸ, (ἐρύομαι) φυλακτήριον, προφυλακτήριον μέσον, μίτρης θ’ ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, «καὶ τῆς μίτρας, ᾗ ἐζώννυτο, φύλαγμα τοῦ σώματος ἔχων αὐτήν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 137. ἐπὶ χλαίνης καὶ χιτῶνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 534· θώρακας, ἐρύματα σωμάτων Ξεν. Κύρ. 4. 3, 9· ἔρ. νιφετοῦ, σκέπη, προφύλαγμα ἐναντίον τοῦ..., Καλλ. Ἀποσπ. 142· τὸ ἔρυμα τοῦ τείχους ἐφυλάσσετο Ἡρόδ. 7. 223· 225· περιβαλέσθαι ἕρκος, ἔρ. τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 9. 96, πρβλ. Θουκ. 8. 40· ἔρ. Τρώων, τεῖχος τῆς Τροίας, Σοφ. Αἴ. 467· ἔρ. λίθοις ὀρθοῦν, πρόχωμα, Θουκ. 6. 66· ἔρ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν ὁ αὐτ. Α. 11, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46· ὡσαύτως ἐπὶ ποταμοῦ ἣ χαρακώματος ἐν χρήσει πρὸς στρατιωτικὴν ἄμυναν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 4, 22· 2) ἀμυντήριον, ἔρ. χώρας, περὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 791· στήριγμα, παῖδας ἔρ. δώμασι Εὐρ. Μήδ. 597· ἔρυμα πολεμίας χερός, ἀμυντήριον ἐναντίον ἐχθρικῆς χειρός, αὐτόθι 1322· πρβλ. ἕρμα Ι. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχύρωμα. φυλακή, κάλυμμα, φύλαγμα». Κατὰ Σουΐδ. «ἔρυμα, φύλαγμα καὶ τεῖχος, ἀσφάλισμα».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tout ce qui sert à protéger, abri, défense (vêtement, cuirasse, armure, etc.) : ἔρυμα χροός IL armure qui protège la peau ; θώρακας ἐρύματα σωμάτων XÉN des cuirasses qui protègent le corps ; ἔρυμα πολεμίας χερός EUR protection contre l'attaque de l'ennemi ; particul. rempart.
Étymologie: ἐρύω.
English (Autenrieth)
(ἐρύομαι): a protection; χροός, Il. 4.137†.
Greek Monolingual
ἔρυμα, το (AM) [[[ερύω]] (II)]
1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.)
2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῦν», Θουκ.
β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)
3. κάθε μέσο που προστατεύει από επιβουλή, παραβίαση, κατάχρηση («παῑδας, ἔρυμα δώμασι», Ευρ.)
αρχ.
1. τείχος πόλης, κάστρο («ἔρυμα Τρώων»)
2. φρ. «ἔρυμα χώρας» — για τον Άρειο Πάγο.
Greek Monotonic
ἔρῠμα: -ατος, τό (ἐρύομαι),·
1. σκέπη, μέσο προφύλαξης, ἔρυμα χροός, λέγεται για αμυντικό οπλισμό, πανοπλία, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· τὸ ἔρ. τοῦ τείχεος, η άμυνα, η προστασία που προσφέρει το τείχος, σε Ηρόδ.· απόλ., πρόχωμα, οχύρωμα, σε Θουκ.
2. προστασία δικαιωμάτων, ασφάλεια, εγγύηση, λέγεται για τον Άρειο Πάγο, σε Αισχύλ.· παῖδας ἔρ. δώμασι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρῠμα: ατος τό
1) защита, охрана, прикрытие (χροός Hom., Hes.; ναυσίν Thuc.; σωμάτων Xen.; τόπων Plut.; τείχη καὶ ἄλλα ἐρύματα Arst.): τὸ ἔ. τοῦ τείχεος Her. защитная стена; ἔ. τῶν νεῶν Her. защита для судов; Τρώων ἔ. Soph. стены Трои; ἔ. λίθοις καὶ ξύλοις ὀρθοῦν Thuc. возвести укрепления из камней и бревен; ἔ. ἔχειν τι Xen. быть защищенным чем-л.;
2) перен. защита, охрана, оплот (χώρας Aesch. - об ареопаге; δώμασι Eur.): ἔ. πολεμίας, χερός Eur. защита от вражеской руки.
Middle Liddell
ἔρῠμα, ατος, τό, ἐρύομαι
1. a fence, guard, ἔρυμα χροός, of defensive armour, Il., Xen.; τὸ ἔρ. τοῦ τείχεος the defence given by it, Hdt.: absol. a bulwark, breastwork, Thuc.
2. a safeguard, of the Areopagus, Aesch.; παῖδας ἔρ. δώμασι Eur.
English (Woodhouse)
bulwark, defence, earthwork, fort, protection, battlement, bulwark against, defence against, defences, military works, protection against, shelter from