παραίρεσις

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρεσις Medium diacritics: παραίρεσις Low diacritics: παραίρεσις Capitals: ΠΑΡΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: paraíresis Transliteration B: parairesis Transliteration C: parairesis Beta Code: parai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ, taking away from, stripping one of, τῶν προσόδων Th.1.122; τῆς οὐσίας παραιρέσεις Pl.R.573e; τὴν π. ποιοῦνται τῶν ὅπλων Arist. Pol.1311a12.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, Wegnahme, Verringerung; τῶν προσόδων, Thuc. 1, 122; τῆς οὐσίας, Plat. Rep. IX, 573 e; παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος, = παραιρεῖσθαι, Arist. polit. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
enlèvement, soustraction.
Étymologie: παραιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίρεσις -εως, ἡ [παραιρέω] het wegnemen, het afnemen:; π. τῶν προσόδων het afnemen van de inkomsten Thuc. 1.122.1; διὸ καὶ τὴν παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλων daarom ontwapenen ze (de massa) ook Aristot. Pol. 1311a12; het interen:. τῆς οὐσίας π. het interen op het vermogen Plat. Resp. 573e.

Russian (Dvoretsky)

παραίρεσις: εως ἡ отнятие, лишение (τῶν προσόδων Thuc.; τῆς οὐσίας Plat.): τὴν παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος Arst. отбирать что-л.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρεσις: ἡ, ἀφαίρεσις, τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· παραίρεσις τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α παραιρώ
1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.)
2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.).

Greek Monotonic

παραίρεσις: ἡ, απομάκρυνση από κοντινό σημείο, αφαίρεση, περικοπή, μείωση, «ψαλίδισμα», τῶν προσόδων, σε Θουκ.

Middle Liddell

παραίρεσις, εως,
a taking away from beside, curtailing, τῶν προσόδων Thuc. [from παραιρέω

English (Woodhouse)

taking away

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)