θυμόω

From LSJ
Revision as of 08:24, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόω Medium diacritics: θυμόω Low diacritics: θυμόω Capitals: ΘΥΜΟΩ
Transliteration A: thymóō Transliteration B: thymoō Transliteration C: thymoo Beta Code: qumo/w

English (LSJ)

A make angry, provoke, LXX Ho.12.14(15): once in Trag., ὥστε θυμῶσαι φρένας E.Supp.581. II Med. and Pass., 2sg. θυμοῖ Ar.Ra.584: fut. -ώσομαι A.Ag.1069, -ωθήσομαι LXXJb.21.4, Phld.Ir. p.89W.: aor. ἐθυμωσάμην E.Hel.1343(lyr.), more freq. ἐθυμώθην Hdt.3.1, al.; part. -θείς E.Ph.461, Pl.Lg.931b: pf. inf. τεθυμῶσθαι Hdt.3.52, A.Fr.478, Pl.Ep.346a:—to be wroth or angry, abs., Hdt. 3.1, A.Ag.l.c., Sor.1.88, etc.; θυμοῦ δι' ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη S.OT 344; εἰς ἔριν θ. Id.Aj.1018; of animals, to be wild, restive, Id.Ant. 477, X.Eq.1.10; θυμοῦσθαι εἰς κέρας vent fury with the horns, Virgil's irasci in cornua, E.Ba.743; cf. ἀοιδὸς ἐς κέρας τεθύμωται Call.Iamb. 1.321; τὸ θυμούμενον passion, Antipho 2.3.3, Th.7.68; θυμοῦσθαί τινι to be angry with one, A.Eu.733, S.Tr.543, 1230, Pl.Prt.324a; ἔς τινα Hdt.3.52; περί τινος A.Ag.1368 (prob. for μυθοῦσθαι) ; βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα -ωθείς Plu.Dio38; σοι θυγατέρος -ούμενος E.Or.751 (troch.): c. dat. rei, τῇ ξυντυχίᾳ Ar.Ra.1006.

German (Pape)

[Seite 1225] zornig machen, LXX. Gew. pass. mit fut. med., zornig werden, zürnen; absol., Aesch. Ag. 1039; Soph. Phil. 323 u. öfter; Plat. Prot. 323 d u. sonst; τινί, Aesch. Eum. 703; Soph. Tr. 540; Eur. Suppl. 492; so gew. in Prosa; τινί τινος, auf Einen wegen einer Sache, Eur. Or. 741; τῇ ξυντυχίᾳ Ar. Ran. 1006; ἔς τινα, Her. 3, 52; ἐπί τινι, D. C. 78, 26; übh. heftig werden, Soph. O. C. 1422; von Thieren, βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα θυμωθείς Plut. Dion. 38. – Τὸ θυμούμενον, der Zorn, Antiph. II γ 3; Thuc. 7, 68.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
irriter;
Pass.-Moy. θυμόομαι, θυμοῦμαι (f. θυμώσομαι, ao. ἐθυμώθην);
1 s'irriter, être irrité ; τὸ θυμούμενον THC la colère, l'animosité;
2 en parl. d'animaux être ombrageux, rétif.
Étymologie: θυμός.

Russian (Dvoretsky)

θυμόω: [малоупотреб. act. к θυμόομαι сердить, раздражать.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόω: παροργίζω, παροξύνω, Ἑβδ. (Βʹ Βασιλ. ΙΖʹ, 20, κ. ἀλλ.)· - τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀττ.· ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 581 ἡ διόρθωσις τοῦ Dindorf ὡς τεθυμῶσθαι φρένας (ἀντὶ ὥστε θυμῶσαι) φαίνεται ἐπιτυχής. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., βʹ ἑνικ. θυμοῖ Ἀριστοφ. Βατρ. 584: μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1069, -ωθήσομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἐθυμωσάμην Εὐρ. Ἑλ. 1347 (λυρ.)· συχνότερον ἐθυμώθην Ἡρόδ. 3. 1., 5. 33., 7. 11, κ. ἀλλ., Ἀττ.· πρκμ. ἀπαρ. τεθυμῶσθαι Ἡρόδ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 369, Ἐπιστ. Πλάτ. 346Α, ἴδε ἀνωτ. 1· - εἶμαι ὡργισμένος, ἀπολ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. κλ.· θυμοῦ δι’ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη ὁ αὐτ. Ο. Τ. 314· εἰς ἔριν θ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1018· ἐπὶ ζῴων, εἰμαι ἄγριος, δυσπειθής, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 477, Ξεν.· θυμοῦσθαι εἰς κέρας, ἐκδηλοῦν τὴν ἐσωτερικὴν μανίαν διὰ σαλπισμάτων, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου: irasci in cornua, Elmsl. Βάκχ. 742· τὸ θυμούμενον, θυμός, ὀργή, ὀργίλος χαρακτήρ, Ἀντιφῶν 118. 16, Θουκ. 7. 68· - θυμοῦσθαί τινι, τὸ ὀργίζεσθαι ἐναντίον τινός. Αἰσχύλ. Εὐμ. 733, Σοφ. Ἀποσπ. 543, 1230, Πλάτ., κλ.· ὡσαύτως, εἴς τινα Ἡρόδ. 3. 52· περί τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1368 (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ μυθοῦσθαι)· πρός τινα Πλούτ. Δίωνι 38· θυμοῦσθαι τινί τινος, ὀργίζεσθαί τινι περί τινος πράγματος, Εὐρ. Ὀρ. 751· μετὰ δοτ. πράγμ., ὀργίζομαι διά τι, Ἀριστοφ. Βατρ. 1006.

English (Strong)

from θυμός; to put in a passion, i.e. enrage: be wroth.

English (Thayer)

θυμῷ: 1st aorist passive ἐθυμώθην; (θυμός); to cause one to become incensed, to invoke to anger; passive (the Sept. often for חָרָה) to be wroth: Aeschylus), Herodotus down.)

Greek Monotonic

θῡμόω: μέλ. -ώσω (θυμός), θυμώνω· Μέσ. και Παθ., μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἐθυμωσάμην και ἐθυμώθην, απαρ. παρακ. τεθυμῶσθαι· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι άγριος, ατίθασος, σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς κέρας, εξωτερικεύοντας την οργή μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· τὸ θυμούμενον, το πάθος, σε Θουκ.· θυμοῦσθαί τινι, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· εἴς τινα, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με κάτι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῡμόω, fut. -ώσω θυμός
to make angry:—Mid. and Pass., fut. -ώσομαι; aor1 ἐθυμωσάμην and ἐθυμώθην; perf. inf. τεθυμῶσθαι;— to be wroth or angry, absol., Hdt., Trag.; of animals, to be wild, restive, Soph.; θυμοῦσθαι εἰς κέρας to vent fury with the horns, Virgil's irasci in cornua, Eur.; τὸ θυμούμενον passion, Thuc.: —θυμοῦσθαί τινι to be angry with one, Aesch., etc.; εἴς τινα Hdt.; c. dat. rei, to be angry at a thing, Ar.

Chinese

原文音譯:qumÒw 替摩哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:感覺
字義溯源:發怒;源自(θυμός)=熱情,忿怒);而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,獻祭,冒煙)
同源字:1) (ἀθυμέω)無精神的 2) (διενθυμέομαι / ἐνθυμέομαι)激勵 3) (ἐπιθυμία)慾望 4) (εὐθυμέω)高興 5) (εὔθυμος / εὐθύμως)歡悅的 6) (θυμομαχέω)狂怒 7) (θυμός)熱情 8) (θυμόω)發怒 9) (μακροθυμέω)長期感受 10) (μακροθυμία)堅忍 11) (μακροθύμως)恒忍地 12) (προθυμία)傾向 13) (πρόθυμος)熱切響往 14) (προθύμως)敏捷
同義字:1) (θυμόω)發怒 2) (ὀργίζω)動怒 3) (παροξύνω)輕意發怒 4) (χολάω)發脾氣
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 就⋯發怒(1) 太2:16

Mantoulidis Etymological

(=ἐξοργίζω). Ἀπό τό θ υμός τοῦ θ ύω (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ θυμόω: θύμωμα, θύμωσις, θυμωτικός καί τά σύνθετα: θυμοβόρος, θυμοδαχής, θυμοειδής, θυμομαχῶ (=μάχομαι μέ πεῖσμα), θυμόσοφος, θυμοφθόρος, ὀξύθυμος, ῥάθυμος (=τεμπέλης).