κεντρίζω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
= κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.
German (Pape)
[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.
French (Bailly abrégé)
aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντρίζω [κέντρον] pass. overdr. gestimuleerd worden:. κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς... φιλονικίας gestimuleerd door zijn eerzucht Xen. Cyr. 8.7.12.
Russian (Dvoretsky)
κεντρίζω:
1 подгонять стрекалом, подстегивать (τινά Xen.);
2 подстрекать, побуждать, поощрять (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).
Greek Monolingual
(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.
Greek Monotonic
κεντρίζω: μέλ. —ίσω = κεντέω, κεντρίζω, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, σε Ξεν.· μεταφ., ἔρως κ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
Middle Liddell
κεντρίζω,
to prick, goad or spur on, Xen.; metaph., ἔρως κ. Xen. = κεντέω,]