ἀριφραδής
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ᾰρ], ές, (φράζομαι) A clear, manifest, σῆμα Il.23.326; ὀστέα . . ἀριφραδέα τέτυκται ib.240: so poet.Adv.-δέως plainly, ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.176. 2 clear to the sight, bright, Id.24.39. II very thoughtful, wise, S.Ant.347 (as cited by Eust.135.25).
Spanish (DGE)
(ἀριφρᾰδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1bien visible σῆμα Il.23.326, Od.11.126, Arcesil.SHell.122.5, Orac.Sib.3.796, plu., Od.23.225, ὀστέα Πατρόκλοιο ... ἀριφραδέα ... τέτυκται los huesos de Patroclo ... fáciles de reconocer ... han quedado, Il.23.240, ἀριφραδέες τελέθουσιν γνώσασθαι κύκλοι fáciles de reconocer resultan las órbitas Man.2.50.
2 brillante τοῖχοι ... ἀριφραδέες καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας Theoc.24.39.
3 fig. preclaro πραπίδες ... ἀριφραδέες Man.3.113, ἀριφραδέες ἄνακτες Nonn.D.3.224
•sabio, prudente ἀνήρ S.Ant.347 (var.).
II adv. -έως claramente ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.175, εἴπατ' ἀ. A.R.3.315, ἀ. καταλέξαι Maiist.50, cf. Q.S.2.43, 3.724.
German (Pape)
[Seite 353] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v.l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à reconnaître;
2 fig. clairvoyant, sensé.
Étymologie: ἀρι-, φράζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀριφρᾰδής:
1 хорошо заметный, явственный, легко распознаваемый (σῆμα Hom.);
2 ярко освещенный (τοῖχοι Theocr.);
3 просвещенный, разумный (ἀνήρ Soph. - v.l. к περιφραδής).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) λίαν σαφής, κατάδηλος, εὔγνωστος, εὐδιάκριτος, ὡς τὸ ἀρίγνωστος, ἀρίζηλος, σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ’ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, λαμπρός, φωτεινός, Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. λίαν συνετός, σοφός, Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): very plain, easy to note or recognize; σῆμα, ὀστέα, Il. 23.240; adv., ἀριφραδέως. v.l. in Od. 23.225.
Greek Monolingual
ἀριφραδής (-οῦς), -ές (Α)
Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος
2. ο φωτεινός
3. ο πολύ συνετός, ο σοφός
II. επίρρ. ἀριφραδέως
σαφέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»].
Greek Monotonic
ἀριφρᾰδής: -ές (φράζομαι)·
I. αυτός που γίνεται εύκολα γνωστός, πολύ φανερός, κατάδηλος, ευδιάκριτος, σε Ομήρ. Ιλ.· ποιητ. επίρρ. -δέως, σαφώς, σε Θεόκρ.
II. πολύ σκεπτικός, συνετός, σοφός, σε Σοφ.
Middle Liddell
[φράζομαι]
I. easy to be known, very distinct, manifest, Il.: poet. adv. -δέως, plainly, Theocr.
II. very thoughtful, wise, Soph.