ῥάπτω

From LSJ
Revision as of 19:52, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάπτω Medium diacritics: ῥάπτω Low diacritics: ράπτω Capitals: ΡΑΠΤΩ
Transliteration A: rháptō Transliteration B: rhaptō Transliteration C: rapto Beta Code: r(a/ptw

English (LSJ)

Od.16.422, etc.: fut. ῥάψω (ἀπορ-) Aeschin.2.21: aor. 1 A ἔρραψα Hdt.9.17, E.Andr.911; Ep. ῥάψα Il.12.296: aor. 2 ἔρρᾰφον (συν-) Nonn.D.7.152: plpf. ἐρραφήκει (συν-) X.Eph.1.9:—Med., aor. ἐρραψάμην Ar.Eq.784, etc.:—Pass., fut. ῥᾰφήσομαι (συν-) Androm. ap. Gal.13.685: aor. ἐρράφην [ᾰ] D.54.41, v. infr.: pf. ἔρραμμαι Ar.Ec. 24, D.54.35: poet. plpf. ἔραπτο (συν-) Q.S.9.359:—sew together, stitch, βοείας Il.12.296: abs., Ar.Pl.513:—Med., ῥαψάμενον δερμάτων ὀχετόν having made himself a pipe of leather, Hdt.3.9; ῥαψάμενός σοι τουτί (sc. τὸ προσκεφάλαιον) having got it stitched or made, Ar.Eq. 784; also, sew on or to one, Id.Nu.538:—Pass., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος to have one's lip sewed up, D.54.35, cf. 41; ἔχειν πώγωνας ἐρραμμένους to have beards sewed on, Ar.Ec.24; ἐν μηρῷ ποτ' ἐρράφθαι Διός was sewn up in... E.Ba.243; ἐρραμμένα stitched work, a cushion or pad, Alex.98.11; χρὴ τὸ ἔποχον τοιοῦτον ἐρράφθαι ὡς . . X.Eq.12.9. II metaph. c. dat., devise, contrive, plot, σφιν κακὰ ῥ. Od.3.118, cf. Il. 18.367; φόνον, θάνατόν τε μόρον τε ῥ., Od.16.379,422; ῥάψαι μόρον σοι E.IT681; also ἐπ' Ἕλλησι φόνον ῥ. Hdt.9.17; εἴς τινα E.Andr. 911; ἐπιβουλὰς ῥ. τινί, Lat. suere dolos, Alex.98.2: prov., τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης you sewed the shoe but A. put it on, Hdt.6.1. 2 generally, string or link together, unite, ἀοιδήν Hes.Fr.265. 3 ῥάψαντα διὰ βίου τοῖς αὐτοκράτορσι, perhaps f.l. in JHS42.168 (iii A.D.). 4 ῥάπτουσα, ἡ, name of a plaster, Cels.5.19.6, 5.26.23.

German (Pape)

[Seite 834] 1) zusammennähen, zusammenflicken, sticken; βοείας, Il. 12, 296, einnähen, ἐν μηρῷ ποτ' ἐῤῥάφη Διός, Eur. Bacch. 243; ἐῤῥαμμένους ἔχουσι τοὺς πώγωνας, Ar. Eccl. 24; Plut. 513; u. med., ῥαψαμένη σκύτινον, Nubb. 530; – auch = durchnähen, ausnähen, sticken, Xen. Hipp. 12, 9; τὸ χεῖλος ἐῤῥάφθαι, Dem. 54, 35, ῥαφῆναι, 41. – 2) übertr. anzetteln, anspinnen, listig, tückisch anlegen, Apoll. L. H. μεταφορικῶς μηχανᾶσθαι καὶ κατασκευάζειν; so κακὰ ῥάπτειν τινί, Od. 3, 118. 16, 423 Il. 18, 367; φόνον, θάνατον, μόρον, Od. 16, 379. 421; φόνον ῥάψασα συγγάμῳ, Eur. Andr. 837; μόρον τινί, I. T. 681; ἐπί τινι, ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔῤῥαψαν, Her. 9, 17, der sprichwörtlich sagt τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔῤῥαψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης, d. i. du hast es angestiftet, Ar. hat es ins Werk gesetzt, 6, 1; einzeln bei Sp. noch so übertr. – Uebh. zusammenfügen, ἀοιδήν, Hes. frg. 34, 2. Davon ῥαψῳδός. – Nonn. hat den aor. ἔῤῥαφε, Lob. Phryn. 318.

French (Bailly abrégé)

f. ῥάψω, ao. ἔρραψα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐρράφην, pf. ἔρραμμαι;
coudre, acc. ; fig. κακά τινι IL, OD, φόνον OD ou ἐπί τινι φόνον HDT ou εἴς τινα ESCHL ourdir ou tramer de méchants desseins, un meurtre contre qqn;
Moy. ῥάπτομαι coudre pour soi ou sur soi, acc..
Étymologie: R. Ῥαφ coudre.

Russian (Dvoretsky)

ῥάπτω: (impf. ἔρραπτον - эп. ἔραπτον и ῥάπτον, fut. ῥάψω, aor. ἔρραψα - эп. ῥάψα; pass.: aor. 2 ἐρράφην с ᾰ, pf. ἔρραμμαι)
1 шить, сшивать (βοείας Hom.): ῥάπτεσθαί τινί τι Arph. собственноручно сшить кому-л. что-л.; τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Her. сшил эту обувь ты, а надел (ее) Аристагор, т. е. затеял это ты, а осуществил Аристагор;
2 зашивать, вшивать (τι εἴς τι Eur.);
3 слагать, сочинять (ἀοιδήν Hes.);
4 затевать, замышлять, подстраивать (φόνον ἐπί τινι Her.; μόρον τινί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάπτω: Ὅμ., κτλ.· - μέλλ. ῥάψω (ἀπορ-) Αἰσχίν. 31. 5· - ἀόρ. ἔρραψα, Ἡρόδ., Ἀττ.· Ἐπικ. ῥάψα Ἰλ. Μ. 296· ἀόρ. β΄ ἔρρᾰφον (συν-) Νόνν. Δ. 7. 152· - ὑπερσ. ἐρραφήκει (συν-) Ξενοφ. Ἐφέσ. 1. 9. - Μέσ., ἀόρ. ἐρραψάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 784, κτλ. - Παθ., μέλλ. ῥαφήσομαι (συν-) Γαλην.· ἀόρ. ἐρράφην [ᾰ] Δημ. 1270. 2, ἴδε κατωτ.· πρκμ. ἔρραμμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24, Δημ. 1268. 3· ποιητ. ὑπερσ. ἔραπτο (συν-) Κόϊντ. Σμ. 9. 359. Ὡς καὶ νῦν, ῥάπτωσυρράπτω, βοείας Ἰλ. Μ. 296· τὸ ἔποχον Ξεν. Ἱππ. 12, 9· ἀπολ., Ἀριστοφ. Πλ. 513· - Μέσ., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων, κατασκευάζειν ὀχετὸν ἢ σωλῆνα ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ῥαψάμενός σοι τουτὶ (δηλ. τὸ προσκεφάλαιον), παραγγείλας νὰ ῥαφθῇ διὰ σέ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 783 ἀλλ’ ὡσαύτως, ῥάπτω ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 538. - Παθητ., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος, ἔχειν ἐρραμμένον τὸ χεῖλος, Δημ. 268. 2., 1270. 2· ἔχειν πώγωνα ἐρραμμένον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24· ἐν μηρῷ Διὸς ἐρράφη …, Ψευδο-Εὐρ. Βάκχ. 243· ἐρραμμένα, δηλ. προσκεφάλαια, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ΙΙ. μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, σχεδιάζω, κακὰ ῥάπτειν Ὀδ. Γ. 118, Ἰλ. Σ. 367· φόνον, θάνατον, μόρον ῥ. Ὀδ. Π. 379, 422· τινί, διά τινα, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 681· ὡσαύτως, ἐπί τινι φόνον ῥ. Ἡρόδ. 9. 17· εἴς τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 911· ἐπιβουλὰς ῥ. τινί, Λατ. suere dolos, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 3· παροιμ., τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας, μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Ἡρόδ. 6. 1· πρβλ. κασσύω, κάσσυμα. 2) καθόλου, συναρμολογῶ, συνείρω, «ἀραδιάζω» κατὰ σειράν, ἑνώνω, συγκολλῶ, συνάπτω, ἀοιδὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 34· ῥ. ἔπη, ἴδε ῥαπτὸς Ι. 2.

English (Autenrieth)

ipf. ῥάπτομεν, aor. ῥάψε, inf. ῥάψαι: sew, stitch, or rivet together, Il. 12.296; met., ‘devise,’ ‘contrive,’ Il. 18.367, Od. 3.118, Od. 16.379, 422.

Spanish

coser

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ
βλ. ράβω.

Greek Monotonic

ῥάπτω: μέλ. ῥάψω, αόρ. αʹ ἔρραψα, Επικ. ῥάψα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐρραψάμην — Παθ., αόρ. βʹ ἐρράφην [ᾰ]· παρακ. ἔρραμμαι·
I. ράβω ή συρράπτω, ενώνω δύο κομμάτια, γαζώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Μέσ., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων, κατασκευάζω σωλήνα, οχετό από δέρμα, σε Ηρόδ.· ῥαψάμενος τουτί (ενν. τὸ προσκεφάλαιον), παρήγγειλες να ραφθεί για 'σένα, σε Αριστοφ.· αλλά επίσης, ράβω επάνω σε ή δίπλα σε κάτι, στον ίδ. — Παθ., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος, το να έχει κάποιος τα χείλη του ραμμένα, κλειστά, σε Δημ.
II. μεταφ., επινοώ, σκαρώνω, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, συνωμοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης, εσύ έφτιαξες το παπούτσι, αλλά ο Αρισταγόρας το φόρεσε, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to sew (together), to stitch, to instigate (Il.).
Other forms: Aor. ῥάψαι (Il.), aor. 2 ἔρραφον (Nonn.), pass. ῥαφῆναι, fut. ῥάψω, perf. pass. ἔρραμμαι (IA.), plusqu. act. ἐρραφήκει (X. Eph.).
Dialectal forms: m. *ῥαπτήρ in Myc. rapte(re) ?; s. Morpurgo Lex. s.v. w. lit.; diff. Heubeck IF 64, 119ff. (Myc. warapisiro = Ϝράψιλος??).
Compounds: Often w. prefix, e.g. συν-, κατα-, ἐν-.
Derivatives: 1. Nom. actionis: ῥαφή (also συν-, κατα- ῥάπτω a.o.) f. hem, seam (χ 186; -φ- here and in the foll. analog.); ῥάμμα n. id. (Pi., IA.). 2. Nom. agentis: ῥαφεύς m. sewer, stitcher, instigator (A., Poll.; after Bosshardt 40 from ῥαφή); ῥάπτης m. stitcher with -τικός (late), f. ῥάπτρια (Eust.), περι- ῥάπτω m. of a priestess in Piraeus (inscr.); ῥαπτήρ s. ab. on Myc.; δικο-ρράφ-ος m. hack lawyer (D. Chr. a.o.) with -ρραφέω to instigate a lawsuit (Ar.), -ρραφία (Man.). 3. Nom. instr. ῥαφίς, -ίδος f. sewing needle (Hp., Archipp., hell.) with ῥαφιδ-εύς m., -εια f. stitcher (m/f), -ευτής m. id., -ευτός (LXX), -ᾶς m. id. (pap. IVp); cf. Boßhardt 40; ῥαφίς also fishname = βελόνη (Arist., Opp.; Strömberg Fischn. 37); beside it ῥαπίς as fishn. (Epich 51 as v.l.), = κρηπίς (H., EM). 4. Vbaladj. ῥαπτός stitched, sewn together (ω 228f.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17). 5. `Ραψώ f. n. of a goddess or nymph (Phaleron IVa). - On ῥαψῳδός s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With ράπτω with generalized zero grade(?) may agree Lith. verpiù, ver̃pti spin except for the ablaut: IE *u̯erp- ῥάπτω u̯r̥p-; beside it with zero grade Lith. vir̃pti (vìrpti), virpė́ti tremble, shudder, vibrate; for the meaning cf. Latv. virpêt spin with a spindle, also shudder, vḕrpt spin, turn round about. On Skt. (RV) várpas- n. (adduced by Schrader KZ 30, 481) is because of the uncertain meaning (prob. figure, apparition; also change, even artifice?) no judgement possible. However, as the Myc. form has no w-, the etym. cannot be correct. -- On the many derivv. of the Balt. verbs, which are uninteresting for Greek, s. Fraenkel s. ver̃pti and virpė́ti w. rich lit.; older lit. in Bq. -- Further cf. ῥέπω, ῥέμβομαι.

Middle Liddell


I. to sew or stitch together, stich, Il., Ar.:— Mid., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων to make oneself a pipe of leather, Hdt.; ῥαψάμενος τουτί (sc. τὸ προσκεφάλαιον) having got it stitched, Ar.; but also, to sew on or to one, Ar.:—Pass., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος to have one's lip sewed up, Dem.
II. metaph. to devise, contrive, plot, Hom., etc.; proverb., τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης you made the shoe, but Aristagoras put it on, Hdt.

Frisk Etymology German

ῥάπτω: {rháptō}
Forms: Aor. ῥάψαι (seit Il.), Aor. 2 ἔρραφον (Nonn.), Pass. ῥαφῆναι, Fut. ῥάψω, Perf. Pass. ἔρραμμαι (ion. att.), Plusqu. Akt. ἐρραφήκει (X. Eph.),
Grammar: v.
Meaning: ‘(zusammen)nähen, flicken, anzetteln’.
Composita : oft m. Präfix, z.B. συν-, κατα-, ἐν-,
Derivative: Davon 1. Nom. actionis: ῥαφή (auch συν-, κατα- ~ u.a.) f. Naht, Saum (seit χ 186; -φ- hier und in den Folg. analog.); ῥάμμα n. ib. (Pi., ion. att.). 2. Nom. agentis: ῥαφεύς m. ‘Näher, Sticker, An- zettler’ (A., Poll.; nach Bosshardt 40 von ῥαφή); ῥάπτης m. Flicker mit -τικός (sp.), f. ῥάπτρια (Eust.), περι- ~ N. einer Priesterin in Piräus (Inschr.); m. *ῥαπτήρ in myk. ra-pte(-re) ?; s. Morpurgo Lex. s.v. m. Lit.; anders Heubeck IF 64, 119ff. (myk. wa-ra-pi-si-ro = ϝράψιλος??); δικορράφος m. Winkeladvokat (D. Chr. u.a.) mit -ρραφέω einen Prozeß anzetteln (Ar. u.a.), -ρραφία (Man.). 3. Nom. instr. ῥαφίς, -ίδος f. Nähnadel (Hp., Archipp., hell. u. sp.) mit ῥαφιδεύς m., -εια f. ‘Sticker(in)’, -ευτής m. ib., -ευτός (LXX u.a.), -ᾶς m. ib. (Pap. IVp); vgl. Boßhardt 40; ῥαφίς auch Fischname = βελόνη (Arist., Opp.; Strömberg Fischn. 37); daneben ῥαπίς als Fischn. (Epich 51 als v.l.), = κρηπίς (H., EM). 4. Vbaladj. ῥαπτός geflickt, zusammengenäht (seit ω 228f.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17). 5. Ῥαψώ f. N. einer Göttin od. Nymphe (Phaleron IVa).
Etymology : Zu ῥαψῳδός s. bes. Zu ράπτω mit durchgeführter Schwundstufe kann lit. verpiù, ver̃pti spinnen bis auf den Ablaut stimmen : idg. u̯erp- ~ u̯r̥p-; daneben mit Schwundstufe lit. vir̃pti (vìrpti), virpė́ti beben, zittern, vibrieren; zur Bed. vgl. lett. virpêt mit Hilfe einer Spindel spinnen, auch zittern, vḕrpt spinnen, hin und her drehen. Über aind. (RV) várpas- n. (von Schrader KZ 30, 481 herangezogen) ist wegen der unklaren Bed. (am ehesten Gestalt, Erscheinung; auch Verwandlung od. sogar List?) kein sicheres Urteil möglich. — Über die vielen Ableitungen der balt. Verba, die fürs Griech. nichts lehren, s. Fraenkel s. ver̃pti und virpė́ti m. reicher Lit.; ält. Lit. auch bei Bq. —Weiteres s. ῥέπω, ῥέμβομαι.
Page 2,643

Léxico de magia

coser un sapo, tras introducir en él una lámina de plomo ῥάψας λίνῳ Ἀνουβιακῷ χαλκῇ βελόνῃ cosiéndolo con hilo de Anubis y una aguja de bronce P XXXVI 236

Translations

Ainu: ケメィキ; Aklanon: tahi'; Arabic:, خَاطَ‎, خَيَّطَ‎; Armenian: կարել; Aromanian: cos; Assamese: সীয়া, চিলোৱা; Bashkir: тегеү; Belarusian: шыць; Breton: gwriat; Bulgarian: шия; Burmese: ချုပ်; Catalan: cosir; Cebuano: tahi; Chechen: тега; Chinese Mandarin: 縫, 缝, 縫製, 缝制, 縫紉, 缝纫; Czech: šít; Dalmatian: coser; Danish: sy; Dutch: naaien; Esperanto: kudri; Evenki: улли-; Extremaduran: cosel; Finnish: ommella; French: coudre; Friulian: cusî; Galician: coser; Georgian: კერვა; German: nähen; Gothic: 𐍃𐌹𐌿𐌾𐌰𐌽; Greek: ράβω; Ancient Greek: ῥάπτω, κασσύω; Greenlandic: mersorpaa; Hawaiian: humuhumu; Hebrew: תָּפַר‎; Higaonon: tahi; Hindi: सीना, सिलना; Hungarian: varr; Hunsrik: nehe; Icelandic: sauma; Ido: sutar; Indonesian: jahit, menjahit; Irish: fuaigh; Isnag: daxet; Italian: cucire; Japanese: 縫う, 縫製する; Javanese: dondom; Kashubian: szëc; Korean: 깁다, 꿰매다; Kurdish Central Kurdish: دوورین‎; Kyrgyz: тик-; Ladino: kuzir; Lao: ຫຍິບ, ສນະ; Latgalian: šyut; Latin: suo; Latvian: šūt; Lingala: tonga; Lithuanian: siūti; Lombard: cusì, cüsì; Luxembourgish: bitzen; Macedonian: шие; Malay: jahit; Manchu: ᡠᡶᡳᠮᠪᡳ; Mansaka: tai; Manx: whaal, fuaill; Maori: tuitui; Nanai: улпи-; Norman: couôtre; Northern Sami: goarrut; Norwegian Bokmål: sy; Nynorsk: sy; Occitan: cordurar, cóser; Oromo: hodhuu; Ossetian: хуийын; Persian: دوختن‎, آجیدن‎; Polish: szyć; Portuguese: costurar, coser; Quechua: siray, sirai, hirai; Romanian: coase; Romansch: cuser, cusir; Russian: шить; Sanskrit: सीव्यति; Santali: ᱨᱳᱜ; Sardinian: cosie, cosire, cusiri, cusire; Scottish Gaelic: fuaigheil; Serbo-Croatian: šivati, шивати, šiti, шити; Sicilian: cùsiri, nchimari; Sindhi: سِبَڻُ‎; Slovak: šiť; Slovene: šivati; Sorbian Lower Sorbian: šyś; Upper Sorbian: šić; Spanish: coser; Sudovian: shūt; Sundanese: kaput, ngaput; Swedish: sy; Tamil: தை; Tausug: tahi; Thai: เย็บ; Tibetan: བཙེམས; Tok Pisin: samapim; Turkish: dikmek; Ukrainian: шити; Vietnamese: khâu, may; Volapük: nägön; Welsh: gwnïo; Yakut: тик; Yiddish: נייען‎; Yámana: umaka; Zealandic: naoie