σέλινον

From LSJ
Revision as of 11:57, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλῑνον Medium diacritics: σέλινον Low diacritics: σέλινον Capitals: ΣΕΛΙΝΟΝ
Transliteration A: sélinon Transliteration B: selinon Transliteration C: selinon Beta Code: se/linon

English (LSJ)

τό, Aeol. σέλιννον Choerob.in An.Ox.2.258:—
A celery, Apium graveolens, Il.2.776, Od.5.72, Batr.54, Ar.Nu.982, Eub.36 (pl.), Thphr.HP1.2.2, CP6.11.10, Nic.Th.649; σελίνου σπέρμα Hdt.4.71; it had curly leaves, v. οὖλος (B), and grew in marshy spots, Il. l.c., Thphr.HP9.11.10; σελίνων στεφανίσκοι Anacr.54, cf. Theoc.3.23, AP4.1.31 (Mel.); of the chaplets with which the victors at the Isthmian and Nemean Games were crowned, Pi.O.13.33; Κορίνθια σέλινα Id.N.4.88, cf. I.2.16, Com.Adesp.153, D.S.16.79; such chaplets were also hung on tombs, τὸ σ. πένθεσι προσήκει Duris 33 J.: hence persons dangerously ill were said δεῖσθαι τοῦ σελίνου = need parsley, be on one's death throes, Plu.2.676d, cf. Tim. 26; σελίνων στέφανος νοσοῦντας ἀναιρεῖ Artem.1.77; mostly planted in garden borders (cf. σ. κηπαῖον Dsc.3.64), hence prov., οὐδ' ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ' ἐν πηγάνῳ = 'it is scarcely begun yet', Ar.V.480.
2 σέλινον ἄγριον = βατράχιον, Dsc.2.175; = σμύρνιον, Ps.-Dsc.3.67; = ἐλεοσέλινον, ib.64.
II pudenda muliebria, Phot., cf. Sch.Theoc.11.10. [ῐ only in AP7.621.]

German (Pape)

[Seite 870] τό, Eppich, ein Pflanzengeschlecht, zu dem Sellerie u. Petersilie gehört, lat. apium; ἐλεόθρεπτον, Il. 2, 776; λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, Od. 5, 72; die Alten aßen die Wurzeln und brauchten die Blätter wegen ihres kräftigen, erquickenden Geruchs gern zu Kränzen, mit denen bes. die isthmischen u. die nemeischen Sieger gekränzt wurden; πλόκος σελίνων, Pind. Ol. 13, 33; Δωρίων σελίνων στεφάνωμα, I. 2, 16, vgl. 7, 64; Ar. Vesp. 480; Theocr. 3, 22; und in Prosa, σελίνων πεπλεγμένος, Luc. gymn. 9. Man schmückte auch die Grabsteine damit, dah. sprichwörtlich von einem gefährlichen Kranken σελίνου δεῖται, er braucht Eppich, d. i. er wird bald sterben, Diogen. 8, 57 u. Suid.; vgl. Euphor. bei Plut. Symp. 5, 3, 3 u. Mein. dazu p. 82. – Wegen der krausen Blätter des Eppichs heißt krauses Haar σελίνων οὐλοτέρη, Philodem. 10 (V, 121); deshalb leiten es Einige von ἑλίσσω, ἕλιξ ab; Andere führen es auf ἕλος zurück, da der Eppich am liebsten in wasserreichen Gegenden wächst. – Nach Hesych. auch die weibliche Schaam. – [Ep. ad. 643 (VII, 621) ist ι kurz gebraucht.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 ache ou persil, plante ; on en faisait des couronnes aux vainqueurs des jeux isthmiques et néméens ; on s'en servait également pour ranimer les mourants, d'où le ◊ prov. : σελίνου δεῖται PLUT il a besoin de persil, càd il va mourir {« il ne lui faut plus que de l'ache » (Bescherel 1845, en parlant d'un malade désespéré)} ; on le cultivait à l'entrée des jardins ou aux bords des plants, d'où le ◊ prov. : οὐδ' ἐν σελίνῳ AR pas même encore au persil, càd à l'entrée (du jardin) ou au commencement de la besogne;
2 « le frisé » Phot., cf. ἄρκηλα, βρύσσος, σπατάγγης, κῆπος.
Étymologie: DELG emprunt ou substrat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέλῑνον -ου, τό selderij, zaad van selderij; spreekw.. οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστίν je bent nog niet eens aan het begin Aristoph. Ve. 480.

Russian (Dvoretsky)

σέλῑνον: τό (Anth. тж. ῐ) бот. сельдерей (Apium graveolens) Hom., Her., Arst., Plut.: σελίνων στεφάνωμα Pind. венок из сельдерея (которым награждались победители на Истмийских и Пифийских играх); οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ погов. Arph. твои дела не находятся (еще) ни у сельдерея, ни у руты, т. е. еще и не начинались (оба эти растения сажалась обычно по краям огородов); σελίνου δεῖται Plut. погов. он нуждается в сельдерее, т. е. дни его сочтены (сельдереем часто украшались могилы).

English (Slater)

σέλῑνον wild parsely from which were made crowns for Isthmian victors. δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.33) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (N. 4.88) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.16) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64)

Spanish

apio

Greek Monolingual

σέλινο, το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α
κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών του φυτού Αpium graveolens του γένους Άπιο της οικογένειας απιίδες ή σκιαδοφόρα, οι οποίες καλλιεργούνται η μία για τα εδώδιμα φύλλα της που τρώγονται ως λαχανικό ή χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα και η άλλη για τη διογκωμένη ρίζα της που έχει την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα και χρησιμοποιείται κατά τον ίδιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ή λ. που προέρχεται από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. κύμινον, ῥητίνη). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. serino). Από τη λ. σέλινον παράγεται το τοπωνύμιο Σελινοῦς με κατάλ. -οῦς / -οῦσσα, συνηρημένη μορφή της κατάλ. -όεις, -όεσσα (πρβλ. Οἰνοῦς)].

Greek Monotonic

σέλῑνον: τό, το φυτό πετροσέλινο ή μαϊντανός, Λατ. apium, σε Όμηρ. κ.λπ.· με στεφάνια από τα φύλλα του στεφανώνονταν οι νικητές των Ισθμίων και των Νεμέων, σε Πίνδ.· από το γεγονός ότι φυτευόταν στην άκρη των κήπων προέκυψε η παροιμ. φράση, οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ, μόλις έχει αρχίσει, μόλις έχει γίνει η αρχή, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σέλῑνον: τό, Αἰολ. σέλινον Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 258· - εἶδος σελίνου, Λατ. apium, Ἰλ. Β. 776, Ὀδ. Ε. 72· σελίνου σπέρμα Ἡρόδ. 4. 71· - οἱ παλαιοὶ ἔτρωγον τὰς ῥίζας (Ἀριστοφ. Νεφ. 982, Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10), καὶ ἐκ τῶν φύλλων ἐποίουν στεφάνους (Ἀνακρ. 54, Θεόκρ. 3. 23, Ἀνθ. Π. 4. 1, 32)· διὰ τοιούτων δὲ στεφάνων ἐστεφανοῦντο οἱ νικηταὶ ἐν τοῖς Ἰσθμίοις καὶ τοῖς Νεμέοις, Πινδ. Ο. 13. 46, Ν. 4. 143, Ι. 2. 23, πρβλ. Διόδ. 16. 79· τοιούτους στεφάνους ἀνήρτων καὶ εἰς τοὺς τάφους, ὅθεν παροιμία ἐπὶ ἀνθρώπων νοσούντων ἐπικινδύνως: σελίνου δεῖται Πλούτ. 2. 676D, πρβλ. Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 108· ἐφυτεύοντο δὲ τὰ σέλινα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ τὰ περιθώρια τοῦ κήπου, ὅθεν καὶ ἡ παροιμία: οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, μόλις ἔχει γείνῃ ἀρχῆ, Ἀριστοφ. Σφ. 480. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὰ ἕλιξ, ἑλίσσω. ὡς ἐκ τῶν σγουρῶν ἢ συνεστραμμένων φύλλων τοῦ (ὥσπερ σ., οὖλα, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 13, Ἀνθ. Π. 5. 121· πολύγναμπτον σ. Θεόκρ. 7. 68)· κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ ἕλος, ἐπειδὴ αὐξάνεται μάλιστα εἰς τόπους ἑλώδεις καὶ ὑγρούς, ἑλεόθρεπτον σέλινον Ἰλ. Β. 776). [ῐ μόνον ἐν Ἀνθ. Π. 7. 621].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: celery, Apium graveolens (Il.; on the meaning Andrews ClassPhil. 44, 91 ff.), also metaph. pudenda rnuliebria (Phot.)
Other forms: (Aeol. -νν- gramm.).
Dialectal forms: Myc. serino.
Compounds: Often as 2. member, e.g. πετροσέλινον n. rock celery (Dsc.; Lat. petroselinum, MLat. petrosilium > NHG. Petersilie); s. Strömberg Pflanz. 33.
Derivatives: From this the river- and townname Σελινοῦς, Σελινοῦντος m., as townname also f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 33 n. 2; cf. also Leumann Hom. Wörter 300ff. and Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233) with Σελινούντιος of S. (Megar., Th., Str.), also Σελινούσιος (Thphr.); on the formation Schwyzer 528 and 466; but Σελινουσία κράμβης (cabbage) εἶδος (H., Eudem. ap. Ath.) from σέλινον. -- Further the late and rare σελίνινος = of celery, σελινίτης οἰνος, σελινᾶτον n. = Lat. apiatum.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)
Etymology: Without acceptable etymology; prob. foreign word like κύμινον, ῥητίνη (s. vv.). Strömberg Pflanz. 37 thinks (with Hesselman) of σέλμα, σελίς ("after the rough, hollow stalk"). To be rejected Sommer Lautst. 111 f. (s. Bq and WP. 1, 300). -- Furnée 351 points to Myc. sarinuwote.

Middle Liddell

σέλῑνον, ου, τό,
parsley, Lat. apium, Hom., etc.:—with its leaves victors at the Isthmian and Nemean Games were crowned, Pind.:—from its being planted in garden borders came the prov., οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ "tis scarcely begun yet, " Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σέλινον: {sélīnon}
Forms: (äol. -νν- Gramm.); myk. se-ri-no.
Grammar: n.
Meaning: Eppich, Apium graveolens (seit Il.; zur Bed. Andrews ClassPhil. 44, 91 ff.), auch übertr. pudenda rnuliebria (Phot.)
Composita: Oft als Hinterglied, z.B. πετροσέλινον n. Felseneppich (Dsk.; lat. petro-selīnum, mlat. petrosilium > nhd. Petersilie); s. Strömberg Pflanz. 33.
Derivative: Davon der Fluß- und Stadtname Σελινοῦς, -οῦντος m., als Stadtname auch f. (zum Genus Schwyzer-Debrunner 33 A. 2; vgl. noch Leumann Hom. Wörter 300ff. und Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233) mit -ούντιος ‘aus S.’ (megar., Th., Str.), auch -ούσιος (Thphr.); zur Bildung Schwyzer 528 und 466; aber -ουσία· κράμβης εἶδος (H., Eudem. ap. Ath.) von σέλινον. — Dazu die späten und seltenen σελίνινος aus Eppich, -ίτης οἰνος, -ᾶτον n. = lat. apiātum.
Etymology: Ohne annehmbare Etymologie; wohl Fremdwort wie κύμινον, ῥητίνη (s. dd.). Strömberg Pflanz. 37 denkt (mit Hesselman) an σέλμα, σελίς ("nach dem groben, hohlen Stengel"). Abzulehnen Sommer Lautst. 111 f. (s. Bq und WP. 1, 300).
Page 2,691

Léxico de magia

τό bot. apio σελίνου καὶ εὐζώμου σπέρμα πρόπιε bebe previamente apio y semilla de roqueta SM 76 11

Translations

celery

Abkhaz: асона; Afrikaans: seldery; Albanian: selino; Arabic: كَرَفْس‎; Egyptian Arabic: كرفس‎; Hijazi Arabic: كرَفس‎; Moroccan Arabic: كرافس‎; Armenian: նեխուր, կարոս; Azerbaijani: kərəviz; Belarusian: салера, сельдэрэй; Bulgarian: целина, керевиз; Catalan: api; Chinese Cantonese: 西芹, 芹菜; Mandarin: 芹菜; Cree: kaspipakwa; Czech: celer; Danish: selleri; Dutch: selderij, selderie, selder; Esperanto: celerio; Estonian: seller; Faroese: sellarí; Finnish: selleri; French: céleri; Galician: apio; Georgian: ნიახური; German: Sellerie; Greek: σέλινο; Ancient Greek: σέλινον; Mycenaean: 𐀮𐀪𐀜; Greenlandic: selleri; Hawaiian: kelaki, kalelē; Hebrew: כַּרְפַּס‎, סֶלֶרִי‎; Hindi: अजमोद; Hungarian: zeller, szárzeller; Icelandic: sellerí; Ido: celerio; Indonesian: seledri; Interlingua: seleri; Irish: soilire; Italian: sedano; Japanese: セロリ; Kazakh: балдыркөк; Korean: 셀러리, 샐러리; Kurdish Northern Kurdish: kerefs; Kyrgyz: сельдерей; Lao: ຜັນເຊເລຣີ; Latin: apium; Latvian: selerija; Lithuanian: salieras; Low German: Selleree; Macedonian: целер; Malay: saderi, seladeri, daun sup; Malayalam: അയമോദകം; Maltese: karfus; Maori: tūtaekōau, harere, herewī; Mingrelian: სონა; Mongolian: селөдерей, майлз; Navajo: hazaʼaleehtsoh; Neapolitan: accio; Norman: céléri; Norwegian: selleri; Occitan: api; Ossetian: маламар; Persian: کرفس‎; Polish: seler, seler naciowy; Portuguese: aipo; Romanian: țelină; Romansch: sellerin; Russian: сельдерей; Sardinian: àppiu, àpiu; Scottish Gaelic: soilire; Serbo-Croatian Cyrillic: целер; Roman: celer; Sicilian: accia; Slovak: zeler; Slovene: zelena; Sorbian Lower Sorbian: měrik, selerij; Spanish: apio; Swedish: selleri; Tagalog: kintsay, apyo; Tajik: карафс; Tatar: сельдерей; Thai: เซเลรี่; Tocharian B: ajamot; Turkish: kereviz; Turkmen: seldereý; Ukrainian: селера, салера; Uyghur: چىڭسەي‎; Uzbek: selderey; Vietnamese: cần tây; Volapük: sälärid; Walloon: celeri; Yiddish: סעלעריע‎