ἀναχαιτίζω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
(χαίτη) of a horse, A throw the mane back, rear up, ἀ. φόβῳ E.Rh.786; κόμην ἀ. Hld.2.36: metaph. of men, become restive, S.Fr.179, Plu.Demetr.34; θάλαττα ἀναχαιτίζουσα a turbulent sea, Philostr.Im.2.17. 2 c. acc., throw a rider, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν, of a branch, E.Ba.1072: metaph., overthrow, upset, ἔσφηλε κἀνεχαίτισεν Id.Hipp.1232, cf. Tim.Pers.18; ἀνεχαίτισε καὶ διέλυσε D.2.9; ἀνακεχαίτικεν [ἡμᾶς], of wine, Anaxandr.3; βίος -ισμένος Epicur.Sent.Vat.57. 3 c. gen., ἀ. τῶν πραγμάτων shake off the yoke of, retire from business, Plu.Ant.21; ἀ. ἐκ . . 2.611f (cj.). b lose, be disappointed of, ἑνὸς δὲ . . οὐκ ἀνεχαιτίσθην τῆς φιλίας one [sage] did not disappoint me, Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr. 8(3).136.9 (s.v.l.). II hold back by the hair: hence generally, check, τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον Luc.Lex.15, cf. Procop.Goth.4.18; restrain, ἐπιδρομάς Id.Aed.2.11; πόλεμον Memn.51; ἀ. [τὸ θυμικὸν] τῆς ἀλόγου ὁρμῆς Alex.Aphr.in Top.372.17.
Spanish (DGE)
A c. mov. hacia arriba
I intr.
1 sacudir las crines de unas yeguas φόβῳ E.Rh.786, ὥσπερ ἵππος ἀναχαιτίσας Plu.2.150a.
2 fig. desmelenarse, enfurecerse S.Fr.179, ὁ δῆμος Plu.Demetr.34, θάλαττα ἀναχαιτίζουσα Philostr.Im.2.17, cf. Ph.1.58, I.BI 2.370, 5.389.
II tr. hacer perder el equilibrio, volcar φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν cuidando que (la rama) no lo despidiera E.Ba.1072, cf. Hipp.1232, Tim.15.18, abs., Men.Sam.209, de los efectos del vino, Anaxandr.3
•fig. ἅπαντ' ἀνεχαίτισε desbarató toda la situación D.2.9
•en v. pas. βίος ἀνακεχαιτισμένος Epicur.Sent.Vat.[6] 56-57.
B c. mov. hacia atrás
1 c. ac. retener, sujetar, frenar ὁ φόβος ... τὰς ὁρμὰς Ph.1.19, τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον Luc.Lex.15, τοὺς στρατιώτας D.C.65.18.3, τὸν ἵππον D.C.76.14.4, cf. Memn.35.6, Alex.Aphr.in Top.372.17, Chrys.M.58.766, Procop.Goth.4.18.6, Aed.2.11.
2 intr. retirarse τῶν πραγμάτων Plu.Ant.21, cf. Ph.1.171, Clem.Al.Paed.1.9.86
•en v. med.-pas. desengañarse, decepcionarse ἑνὸς δὲ ... οὐκ ἀνεχαιτίσθην τῆς φιλίας solamente de la amistad de uno no quedé decepcionado Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).136.9.
German (Pape)
[Seite 214] (χαίτη), 1) eigtl. von einem wilden Rosse, das die Mähnen sträubt (τὴν κόμην Philostr. p. 863), sich bäumen und den Reiter abwerfen, Plut. Conv. Sap. 4; τοὺς ἐπιβάτας ἀναχαιτίσαντες ἀποσείονται D. Hal. 5, 15; vgl. ἵπποι ἀνεχαίτισαν φόβῳ Eur. Rhes. 785; übh. abschütteln, abwerfen, Bacch. 1072; vgl. ἁψῖδα Hippol. 1232; ἀνακεχαίτικεν, er hat umgestoßen, Anaxandr. Ath. XI, 481 f; dah. übtr., von widerspenstigen Menschen: die bestehende Ordnung umstürzen, ἅπαντα ἀνεχαίτισε καὶ διέλυσε Dem. 2, 9, wozu Harpocr. Erkl. ἀντὶ τοῦ ἀνέκοψεν ἢ ἀνέτρεψεν gehört; vgl. δῆμος ἀναχαιτίσας Plut. Demetr. 84, wozu Suid. Erkl. ἀπειθεῖν gehört; auch mit dem gen., ἀνεχαίτισε πραγμάτων, er machte sich von Geschäften frei, schaffte sie sich vom Halse, Plut. Ant. 21. – 2) zurückhalten, τὴν ναῦν τοῦ δρόμου Luc. Lexiph. 15; vgl. Tragodop. 305; eigtl. bei den Haaren zurückziehen, 1;. A. 19 ἀνακόψαι εἰς τοὐπίσω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναχαιτίσω, ao. ἀνεχαίτισα, pf. ἀνακεχαίτικα;
I. (ἀνά, en haut);
1 secouer sa crinière ; p. ext. devenir rétif, regimber ; fig. secouer le joug des affaires;
2 renverser (le char) en faisant se cabrer les chevaux en parl. d'un taureau;
3 jeter à terre;
4 arrêter.
Étymologie: ἀνά, χαιτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχαιτίζω:
1 трясти гривой, перен. становиться на дыбы (ἵπποι ἀνεχαίτιζον Eur.; ἵππος ἀναχαιτίσας Plut.);
2 сбрасывать на землю (τινά Eur.);
3 опрокидывать, ниспровергать (ἅπαντα ἀ. καὶ διαλύειν Dem.);
4 восставать, бунтовать (δῆμος ἀναχαιτίσας Plut.);
5 сбрасывать, сваливать с себя, освобождаться (τῶν πραγμάτων Plut.);
6 удерживать, задерживать (τὴν ναῦν τοῦ δρόμου Luc.);
7 преграждать (τὸν δρόμον τινός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαιτίζω: (χαίτη) ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω ὀπίσω τὴν χαίτην καὶ ἀνίσταμαι ἐπὶ τῶν δύο ὀπισθίων ποδῶν, κἀνεχαίτιζον φόβῳ Εὐρ. Ρῆσ. 786· κόμην ἀν. Ἡλιόδ. 2. 36· μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, γίνομαι σκληροτράχηλος, δυσπειθής, Σοφ. Ἀποσπ. 189, Πλουτ. Δημήτρ. 34· θάλαττα ἀναχαιτίζουσα, τρικυμιώδης, Φιλόστρ. 835. 2) μετ’ αἰτ., ἀνίσταμαι ἐπὶ τῶν δύο ὀπισθίων ποδῶν καὶ ῥίπτω τὸν ἀναβάτην, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν, μήπως τὸν ῥίψῃ, Εὐρ. Βάκχ. 1072: - μεταφ., καταρρίπτω. ἀνατρέπω, ἔσφηλε κἀνεχαίτισεν ὁ αὐτ. Ἱππ. 1232· ἀνεχαίτισε καὶ διέλυσε Δημ. 20. 27· ἀνεχαίτικεν [ἡμᾶς], ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγροίκοις» 2· πρβλ. ἐκτραχηλίζω. 3) μετὰ γεν., ἀν. τῶν πραγμάτων, ἐκτινάσσω, ἀποσείω τὸν ζυγὸν τῶν ἀσχολιῶν, ἀπαλλάσσομαι αὐτῶν, Πλουτ. Ἀντών. 21, ἴδε Schäf. ἐν τόπῳ. ΙΙ. κρατῶ ὀπίσω διὰ τῆς χαίτης, ἐμποδίζω, ἀνακόπτω, ἐν γένει σταματῶ, ἀν. ναῦν δρόμου Λουκ. Λεξιφ. 15: - ἀμετάβ., τινάσσομαι ὀπίσω, Κλήμ. Ἀλεξ. 149.
Greek Monolingual
(AM ἀναχαιτίζω)
εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι
μσν.
(αμτβ.)
1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ
2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου
αρχ.
Ι. (αμτβ.)
1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια
2. (για ανθρώπους) μτφ. είμαι ή γίνομαι ανυπάκουος, απείθαρχος
II. (μτβ.)
1. ανατρέπω, καταστρέφω
2. αποφεύγω υποχρεώσεις, απαλλάσσομαι από ασχολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + χαιτίζω < χαίτη.
Greek Monotonic
ἀναχαιτίζω: μέλ. -σω (χαίτη), 1.λέγεται για άλογο, ρίχνω πίσω τη χαίτη, ορθώνω, σε Ευρ.· μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, γίνομαι σκληροτράχηλος, σε Πλούτ.
2. με αιτ., ορθώνομαι και ρίχνω τον αναβάτη, σε Ευρ.· μεταφ. αναταράζω, στον ίδ., Δημ.
3. με γεν., ἀν τῶν πραγμάτων, αποτινάσσω τον ζυγό των ασχολιών, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χαίτη
1. of a horse, to throw back the mane, rear up, Eur.: metaph. of men, to become restive, Plut.
2. c. acc. to rear up and throw the rider, Eur.:—metaph. to upset, Eur., Dem.
3. c. gen., ἀν. τῶν πραγμάτων to shake off the yoke of business, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=ρίχνω πρός τά πίσω τή χαίτη καί σηκώνομαι στά δυό πισινά πόδια, γιά ἄλογα, ἐμποδίζω, ἀνακόπτω). Άπό τό ἀνά + χαίτη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναχαίτισις, ἀναχαίτισμα, ἀναχαιτισμός.