διαρκής

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρκής Medium diacritics: διαρκής Low diacritics: διαρκής Capitals: ΔΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: diarkḗs Transliteration B: diarkēs Transliteration C: diarkis Beta Code: diarkh/s

English (LSJ)

διαρκές,
A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr. CP 1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc.
2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. διαρκῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; διαρκῶς ἔχειν τι = to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν = live in complete competence, X.Mem.2.8.6.

Spanish (DGE)

-ές
I 1c. idea de cantidad suficiente δ. χώρα territorio amplio, extenso Th.1.15, cf. 6.90, τροφή D.50.23, Arist.HA 626a2, Thphr.CP 1.11.6, cf. Ph.2.464, δυνάμεις D.H.4.23, ὑετοί Plu.Alex.27, ἀποθέσεις Luc.Hipp.5
inagotable πηγή Gr.Thaum.Pan.Or.4.2, fig. λόγος Gr.Thaum.Pan.Or.4.30.
2 en sent. fís. resistente ἵπποι Them.Or.11.146a, σκῦτος Luc.Anach.24
subst. τὸ διαρκέστατον la competición que requiere la máxima resistencia, e.e. la prueba de fondo Paus.6.13.3
neutr. plu. como adv. con mucha resistencia ζῆν ... εἰς τὸ γέρας διαρκέστατα X.Mem.2.8.6.
3 ref. al tiempo duradero ὠφέλεια D.3.33, ἡ φύσις οὐκ ἐπὶ πολὺ δ. D.H.6.54
continuo, constante ἡ πρὸς τὸν νοῦν αὐτοῦ δ. ἐπιστροφή Porph.Plot.8.23
de pers. constante, perseverante ἕτεροι D.C.37.57.3.
II adv. διαρκῶς = suficientemente συνάπτει Demoph.Sent.10, εἶχον Procop.Pers.1.21.8, cf. S.E.P.3.115, Eun.Hist.1.47.

German (Pape)

[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 suffisant ; particul. qui suffit aux besoins (des habitants);
2 qui se soutient, qui dure.
Étymologie: διά, ἀρκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.

Russian (Dvoretsky)

διαρκής:
1 достаточный (χρήματα καὶ σῖτος Thuc.; ὠφέλεια Dem.; τροφή Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);
2 длительный, продолжительный (ὑετοί, ἔρως Plut.).

Greek Monolingual

-ές (AM διαρκής, -ές)
1. αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος
2. παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο
3. σταθερός, μόνιμος
αρχ.
επαρκής, αρκετός.

Greek Monotonic

διαρκής: -ές,
1. αρκετός, επαρκής, υπεραρκετός, σε Θουκ.
2. συνεχής, μόνιμος, διαρκής, αδιάκοπος, επίμονος, εξακολουθητικός, σε Δημ.· επίρρ. -κῶς, υπερθ. διαρκέστατα, επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.

Middle Liddell

διαρκής, ές adj [from διαρκέω
1. quite sufficient, Thuc.
2. lasting, Dem.:—adv. -κῶς, Sup. διαρκέστατα in complete competence, Xen.

English (Woodhouse)

enough

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)