σύντομος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
σύντομον,
A cut short, abridged, especially of a road, ἀτραπὸς ξύντομος a shortcut, Ar.Ra.123; ἡ κατάβασις συντομωτέρη Hdt.7.223; τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ Id.1.185, 4.136; συντομώτατον the shortest cut, Id.2.158, 4.183; τὰ συντομώτατα Th.2.97; σύντομος (sc. ὁδός) Hdt.5.17, X.HG7.2.13, etc.; συντομωτάτη ὁδός Heraclit.(?) 135; τὴν συντομωτάτην.. ἦγε X.HG7.5.21; cf. συντέμνω ΙΙ,III.
2 of language, concise, brief, μῦθος A.Pers.698 (troch.), cf. E.Heracl.784 (Sup.), etc; συντομώτερος ὁ λόγος Isoc.3.27; σ. λέξις Arist.Rh.1414a25; ἐπεισόδια Id.Po.1455b16; σύντομος ἀνάμνησις a concise summary, Id.Rh.Al.1433b29; διαλογισμός Epicur.Ep.2p.35U.; φανῶ.. σημεῖα τῶνδε σ. S.OT710; τὸ σύντομον = conciseness, D.H. Vett.Cens.3.1.
3 of other things, συντομωτάτη διαπολέμησις Th.7.42; σύντομος ἐμβολή, σύντομος παρουσία, etc., Plb.3.78.6, 11.1.1, etc.
4 of stature, short, Call.Epigr.13.
II Adv. συντόμως = concisely, briefly, συντόμως φημίσασθαι, συντόμως λέξειν, etc., A.Ag.629, Eu.585, etc.; πεύσει τὰ πάντα συντόμως ib.415; ὡς συντόμως εἰπεῖν Pl.Ti.25e: also neut. pl., εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα S.Ant.446 (v.l. συντόμως): Comp. συντομώτερον Isoc.4.64, etc.: Sup. συντομώτατα Id.10.30; συντομώτατον εἰπεῖν Alex.245.4: but also συντομωτέρως, Is.11.3 (cj.), Epicur.Ep.1p.27U.; συντομωτάτως S.OC1579.
2 of time, shortly, quickly, immediately, ἀπολλύναι Hp.Aph.3.12, cf. S.OT810, PCair.Zen.412.9 (iii B.C.), Plb.8.16.7, J.AJ7.9.7. Sor.1.91, etc.: Sup. συντομώτατα Rev.Arch.22(1925).62 (Callatis, iii B.C.), PCair.Zen.28.8 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1036] zusammengeschnitten, beschnitten, abgekürzt, kurz; μήτι μακεστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων, Aesch. Pers. 684, wie Soph. εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 442; μύθους συντομωτάτους κλύειν, Eur. Heracl. 784; Ar. Ran. 123; ἡ σύντομος, sc. ὁδός, der kurze Weg, Richtweg, Her. 5, 17; auch τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ, 1, 185. 4, 136; συντομώτατόν ἐστι, es ist der kürzeste Weg, 7, 121; συντομωτάτη διαπολέμησις, Thuc. 7, 42; ὁδός, Xen. Cyr. 1, 6, 21, wie Pol. u. a. Sp. – Adv. συντόμως, in Kurzem, bes. von der Rede, πεύσῃ τὰ πάντα συντόμως, Aesch. Eum. 393; λέξομεν, 555; ξυντομωτάτως μὲν ἂν τύχοιμι λέξας, Soph. O. C. 1575; ὡς συντόμως εἰπεῖν, Plat. Tim. 25 e; συντομώτερον, Isocr. Paneg. 64 nach Bekker, vulg. συντομωτέρως. Auch ὡς ἐν συντόμῳ λεκτέον, S. Emp. pyrrh. 2, 236; ὡς ἐν συντόμοις εἰρήσθω, adv. phys. 2, 233; von der Zeit, sogleich, Soph. O. R. 810; Hachon bei Ath. VIII, 349 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
raccourci, court :
1 en parl. d'un chemin, d'un trajet σύντομος ὁδός XÉN, ἡ σύντομος HDT, ἡ συντομωτάτη XÉN le chemin le plus court;
2 en parl. du langage, du style συντομώτερος λόγος ISOCR discours plus concis;
3 en gén. (guerre, etc.);
Cp. συντομώτερος, Sp. συντομώτατος.
Étymologie: συντέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύντομος -ον, Att. ook ξύντομος [συντέμνω] van tijd of ruimte kort:; ξυντομωτάτην διαπολέμησιν de kortste manier om de oorlog te beeïndigen Thuc. 7.42.5; adv. συντόμως in korte tijd, onmiddellijk:; σ. ἀποθανεῖν op slag dood zijn Plut. Brut. 52.8; van wegen, ook subst. ἡ σύντομος en ἡ συντομωτάτη kort(st)e weg, n. adv. (τὸ) συντομώτατον en τὰ συντομώτατα langs de kortste weg. van stijl beknopt:. σ. λέξις beknopte manier van spreken Aristot. Rh. 1414a25; εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ συντόμως vertel het me, niet uitgebreid maar beknopt Soph. Ant. 446; ὡς συντόμως εἰπεῖν om kort te gaan Plat. Tim. 25e.
Russian (Dvoretsky)
σύντομος:
1 краткий, сокращенный (ὁδός Xen.): ἡ συντομωτάτη (sc. ὁδός) Xen. кратчайший путь;
2 сжатый, короткий (λόγος Isocr., Sext.);
3 быстрый, стремительный (διαπολέμησις Thuc.). - см. тж. σύντομον.
II ἡ (sc. ὁδός) (наиболее) короткий (кратчайший) путь Her.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύντομος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A
1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.)
2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη έκθεση» β. «φανῶ... σημεῖα τῶνδε σύντομα», Σοφ.)
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) σύντομον
με συντομία
αρχ.
1. (για ανάστημα) κοντός
2. ξαφνικός, άμεσος («σύντομον... θάνατον», Ωριγ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σύντομος
(ενν. ὁδός) σύντομος δρόμος
4. το ουδ. ως ουσ. η συντομία
5. φρ. «ἐν συντόμῳ»
α) με λίγα λόγια
β) σε επιτομή (Επιφάν.).
επίρρ...
συντόμως ΝΜΑ, και σύντομα Ν
1. εν συντομία, με λίγα λόγια
2. (για χρόνο) σε μικρό χρονικό διάστημα, προσεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ἀπότομος, ἐπίτομος].
Greek Monotonic
σύντομος: -ον (συντέμνω), Λατ. concisus·
I. 1. αυτός που έχει περικοπεί, συγκεκομμένος, συντετμημένος, βραχύς, επίτομος· ιδίως λέγεται για δρόμο, σύντομος ἀτραπός, συντομευμένο μονοπάτι, σε Αριστοφ.· συντομώτατον, ο πιο σύντομος δρόμος, σε Ηρόδ.· τὰ ξυντομώτατα, σε Θουκ.· ἡ σύντομος (ενν. ὁδός), σε Ηρόδ.
2. λέγεται για ομιλία, βραχεία σε διάρκεια, συνοπτική, περιληπτική, ολιγόλογη, ολιγόωρη, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
3. λέγεται για χρόνο, ξυντομωτάτην διαπολέμησις, σε Θουκ.
II. 1. επίρρ. -μως, συνοπτικά, περιληπτικά, συντετμημένα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως επίσης, το ουδ. πληθ., σύντομα, σε Σοφ.· συγκρ. και υπερθ. -ώτερον, -ώτατα, σε Ισοκρ.· επίσης, -ώτατος, σε Σοφ.
2. λέγεται για χρόνο, ταχέως, γρήγορα, αμέσως, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σύντομος: -ον, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατιν. concisus, ὡς καὶ νῦν, συντετμημένος, βραχύς, κοινῶς κοντός, μάλιστα ἐπὶ ὁδοῦ, ἀτραπὸς ξύντομος, σύντομον «μονοπάτι», Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· ἡ κατάβασις συντομωτέρη Ἡρόδ. 7. 223· τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 1. 185., 4. 136· συντομώτατον ὁ αὐτ. 2. 158., 4. 183· τὰ ξυντομώτατα Θουκ. 2. 97· ἡ σύντομος (ἐξυπακουομ. ὁδὸς) Ἡρόδ. 5. 17, Ξεν., κλπ.· ἡ συντομωτάτη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 21, πρβλ. συντέμνω ΙΙ, ΙΙΙ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, λόγου, κτλ., σύντομος, βραχύς, ὀλίγος, μῦθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 698. Εὐρ., κλπ.· συντομώτερος ὁ λόγος Ἰσοκρ. 32C· σ. λέξις Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12. 6· ἐπεισόδιον ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17, 9· σ. ἀνάμνησις, σύντομος περίληψις, ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 21, 1· φανῶ… σημεῖα τῶνδε σ. Σοφ. Ο. Τ. 710· τὸ σύντομον, συντομία, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3. 1. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ξυντομωτάτη διαπολέμησις Θουκ. 7. 42· σ. ἐμβολή, παρουσία Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ. 4) ἐπὶ ἀναστήματος, βραχύς, «κοντός», Καλλ. Ἐπιγράμμ. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. συντόμως, ἐν συντομίᾳ, βραχέως, διὰ βραχέων, σ. φημίζειν, λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, Εὐμ. 585, Σοφ., κλπ.· πεύσει τὰ πάντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 415· ὡς σ. εἰπεῖν Πλάτ. Τίμ. 25Ε· ― οὕτως οὐδέτ. πληθ., σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα Σοφ. Ἀντ. 446. ― Συγκρ. -ώτερον, Ἰσοκρ. 53D, κτλ. ― Ὑπερθ. -ώτατα ὁ αὐτ. 214Α· συντομώτατόν γ’ εἰπεῖν Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 4· ― ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ -ωτέρως, Ἰσαῖ. 83. 11· -ωτάτως, Σοφ. Ο. Κ. 159. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν βραχεῖ, ταχέως, ἀμέσως, ἀπολλύναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· οὕτω καὶ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 810, Ξεν., κλπ.
Middle Liddell
σύντομος, ον, συντέμνω
I. Lat. concisus, cut short, abridged, shortened, especially of a road, ς. ἀτραπός a short cut, Ar.; συντομώτατον the shortest cut, Hdt.; τὰ ξυντομώτατα Thuc.; ἡ σύντομος (sub. ὁδόσ) Hdt.
2. of language, concise, brief, curt, short, Aesch., Eur., etc.
3. of time, ξυντομωτάτη διαπολέμησις Thuc.
II. adv. -μως, concisely, shortly, briefly, Aesch., etc.:—so also neut. pl. σύντομα Soph.: comp. and Sup. -ώτερον, -ώτατα, Isocr.; also -ωτάτως, Soph.
2. of time, shortly, immediately, Soph., Xen., etc.
English (Woodhouse)
abridged, concise, cut short, short as a near way, shortened
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συντεμεῖν τοῦ συντέμνω → σύν + τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
concise
Afrikaans: beknopt; Arabic: وَجِيز, مُوجَز; Armenian: սեղմ; Azerbaijani: yığcam, müxtəsər; Belarusian: кароткі, сці́слы, лакані́чны; Bulgarian: кратък, стегнат; Catalan: concís; Chinese Mandarin: 簡明/简明; Czech: stručný; Danish: koncis; Dutch: beknopt, bondig; Esperanto: konciza; Finnish: ytimekäs, lyhytsanainen; French: concis; Galician: conciso; Georgian: მოკლე, შემოკლებული; German: kurz, prägnant, knapp, konzis, bündig, gedrängt; Greek: ξύντομος, σύντομος, περιεκτικός, συνοπτικός, λακωνικός; Ancient Greek: ἀπότομος, βραχυλόγος, βραχύλογος, βραχυρρήμων, ξύντομος, συνηγμένος, σύντομος; Hebrew: תַמצִיתִי; Hindi: संक्षिप्त; Hungarian: tömör, velős; Irish: achomair; Italian: conciso; Japanese: 簡潔な, 手短な; Latin: succinctus, astrictus; Macedonian: краток, збиен, стегнат, лаконски; Mongolian: авсар; Norwegian: konsis; Persian: مختصر; Polish: zwięzły, lakoniczny; Portuguese: conciso, sucinto; Russian: краткий, лаконичный; Scottish Gaelic: pongail; Serbo-Croatian: sažet; Spanish: conciso, breve, sucinto, escueto; Swedish: koncis, kortfattad; Thai: กระชับ; Tibetan: བསྡུས་པ, ཚིག་ཉུང་དོན་བསྡུས་པ, ཚིག་ཉུང་དོན་ཚང, རྡོག་རྩ་བསྒྲིལ་བའི; Turkish: mucez, özlü; Ukrainian: короткий, стислий, лаконі́чний