ἑσμός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, (ἕζομαι)
A that which settles, esp. a swarm of bees, Hdt.5.114, Pl.Lg.708b, X.HG3.2.28; ἑσμὸν λαμβάνειν Plu.Dio24; of wasps, καθ' ἑσμούς = in swarms, Ar.V.1107.
2 any swarm or flock, ἑσμὸς ὑβριστής, of men, A.Supp.30(anap.); ἑ. ὡς πελειάδων ἵζεσθε ib.223; γυναικῶν Ar.Lys.353, etc.; ἑσμὸς τεχνιτῶν Pae.Delph.14; ἑσμὸς στρατιᾶς Epigr.Gr.985 (Philae).
3 (ἵημι) of things, ἑσμοὶ γάλακτος streams of milk, E.Ba. 710; ἑσμὸς μελίσσης γλυκύς, i.e. honey, Epin.1.7; ἑσμὸς νούσων A.Supp. 684 (lyr.); λόγων Pl.R. 450b; ἑσμὸς πληγῶν Ph.2.95; ἑσμὸς παθῶν Porph.Abst. 1.34.
4 = ὁδός, Hsch.; πατρίδος καλῆς τὸν ἐπάξιον ἑσμὸν ἑλέσθαι Arch.Pap.1.220(ii B.C.). (ἐ-freq.in codd., but cf. Ar.V.l.c., Eust.178.16.)
German (Pape)
[Seite 1042] ὁ, oder ἐσμός, ein Schwarm (der zusammen herausgelassen wird, ἵημι, παρὰ τὸ ἅμα πετομένας ἵεσθαι E. M., oder sich zusammen niederläßt, ἕζομαι, Eust.); zunächst von den Bienen, Plat. Legg. IV, 708 b VIII, 843; Bekker schreibt ἐσμός; μελιττῶν Xen. Hell. 3, 2, 20; Arist. H. A. 9, 40; von Wespen, Ar. Vesp. 1107; ὡς πελειάδων Aesch. Suppl. 220; öfter übertr., von jeder Menge, ὑβριστὴς Αἰγυπτογενής id. 30; νούσων 667; γυναικῶν Ar. Lys. 353; ὅσον ἐσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Plat. Rep. V, 450 b; auch γάλακτος, Eur. Bacch. 709; vom Honig, Epinic. bei Ath. X, 432 c; Sp., wie Luc. ὀνομάτων ἀτόπων Lexiph. 17; θηρίων, von Würmern, Plut. Art. 16; σοφίας Themist. – Der spirit. asper wird von den alten Grammatikern ausdrücklich bemerkt – Bei Plut. Dion. 24 wird von den Bienen gesagt ἑσμὸν λαμβάνειν, als Schwarm sich niederlassen, welches für die Ableitung von ἕζομαι spricht.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 essaim d'abeilles;
2 p. ext. essaim, troupe;
3 siège.
Étymologie: ἕζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἑσμός: и ἐσμός ὁ
1 рой (μελισσέων Her. и μελιττῶ Xen., Arst., Plut.; σκωλήκων Plut.): σφῆκες ξυλλεγέντες καθ ἑσμούς Arph. осы, собирающиеся роями;
2 стая (πελειάδων Aesch.);
3 толпа (γυναικῶν Arph.);
4 изобилие, множество: ἑσμοὶ γάλακτος Eur. (целые) потоки молока; ἑ. νούσων Aesch. туча (всяческих) болезней; ἐ. λόγων Plat. словесный поток.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσμός: (οὐχὶ ἐσμός, διότι ἡ ῥίζα εἶναι ἙΔ, ἕζομαι, ἴδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 684, πρβλ. ἀφεσμὸς), ὁ, πᾶν τὸ ἀφθόνως ἐξορμῶν, ἀνάβλυσις, Λατ. scaturigo· ἰδίως σμῆνος μελισσῶν, Ἡρόδ. 5. 114, Πλάτ. Νόμ. 708Β, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 28· σφηκῶν, καθ’ ἑσμούς, κατὰ σμήνη. Ἀριστοφ. Σφ. 1107. 2) πλῆθος ἢ ἀγέλη, ἑσμὸς ὑβριστής, ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31· ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἕζεσθε αὐτόθι 223· γυναικῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 353, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἑσμοί γάλακτος, ῥύακες γάλακτος, Εὐρ. Βάκχ. 710. ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.· προσέτι, ἑσμὸς μελίσσης γλυκύς, ὅ ἐστι μέλι, Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 481, Ἑρμάννου Πονημάτ. 2. 252· ὡσαύτως, ἑσμ. νούσων Αἰσχύλ. Ἱκ. 684· λόγων Πλάτ. Πολ. 450Β. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM ἑσμός)
1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος
2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ.
«ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία της λ. από σύνθετο ε-σμός: α’ συνθετικό ε-, συνδεόμενο με το ρ. ίημι (πρβλ. β’ εν. πρόσ. αορ. προστ. έ-ς, μτχ. μέσ. αορ. έ-μενος)
β’ συνθετικό επίθημα -σμος (πρβλ. δασμός, σεισμός)].
(II)
ἑσμός, ὁ (Α) ίημι
(για πράγματα) καθετί που υπάρχει σε αφθονία («ἑσμοί γάλακτος», ποτάμια γάλακτος, Ευρ.).
Greek Monotonic
ἑσμός: ὁ (ἵημι), οτιδήποτε αναβλύζει, εξορμά, Λατ. scaturigo· ιδίως, σμήνος, πλήθος μελισσών ή σφηκών, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για πράγματα, ἑσμοὶ γάλακτος, ρυάκια, αφθονία γάλακτος, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a swarm of bees (Ion.-Att.).
Compounds: As 1. member e. g. in ἑσμο-τόκος bring forth swarms of bees (AP).
Derivatives: ἕσμιον νόστιμον H. (here?) - Also ἀφεσμός id. (Arist. HA 629a 9) as a cross with ἄφεσις id. (Arist. HA 625a 20; pl.).
Origin: IE [Indo-European] [502] *ieh₁- throw or [884] *sed- sit
Etymology: From ἵημι, resp. ἀφ-ίημι or from ἔζομαι, with σμο-suffix. Schwyzer 493 w. n. 5, Brugmann IF 28, 354f.
Middle Liddell
ἑσμός, ὁ, ἵημι
anything let out, Lat. scaturigo: esp. a swarm of bees or wasps, Hdt., Ar.:—of things, ἑσμοὶ γάλακτος streams of milk, Eur.
Frisk Etymology German
ἑσμός: {hesmós}
Grammar: m.
Meaning: Bienenschwarm, Schwarm (ion. att.).
Composita: Als Vorderglied z. B. in ἑσμοτόκος Bienenschwärme gebärend (AP).
Derivative: Davon ἕσμιον· νόστιμον H. — Auch ἀφεσμός ib. (Arist.HA 629a 9) durch Kreuzung mit ἄφεσις ib. (Arist.HA 625a 20; pl.).
Etymology: Von ἵημι, bzw. ἀφίημι mit σμο-Suffix. Schwyzer 493 m. A. 5 und Lit., Brugmann IF 28, 354f.
Page 1,574-575
English (Woodhouse)
swarm, flock of birds, swarm of bees
Mantoulidis Etymological
(=πλῆθος). Ἀπό τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre
swarm of insects
Afrikaans: swerm; Albanian: shemë; Arabic: ثَوْل; Armenian: պարս; Belarusian: рой; Bulgarian: рой, рояк; Catalan: eixam; Chinese Mandarin: 群; Czech: roj; Danish: sværm; Dutch: zwerm; Finnish: parvi; Franco-Provençal: èssem; French: essaim, grouillement; Friulian: scuam; Galician: enxame; Georgian: ნაყარი; German: Schwarm; Greek: σμήνος; Ancient Greek: σμῆνος, ἑσμός; Hebrew: נְחִיל; Hungarian: raj; Hunsrik: Schwaarem; Ido: esamo; Irish: saithe, scaoth; Italian: sciame, nugolo; Japanese: 群れ, 雲霞; Korean: 떼, 무리; Latin: examen; Macedonian: рој; Maori: pōī; Mpade: mam; Norwegian Bokmål: sverm, bisverm; Nynorsk: sverm, bisverm; Occitan: eissam; Old East Slavic: рои; Persian: اِزدِحام; Plautdietsch: Schwoarm; Polish: rój; Portuguese: enxame, nuvem, correição; Romanian: roi; Russian: рой; Sardinian: schissura; Scottish Gaelic: sgaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: рој; Roman: roj; Sicilian: sciamu, assamu; Slovak: roj; Slovene: roj; Sorbian Lower Sorbian: roj; Spanish: enjambre, nube; Swahili: jana; Swedish: svärm; Ukrainian: рій; Venetian: same, samo; Volapük: kümam; Welsh: haid
swarm of people
Bulgarian: стадо; Czech: dav, hejno, houf, zástup; Danish: sværm; Dutch: menigte, massa; Finnish: lauma; French: nuée, essaim; Galician: liorna, barafunda; German: Schwarm; Greek: στίφος, εσμός, όχλος; Hungarian: horda, sokaság; Japanese: 群衆; Polish: mrowie; Portuguese: multidão, enxame, turba, turbamulta, turbilhão, tropel, roda-viva, barafunda; Russian: толпа, стая; Scottish Gaelic: sgaoth, sluagh; Spanish: multitud, muchedumbre, masa, aglomeración, barahúnda; Swahili: jana; Swedish: myller, vimmel; Tamil: திரள்; Ukrainian: натовп, юрба