Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκέλλω

From LSJ
Revision as of 11:56, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέλλω Medium diacritics: σκέλλω Low diacritics: σκέλλω Capitals: ΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: skéllō Transliteration B: skellō Transliteration C: skello Beta Code: ske/llw

English (LSJ)

aor. 1 ἔσκηλα, opt.
A σκήλειε Il. (v. infr.), ἔσκειλα Zonar.:—Pass., v. infr. ΙΙ:—dry up, parch, μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191; cf. ἐνσκέλλω.
II Pass. σκέλλομαι (κατα- A.Pr.481): fut. σκελοῦμαι Hsch.: intr. pf. Act. ἔσκληκα in pres. signf. (in compds. also with intr. aor. 2 Act. σκλῆναι, cf. ἀποσκλῆναι):—to be parched, lean, dry, ἐσκληκότα καπνῷ smoke-dried, Choeril.4, cf. Nic.Th.718; χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201; Ep. part. nom. pl. ἐσκληῶτες ib.53.

German (Pape)

[Seite 891] auch σκελέω, aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, austrocknen, dörren; μὴ μένος Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, σκλῆναι, und perf. ἔσκληκα, vertrocknen, verdorren, mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ αὐαλέος χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.

French (Bailly abrégé)

f. σκελῶ, ao. ἔσκηλα;
faire sécher, faire dessécher, acc..
Étymologie: R. Σκελ, être desséché.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέλλω, ep. aor. opt. σκήλειε, doen uitdrogen:. μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλει (ε) … χρόα opdat niet tevoren de kracht van de zon de huid zou uitdrogen Il. 23.191.

Russian (Dvoretsky)

σκέλλω: (3 л. sing. aor. opt. σκήλειε) высушивать, иссушать (τι Hom.).

English (Autenrieth)

aor. 1 opt. σκήλειε: parch, Il. 23.191†.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» — για να μη καταξηράνει η δύναμη του ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.)
2. παθ. σκέλλομαι
α) είμαι κατάξηρος, αποξηραμένος
β) είμαι ή γίνομαι κάτισχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα (s)kel- «στεγνώνω, ξηραίνω», από την οποία προέρχονται διάφοροι τ. νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. shallow «ρηχός, επιφανειακός», σουηδ. skall «λεπτός, μπαγιάτικος», γερμ. schal «μπαγιάτικος, χαλασμένος, στεγνός», hellig «κουρασμένος, στεγνός από δίψα»). Οι λ. που ανήκουν στην οικογένεια του ρ. σκέλλομαι εμφανίζουν δύο μορφές θ.: σκελε- (πρβλ. σκελετός) και σκλη- (πρβλ. σκλη-ρός, παρακμ. -σκλη-κα), οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν αν υποτεθεί ως αρχική μια δισύλλαβη μακροκατάληκτη ρίζα σκελη-. Στην περίπτωση αυτή, το θ. σκελε- εμφανίζει απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν της ρίζας, ενώ το θ. σκλη- μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν. Το ρ. σκέλλομαι (< σκέλ-jο-μαι) απαντά σπανίως στον ενεστ., ενώ συνήθως χρησιμοποιείται ο παρακμ. ἔσκληκα, καθώς και ορισμένοι σύνθ. τ. αορ. β' σε -έσκλην, και αντικαταστάθηκε νωρίς από τα ρ. ξηραίνω, αὐαίνω. Απαντούν, εξάλλου, ορισμένοι ανώμαλοι τ. αορ., όπως υποτ. ἐνι-σκήλη (αντί -σκείλῃ), ευκτ. ἀποσκλαίη, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί αναλογικά πιθ. προς το σφήλ-ειε (< σφάλλω) και προς τα τεθναίη, σταίη, αντίστοιχα. Από την οικογένεια αυτή, τέλος, διατηρήθηκαν στη Νέα Ελληνική οι τ. σκελετός και σκληρός.

Greek Monotonic

σκέλλω: μέλ. σκελῶ, αόρ. αʹ ἔσκηλα, γʹ ενικ. ευκτ. σκήλειε·
I. ξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω, αφυδατώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ., σκέλλομαι, με αμτβ. Ενεργ. παρακ. ἔσκληκα, είμαι αφυδατωμένος, απισχνασμένος, στεγνός, ξερός, μαραμένος, βλ. κατασκέλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

σκέλλω: μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, ὡσαύτως σκληρός, σκληφρός· ἴσως συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, καταξηραίνω, στεγνώνω, μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ χρόα ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. ἐνσκέλλω. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔσκληκα ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. σκλῆναι. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι κατάξηρος, στεγνός, κάτισχνος, ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες αὐτόθι 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.

Middle Liddell

I. to dry, dry up, make dry, parch, Il.
II. Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. ἔσκληκα, to be parched, lean, dry, v. κατασκέλλομαι.

Mantoulidis Etymological

(=ξεραίνω, στεγνώνω). Θέμα σκελ + j + ω → σκέλλω. Μέ μετάθεση σκελ → σκλε → σκλη.
Παράγωγα: ἀσκελής (=κουρασμένος ἀπό τίς ταλαιπωρίες), περισκελής (=σκληρός, ἰσχυρογνώμων), σκελετός, σκελιφρός (=ξερός, ἀδύνατος), σκληρός, σκληφρός (=κοκκαλιάρης).