κακουργία
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
[ῐ], Ep. κακοεργίη [ῑ metri gr.], ἡ,
A badness, wickedness, perversity, malice, villainy, ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ ἀμείνων Od.22.374, cf. Th.1.37, etc.; of a horse, vice, X.Eq.Mag. 1.15: in plural, malpractices, τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίαι τῶν πωλούντων Pl.Lg.917e: κακουργίαι καὶ ἀπάται καὶ δολώσεις X.Cyr.1.6.28, etc.
II bad workmanship, only in form κακοεργία Pl.R.422a.
III injury, τῆς ἑαυτοῦ πόλεως ib.434c: pl., ill effects, ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας Dsc.1.90.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, das Wesen eines κακοῦργος, Schlechtigkeit, Missethat, Betrug; τῆς πόλεως Plat. Rep. IV, 434 c; τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίαι τῶν πωλούντων Legg. XI, 917 e; neben ἀπάται καὶ δολώσεις Xen. Cyr. 1, 6, 28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 méchanceté, perversité;
2 fraude ; αἱ κακουργίαι pratiques frauduleuses.
Étymologie: κακοῦργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακουργία -ας, ἡ Att. ook κακοεργία; ep. Ion. κακοεργίη [κακοῦργος] slechtheid, misdadigheid:. κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ’ ἀμείνων veel beter dan slechtheid is goedheid Od. 22.374. slechte daad, bedrog, vaak plur.: kwalijke praktijken. gebrekkig vakmanschap:. πενία... (ἐμποιεῖ) κακοεργίαν armoede brengt gebrekkig vakmanschap met zich mee Plat. Resp. 422a.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκουργία: эп. κᾰκοεργίη ἡ
1 преступление, злодеяние (κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ᾽ ἀμείνων Hom.): τὸ δ᾽ ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν Thuc. (коркирцы) устроили это по злому умыслу, а не вследствие добродетельности;
2 нечестность, обман (τῶν πωλούντων Plat.);
3 вред, ущерб (τῆς πόλεως Plat.);
4 порок, недостаток (τοῦ ἵππου Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
κακουργία: Ἐπικ. κακοεργίη ῑ, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ κακούργου, κακὸν ἔργον, μοχθηρία, τὸ πράττειν τὸ κακόν, κακία, ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ’ ἀμείνων Ὀδ. Χ. 374· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 1. 37, Πλάτ. Πολ. 422Α, 434C, κτλ.· ἐπὶ ἵππου, τὸ ἔχειν ἐλαττώματα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 15· ἐπὶ μαγείας, Διοσκ. 1. 120. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., δολιότητες, τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κακ. τῶν πωλούντων Πλάτ. Νόμ. 917E, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28.
Greek Monolingual
η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) κακούργος
το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.)
νεοελλ.
σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα
μσν.-αρχ.
πληθ. αἱ κακουργίαι
κακές, ανήθικες πράξεις, δολιότητες, απάτες
αρχ.
1. αδίκημα, επιβλαβής ενέργεια εναντίον άλλου
2. (ο αττ. τ.) κακοεργία
κακή ποιότητα εργασίας
3. πληθ. αἱ κακουργίαι
κακά, επιβλαβή αποτελέσματα («ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακούργίας», Διοσκ.).
Greek Monotonic
κᾱκουργία: Επικ. κακοεργίη[ῑ], ἡ, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του κακούργου, διάπραξη κακού, πανουργία, δολιότητα, αισχρότητα, προστυχιά, αθλιότητα, παλιανθρωπιά, μοχθηρία, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για άλογο, στρυφνότητα, μη χαλιναγώγηση, σε Ξεν.
II. στον πληθ., αδικήματα, παράνομες πράξεις, στον ίδ.
Middle Liddell
I. the character and conduct of a κακοῦργος, ill-doing, wickedness, villany, malice, Od., Thuc., etc.; of a horse, viciousness, Xen.
II. in plural malpractices, Xen.
English (Woodhouse)
crime, sin, evildoing, ill-doing, malpractices
Lexicon Thucydideum
maleficium, improbitas, crime, wickedness, 1.37.2, 6.38.4.
Translations
wickedness
Bulgarian: злоба, лошотия; Catalan: dolenteria, malícia; Finnish: pahuus; French: méchanceté, perversité; German: Bosheit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐍅𐌰𐍅𐌴𐍃𐌴𐌹; Greek: μοχθηρία, κακία, αχρειότητα; Ancient Greek: ἀνοσιότης, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, ἀτοπία, κάκη, κακία, κακοεργία, κακοεργίη, κακότης, κακοτροπία, κακουργία, μοχθηρία, πανουργία, πονηρία, ῥᾳδιουργία, τὸ κακόηθες, τὸ πανοῦργον, φαυλότης; Hebrew: רִשְׁעוּת; Irish: áibhirseoireacht, coireacht, colaí, díchúis, lochtaíl, mallaitheacht, urchóideacht; Italian: cattiveria; Lao: ຄວາມຊົ່ວ; Middle English: wikkednesse; Occitan: marridesa, aulesa, malícia, perversitat, malesa, malor, emmaliment, marridariá; Romagnol: cativēria; Romanian: răutate, perversitate, ticăloșie; Russian: злоба; Sanskrit: अधर्म, निकृति; Spanish: maldad, perversidad, perversión, malicia; Tocharian B: yolaiññe; Ukrainian: злочестивість