λύσσα

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύσσᾰ Medium diacritics: λύσσα Low diacritics: λύσσα Capitals: ΛΥΣΣΑ
Transliteration A: lýssa Transliteration B: lyssa Transliteration C: lyssa Beta Code: lu/ssa

English (LSJ)

Att. λύττᾰ, ἡ,

   A rage, fury, in Hom. always of martial rage, κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν Il.9.239; λ. ἔχων ὀλοήν ib.305; λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή 21.542.    2 after Hom., raging madness, frenzy, such as was caused by the gods, as that of 10, λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.883 (anap.); of Orestes, Id.Ch.287, E.Or.254, etc.; of the Proetides, B.10.102; of Bacchic frenzy, ἐλαφρὰ λ. E. Ba.851; θοαὶ Λύσσας κύνες, of the Furies, ib.977 (lyr.); λύσσῃ παράκοπος Ar.Th.680: strengthd., λ. μανιάς S.Fr.941.4; λύττα ἐρωτική Pl.Lg.839a; λ. alone, of raging love, Theoc.3.47; simply, rage, Phld.Ir.p.77 W.; fanaticism, περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148 (pl.).    3 personified, Λύσσα the goddess of madness, E.HF823.    II rabies, in dogs, X.An.5.7.26, Arist.HA604a5, Gal.1.296; in horses, Porph. Abst.3.7.    2 the worm under the tongue of dogs, removed from the belief that it produces rabies, Plin.HN29.100.

German (Pape)

[Seite 72] ἡ, att. λύττα, Wuth; in der Il. von wildem Kriegsmuth, Kampfwuth, κρατερἡ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν, Il 9, 239, λύσσαν ἔχων ὀλοήν, 305, vgl. 21, 542; bei den Folgdn Raserei, auch von jeder heftigen Leidenschaft, Aesch. Prom. 885 Ch. 286; μαινάς, Soph. frg. 678; θεομανεῖ λύσσῃ δαμείς, Eur. Or. 843, öfter; auch personificirt, Herc. Fur. 823 ff.; λύσσῃ παράκοπος Ar. Thesm. 681; sp. D., wie in Prosa, λύσσαι οἰστρώδεις Plat. Tim. Locr. 102 e, λύττης ἐρωτικῆς καὶ μανίας Legg. VIII, 839 a. – Bes. von der Hundswuth, ἔδεισαν, μὴ λύσσα τις ὥςπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι Xen. An. 5, 7, 26; Plut.; auch der sogenannte Tollwurm unter der Zunge der Hunde, Plin. H. N. 29, 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

λύσσᾰ: Ἀττ. λύττα, ἡ μανία, ὀργή, ὁρμή, Λατ. rabies, ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῆς μανίας, κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν Ι. 239 λύσσαν ἔχειν ὀλοὴν αὐτόθι 305· λ. δέ οἱ κῆρ αἱὲν ἔχε κρατερὴ Φ. 542. 2) μεθ’ Ὅμ., μανιώδης ὁρμή, μανία, παραφροσύνη, οἵαν οἱ θεοὶ ἐπέφερον ὡς ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 883· ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 288, Εὐρ. Ὀρ. 254, κτλ.· οὕτως ἐπὶ βακχικῆς μανίας, ἐλαφρὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 851· θοαὶ λύσσης κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, αὐτόθι 977· λύσσῃ παράκοπος Ἀριστοφ. Θεσμ. 681· ἐπιτεταμ., λ. μαινὰς Σοφ. Ἀποσπ. 678· λύττα ἐρωτικὴ Πλάτ. Νόμ. 839A· λύσσα, μόνον, ἐπὶ ἐρωτικῆς μανίας, Θεόκρ. 3. 47. 3) προσωποπ., Λύσσα ἡ θεὰ τῆς λύσσης, τῆς μανίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 823. ΙΙ. κυνικὴ μανία, «λύσσα», Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1. 2) ὁ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν κυνῶν σκώληξ ἀφαιρούμενος ἐπειδὴ ἐπιστεύετο ὅτι παρῆγε τὴν λύσσαν, Πλίν. 29. 32. (Ἐντεῦθεν παράγονται τὰ ῥήματα λυσσάω, λυσσαίνω, κτλ.· ὁ Bopp παραβάλλει Σανσκρ. rush-yâmi (irasci, furere), rush (ira, furor).)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. λύττα;
rage :
1 rage des chiens;
2 rage ou fureur belliqueuse;
3 rage, fureur, frénésie.
Étymologie: DELG de λύκος.

English (Autenrieth)

martial rage. (Il.)

Greek Monolingual

η (AM λύσσα, Α αττ. τ. λύττα)
1. οξύ, κατά κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται μεταξύ τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με δάγκωμα
2. παράφορη οργή, ακατάσχετη μανία (α. «μού επιτέθηκε με λύσσα» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῑν», Αισχύλ.
γ. «λύσσα δὲ oἱ κῆρ αἰέν ἔχε κρατερή», Ομ. Ιλ.)
3. φανατισμός
νεοελλ.
(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό
νεοελλ.-μσν.
κάθε υπερβολικό πάθος για κάτι
αρχ.
1. έκφυση κάτω από την γλώσσα τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν γιατί πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η νόσος λύσσα
2. ως κύριο όν. ἡ Λύσσα
προσωποποίηση της μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύσσα < λυκ- (πρβλ. γλῶσσα < γλωχ-) κατά την επικρατέστερη άποψη είναι παράγωγο του θέματος της λ. λύκος (βλ. λ. λύκος) και θεωρείται η τυπική ασθένεια του λύκου. Ορισμένοι μάλιστα εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό του λύκος και τήν ερμηνεύουν «λύκαινα», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. vrkī-. Ωστόσο, πρόκειται μάλλον για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας (πρβλ. φύζα). Κατ' άλλη άποψη, η λύσσα θεωρείται «ο δαίμων που μπορεί να μεταμορφώσει τον σκύλο σε λύκο». Άλλοι, τέλος, συνδέουν τη λ. με τη φράση και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «λευκαὶ φρένες
μαινόμεναι, λαμπραί», «λυκεῖον
φοβερόν» και το ρ. «ἀλύσσειν
τρέμειν», καθώς και με το αρχ. ινδ. ruc- «φως» και όλη τη λεξιλογική ομάδα του λευκός, από το γεγονός ότι η λύσσα κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που είναι ελάχιστα πιθανές.
ΠΑΡ. λυσσαλέος, λυσσώ (I), λυσσώδης
αρχ.
λυσσαίνω, λυσσάς, λυσσηδόν, λυσσήεις, λυσσήρης, λυσσώ (II)
αρχ.-μσν.
λυσσητήρ
μσν.
λυσσάγρα, λυσσάριος
μσν.- νεοελλ.
λυσσάζω, λυσσάρης
νεοελλ.
λυσσιακό, λυσσικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυσσόδηκτος, λυσσομανής
αρχ.
λυσσοδίωκτος, λυσσοφόρος, λυσσώπις
μσν.
λυσσόγερος, λυσσοδάκτης, λυσσομάμουδο
μσν.- νεοελλ.
λυσσομαχώ
νεοελλ.
λυσσιατρείο, λυσσίατρος, λυσσοφοβία
(Β' συνθετικό) αρχ. άλυσσος, κυνόλυσσος.