πικρός

From LSJ
Revision as of 12:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρός Medium diacritics: πικρός Low diacritics: πικρός Capitals: ΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: pikrós Transliteration B: pikros Transliteration C: pikros Beta Code: pikro/s

English (LSJ)

ά, όν, poet. also ός, όν Od.4.406 :—prop.

   A pointed, sharp, keen, ὀϊστός Il.4.118, al.; βέλεμνα 22.206; γλωχίς S.Tr.681 : metaph., γλώσσης πικροῖς κέντροισι E.HF1288.    II generally, sharp to the sense:    1 of taste, pungent, ῥίζα Il.11.846; ἅλμη Od.5.323; δάκρυον (v.l. for πυκνόν) 4.153; of salt water, opp. γλυκύς, Hdt.4.52, cf. 7.35; ἁλμυρὸς καὶ π. Pl.Lg.705a; πριγλία π. PCair.Zen.82.8 (iii B.C.); ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς A.Ag.970; ὑγρότης π., opp. ὀξεῖα, Meno Iatr.5.13; also of smell, pungent, Od.4.406; πικρὸν ὀδωδώς Alciphr. 3.59. (This sense prevails in the derived and compd. words.)    2 of feeling, sharp, keen, ὠδῖνες Il.11.271, S.Tr.41.    3 of sound, piercing, shrill, οἰμωγά Id.Ph.189 (lyr.); φθόγγος Id.OC1610; γόοι, ὄδυρμα, E.Ph.883, Tr.1227 (lyr.); πικροτάτη ὄψ Ar.Pax805 (lyr.).    III metaph.,    1 of things, bitter, esp. of what yields pain instead of expected pleasure, freq. in threats, μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι (v.l. ἴδηαι) Od.17.448, cf. Ar.Av.1045, Th.883 (lyr.), E.Med.399, IA955, Ba.357, Cyc.589; π. Σίγειον κατηγόμην S.Ph.355; τὸ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά Pi.I.7(6).48, cf. A.Ag.745 (lyr.) ; τιμωρία, ἀγῶνες, Id.Pers.473, S.Aj.1239 ; δύαι, χεῖμα, A.Pr. 180 (lyr.), Ag.198 (lyr.) ; πικρότερ' ἀχέων Id.Supp. 875 (lyr.); λόγοι E.Hel.481 ; πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ Id.Hec.772 ; τὸ δὴ λεγόμενον γλυκὺ πικρῷ μεμειγμένον Pl.Phlb.46c ; ἔχει τι τὸ π. τῆς γεωργίας γλυκύ Men.795 : c. inf., μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ D.1.26.    2 so of persons, prob. in Sapph.Supp.4.1 (Comp.) ; γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ π. Sol.13.5, cf. Thgn.301, A.Ch.234, Eu.152 (lyr.), etc. ; ἔς τινας Hdt.1.123 : abs., A.Pr.739, Th940(lyr.); π. θεοῖς hateful to them, S.Ph.254; π. πολίταις E.Med.224, cf. Supp.1222 ; ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς his death is matter of sorrow to me, S.Aj.966 ; δαίμων π., of untimely death (Lat. acerbus), IG3.1338.    3 embittered, angry, πικρὰ ὄρνις S.Ant.423.    4 relentless, οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης Antipho 2.2.4 ; spiteful, mean, vindictive, βάσκανον καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν D.18.108; π. καὶ συκοφάντης Id.25.45, cf. Arist.Rh.1368b21, EN1126a19 : in Com. of old men, σκυθρός, π., φειδωλός Men.10, cf. 825, 843, Georg.Fr.3. Adv. -ρῶς pedantically, D.H.Lys.6; with rigid accuracy, Apollon.Cit.3, Plu.2.659f.    IV Adv. -ρῶς harshly, bitterly, vindictively, A.Pr.197, S.OC990 ; π. ἐξετάσαι D.2.27, 18.265 ; π. ἔχειν τισί, πρός τινας, Id.10.54, Ep.3.10 ; π. φέρειν τι E.Ion610, cf. Andr.190; ἔκλαυσε π. Ev.Matt.26.75 : Comp. -ότερον Men.Mon.659, etc.: Sup. -ότατα Plb.1.72.3. [ῑ in Hom. and Ep.; ῐ freq. in Trag., as A.Pers.473, Ag.970, S.Aj.500, E. Hec.772, and in Theoc.8.74 : ι therefore is not long by nature as in μικρός.]

German (Pape)

[Seite 614] bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῦ τοῦδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φθόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῦσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσθαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσθαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]

Greek (Liddell-Scott)

πικρός: -ά, -όν, ποιητ. ὡσαύτως ός, όν, Ὀδ. Δ. 406· ― κυρίως (ὡς ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. ἐχεπευκὴς ἔχει ἀποδείξῃ, ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὁ ὀξύς, «μυτερός», διαπεραστικός, ὀιστὸς Ἰλ. Δ. 118, κ. ἀλλ.· βέλεμνα Σ. 206· γλωχὶς Σοφ. Τρ. 681· μεταφορ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1288. ΙΙ. καθόλου, δριμὺς εἰς τὰς αἰσθήσεις· 1) ἐπὶ γεύσεως, ὀξύς, δριμύς, πικρός, ῥίζα Ἰλ. Λ. 846· ἅλμη Ὀδ. Ε. 323· δάκρυον Δ. 153· οὕτως ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γλυκύς, Ἡρόδ. 4. 52, πρβλ. 7, 35, Πλάτ. Φίληβ. 46C· ἁλμυρὸς καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705Α· ἀπ’ ὄμφακος πικρᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 970· ― οὕτω καὶ ἐπὶ ὀσμῆς, δριμύς, Ὀδ. Δ. 406, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 59. (Ἡ σημασία αὕτη ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς συνθέτοις καὶ παραγώγοις). 2) ἐπὶ ἄλγους, ὀξύς, διαπεραστικός, Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 271· πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται Σοφ. Φιλ. 189· φθόγγος ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1610· γόοι, ὄδυρμα Εὐρ. Φοίν. 883 κ. ἀλλ.· π. ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, σκληρός, μισητός, πικρός, πικρὴν Αἴγυπτον Ὀδ. Ρ. 448, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 355· τελευτὰ Πινδ. Ι. 7 (6). 69, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 745· τιμωρία, ἀγών, δύαι, χεῖμα, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Σοφ. Αἴ. 1237, κτλ.· μοναρχία, νόμοι Αἰσχύλ. Θήβ. 881, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1045· λόγοι Εὐρ. Ἑλ. 482· οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον Ἀντιφῶν 116. 42· πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμὸν Δημ. 263. 1· μετ’ ἀπαρ., μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ ὁ αὐτ. 16. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, τραχύς, πικρὸς τοὺς τρόπους, δυσμενής, γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ πικρὸν Σόλων 12. 5, πρβλ. Θέογν. 301, Αἰσχύλ. Χο. 234, Εὐμ. 152, κτλ.· ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 123· ἀπολ., Αἰσχύλ. Προμ. 739, Θήβ. 941, Δημ. 784, 2, κτλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10. 2, Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 10· παρὰ τοῖς Κωμ. ἐπὶ γερόντων, σκυθρός, π., φειδωλὸς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 229. 272· ― ἀλλά, πικρὸς θεοῖς, μισητὸς τοῖς θεοῖς, Σοφ. Φιλ. 254· οὕτω, π. πολίταις Εὐρ. Μήδ. 224, πρβλ. Ἱκέτ. 1222· ὡσαύτως, ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς, «μᾶλλον ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ἤπερ ἐκείνοις γλυκύς» (Σχόλ.), δηλ. περισσοτέραν λύπην προὐξένησεν ὁ θάνατος αὐτοῦ εἰς ἐμὲ ἢ χαρὰν εἰς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 966. 3) πεπικραμμένος, τεθλιμμένος, κἀνακωκύει πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 424. Β. Συγκρ. -ότερος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 875· ὑπερθ. -ότατος Πινδ. Ι. 7. 68, Εὐρ. Ἑκάβ. 772, κτλ. Γ. Ἐπίρρ. πικρῶς, τραχέως, πικρῶς, σκληρῶς, Αἰσχύλ. Προμ. 195, Σοφ. Ο. Κ. 994· π. ἐξετάζειν Δημ. 26. 3, 315. 5· π. ἔχειν τινί, πρός τινα ὁ αὐτ. 145. 28., 1477. 7· π. φέρειν τι, Λατ. aegerrime, Εὐρ. Ἴων 610, πρβλ. Ἀνδρ. 190· Συγκρ. -ότερον, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 659, κτλ.· ὑπερθ. -ότατα Πολύβ. 1. 72, 3. [ῑ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ συχνάκις παρὰ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Ἀγ. 970, Σοφ. Αἴ. 500, καὶ παρὰ Θεοκρ. 8, 74.

French (Bailly abrégé)

ά ou ός, όν :
I. piquant, aigu;
II. p. anal.
1 en parl. du goût amer;
2 en parl. d’odeurs âcre, pénétrant;
3 en parl. du toucher aigu, piquant, pénétrant (mal, douleur, etc.);
4 en parl. du son aigu, perçant;
5 fig. âpre, dur, cruel ; odieux à, haï de, τινι ; triste, affligé.
Étymologie: R. Πικ, être aigre, être âcre ; v. πίσσα.

English (Autenrieth)

sharp; ὀιστός, βέλεμνα, Il. 22.206; then of taste and smell, bitter, pungent, Il. 11.846, Od. 4.406; and met., of feelings, ‘bitter,’ ‘hateful,’ Od. 17.448.

English (Slater)

πῐκρός
   1 bitter τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά (I. 7.48) πικρο [τά] τᾳν κλάγεν ἀγγε [λία] ν ζαμενε [fr. 169. 34.