ὑποστρέφω

From LSJ
Revision as of 18:00, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστρέφω Medium diacritics: ὑποστρέφω Low diacritics: υποστρέφω Capitals: ΥΠΟΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: hypostréphō Transliteration B: hypostrephō Transliteration C: ypostrefo Beta Code: u(postre/fw

English (LSJ)

   A turn round about or back, ἵππους Il.5.581, cf. 505; πάλιν ὑ. βίοτον εἰς Ἅιδαν E.HF736 (lyr.); ὁ κισσὸς . . Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν bringing back the Bacchic struggle, i. e. the swift and eager dance, S.Tr.220 (lyr., s. v.l.).    2 roll up, Arist.Pr. 895b10 (Pass.).    3 Pass., revolve beneath, τινι Arat.73: c. acc., Id.512 (better γαῖαν ὕπο σ.).    II intr., turn about, esp. of persons flying or retreating, Il.12.71, Hdt.7.211,9.14, Th.3.24; φύγαδ' αὖτις ὑ. Il.11.446; δεῦρ' ὑ. πάλιν E.Alc.1019; τοὔμπαλιν ὑ. X.An.6.6.38; πάλιν ὑποστρέψαντα φεύγειν Antipho 2.4.5:—Pass., αὖτις ὑποστρεφθείς Il.11.567, cf. Hdt.4.129; -στρᾰφείς S.OT728.    2 generally, return, αὖτις ὑ. Od.8.301, cf. Hdt.4.120,124, al.; ἐπὶ ζήτησιν ib.140; εἰς τὰς πατρίδας τὰς ἰδίας PGiss.40 ii 8 (iii A. D.), cf. PFlor.247.10 (iii A. D.); in fut. Med., οὐ μὲν γάρ τί σ' ὑποστρέψεσθαι ὀΐω Od.18.23; of a disease, return, recur, Hp.Epid.1.3, Gal.15.751.    3 turn away, and so elude an attack, E.IA363 (troch.), X.An.2.1.18: metaph. in Med., c. inf., refuse, τὸν ἀΐδιον ἐπιγινώσκειν Θεὸν ὑπεστρέφοντο (sc. οἱ Βλέμυες) PMasp.4.9 (vi A. D.).    4 ὑποστρέψαντες reversely, Ar.Av. 1283.    5 retract the accent, A.D.Synt.308.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω πέριξὀπίσω, ὁδηγῶ ἢ ἄγω ὀπίσω, ἵππους Ἰλ. Ε. 581, πρβλ. 505· πάλιν ὑπ. βίοτον εἰς Ἅιδαν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 736· ὁ κισσός... Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν, φέρων ὀπίσω, ἐπαναφέρων τὴν Βακχικὴν ἅμιλλαν, δηλ. μετατρέπων τὴν θλῖψιν εἰς θορυβώδη χαράν, Σοφ. Τραχ. 220. 2) Παθ., στρέφομαι ὀπίσω, πρὸς ἄλληλα ὑποστρεφόμενα λίθος γίνεται (τὰ γεώδη ὑποστήματα τῶν οὔρων ἐν τῇ κύστει) Ἀριστ. Προβλ. 9. 43, 2. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, περιστρέφομαι ὑποκάτω, τινι Ἄρατ. 73· μετ’ αἰτ., 512. ΙΙ. μεταβ., στρέφομαι πέριξ, στρέφομαι ἀμέσως ἢ ὀπίσω, μάλιστα ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων ἢ ὑποχωρούντων, Ἰλ. Μ. 71, Ἡρόδ. 7. 211., 9. 14, πρβλ. Θουκ. 3. 21· καὶ ὁ μὲν φύγαδ’ αὖτις ὑποστρέψας ἐβεβήκει Ἰλ. Λ. 446· δεῦρ’ ὑπ. πάλιν Εὐρ. Ἄλκ, 1019· ὑπ. τοὔμπαλιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 38· πάλιν ὑποστρέψαντα φεύγειν Ἀντιφῶν 119. 39· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., αὖτις ὑποστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 567, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 129, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 728 κλπ. 2) καθόλου ἐπιστρέφω, αὖτις ὑποστρέψας, πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι Ὀδ. Θ. 301, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 120, 124, κ. ἀλλ.· ἐπί τι αὐτόθι 140· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., οὐ γάρ σε ὑποστρέψεσθαι ὀΐω Ὀδ. Σ. 23· ― ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941. 3) ἐκκλίνω, στρέφομαι πλαγίως καὶ οὕτως ἀποφεύγω προσβολήν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 363, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. 4) μετοχ. ὑποστρέψας ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, τοὐναντίον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283.

French (Bailly abrégé)

I. tr. faire tourner en arrière, faire retourner : ἵππους IL ramener des chevaux ; Βακχίαν ἅμιλλαν SOPH ramener l’émulation bachique, càd la joie et le plaisir ; Pass. se retourner, revenir sur ses pas ; fig. τινος faire un retour soudain sur qch, s’aviser tout à coup de qch;
II. intr. 1 se retourner, revenir sur ses pas : φύγαδε αὖτις IL se retourner pour prendre la fuite;
2 retourner : Ὄλυμπον IL dans l’Olympe ; ἐς τὴν Σκυθικήν HDT en Scythie;
Moy. ὑποστρέφομαι (f. ὑποστρέψομαι) retourner, revenir.
Étymologie: ὑπό, στρέφω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ὑποστρέψωσι, opt. -ειας, mid. fut. inf. -ψεσθαι, pass. aor. part. ὑποστρεφθείς: turn about, turn in flight, trans. and intr., Il. 5.581, Il. 11.446; mid. and pass., intr., turn, return, Od. 18.23.

English (Strong)

from ὑπό and στρέφω; to turn under (behind), i.e. to return (literally or figuratively): come again, return (again, back again), turn back (again).

English (Thayer)

imperfect ὑπέστρεφον; future ὑποστρέψω; 1st aorist ὑπέστρεψα; from Homer down; the Sept. for שׁוּב;
1. transitive, to turn back, to turn about: as ἵππους, Homer, Iliad 5,581.
2. intransitive, to turn back i. e. to return: absolutely, L WH πάλιν ἐλθών Tr ἐλθών); ἐπέστρεψαν), διά with a genitive of place, εἰς with an accusative of place, T Tr marginal reading WH ἐπέστρεψεν),εἰς διαφθοράν, ἀπό with a genitive of place, WH brackets ἀπό etc.); ἀπό with a genitive of the business, ἐκ with a genitive of place, ἐκ τῆς ἁγίας ἐντολῆς, of those who after embracing Christianity apostatize, T Tr WH, but Lachmann (against the authorities) εἰς τά ὀπίσω ἀπό τῆς etc.