φλογίζω

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογίζω Medium diacritics: φλογίζω Low diacritics: φλογίζω Capitals: ΦΛΟΓΙΖΩ
Transliteration A: phlogízō Transliteration B: phlogizō Transliteration C: flogizo Beta Code: flogi/zw

English (LSJ)

fut. φλογίσω Id., but

   A -ιῶ LXXPs.96(97).3:— = φλέγω, set on fire, burn, S.Ph.1199 (anap.), LXX l.c., al.: singe, Sch.Ar.Eq.1233:—Pass., to be set on fire, blaze, flame, φλογιζόμενον ἅλιον S.Tr.95 (lyr.): to be burnt up, consumed, Arist.Mu.397a29: metaph., of the tongue, Ep.Jac.3.6 (Act. and Pass.).    II intr., burn, blaze, LXXEx.9.24.

German (Pape)

[Seite 1292] = φλέγω, in Brand setzen, verbrennen, Soph. Phil. 1199; an, über dem Feuer rösten, braten, Sp. – Pass. in Brand stehen, lodern, leuchten, ἥλιος φλογιζόμενος Soph. Tr. 95.

Greek (Liddell-Scott)

φλογίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = φλέγω, καίω, καταφλέγω, Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· καίω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ πυρός, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24).

French (Bailly abrégé)

f. φλογιῶ, ao. ἐφλόγισα;
Pass. ao. ἐφλογίσθην;
1 enflammer ; Pass. être enflammé;
2 consumer par la flamme.
Étymologie: φλόξ.

English (Strong)

from φλόξ; to cause a blaze, i.e. ignite (figuratively, to inflame with passion): set on fire.

English (Thayer)

(φλόξ, which see); to ignite, set on fire (to burn up, Sophocles Philoct. 1199): in figurative discourse, to operate destructively, have a most pernicious power, πῦρ, p. 558{b} top).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω
2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «του φλογισμένου απείρου», Μαλακ.
β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.)
νεοελλ.
1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή
2. παθ. φλογίζομαι
α) (για την επιδερμίδα) παίρνω το χρώμα της φλόγας, ερεθίζομαι («όταν κάθεται πολλές ώρες στον ήλιο φλογίζεται»)
β) μτφ. βιώνω μια έντονη συναισθηματική κατάστασηκάθε φορά που τον βλέπω φλογίζομαι»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. διεγείρω φλογερό πάθος, εμπνέω υψηλά συναισθήματα
αρχ.
1. καψαλίζω
2. (αμτβ.) εκπέμπω φλόγες («πῡρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ», ΠΔ)
3. παθ. λάμπω, φέγγω («φλογιζόμενον Ἅλιον» (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός. Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί από ένα θ. φλογ-ι- (πρβλ. φλογιά, φλόγινος)].