ἔξεστι
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
imper. ἐξέστω, subj. ἐξῇ, inf. ἐξεῖναι, part. ἐξόν: impf. ἐξῆν: fut. ἐξέσται, opt.
A ἐξέσοιτο X.Ages.1.24, part. ἐξεσόμενον (v. infr.): impers. (v. ἔξειμι B):—it is allowed, is possible, c. inf., Hdt.1.183, etc.: c. dat. pers. et inf., ib.138, A.Eu.899, etc.; ἔ. σοι ἀνδρὶ γενέσθαι X. An.7.1.21; ἔ. εὐδαίμοσι γενέσθαι 'licet esse beatis', D.3.23: with acc. instead of second dat., ἔ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Th.4.20: c. acc. pers. et inf., Ar.Ach.1079, Pl.Plt.290d: neut. part. abs., ἐξεόν τοι . . ἕτερα ποιέειν since it was possible for thee to... Hdt.4.126; ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν A.Pr.648; ἐξὸν κεκλῆσθαι S.El.365; ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην . . λαμβάνειν Lys.14.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξεστι: προστ. ἐξέστω, ὑποτακτ. ἐξῇ, εὐκτ. ἐξείη, ἀπαρ. ἐξεῖναι, μετοχ. ἐξόν: παρατ. ἐξῆν: μέλλ. ἐξέσται, εὐκτ. ἐξέσοιτο, Ξεν. Ἀγησ. 1. 23: ἀπροσ. (οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι τοῦ ἔξειμι). Ἐπιτρέπεται, εἶναι δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 183. κτλ.: μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 138, κτλ., Τραγ. κτλ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 899· νῦν σοι ἔξεστι, ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι, ἰδοὺ περίστασις νὰ φανῇς ἀνήρ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 21· ἐξ. εὐδαίμοσι γενέσθαι, licet esse beatis, Δημ. 35. 2· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα δοτ. ἐνίοτε μετατρέπεται εἰς αἰτ., ἔξ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Θουκ. 4. 20: ‒ μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ. Πολιτικ. 290D: ‒ μετοχ. οὐδ. ἀπολ., τί φεύγεις αἰεὶ ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; ἐνῷ δύνασαι νά..., Ἡρόδ. 4. 126· ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 649· ἐξὸν κεκλῆσθαι Σοφ. Ἡλ. 365· ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων... λαμβάνειν Λυσ. 14. 10 (140. 24).
French (Bailly abrégé)
v. ἔξειμι¹.
English (Abbott-Smith)
ἔξ-εστι (< εἰμί), impers. verb.,
it is permitted, lawful: Mk 2:24, Ac 8:37 (R, mg.), I Co 10:23; c. inf., Mt 12:2, 10 12 14:4 15:26 19:3 22:17 27:6, Mk 3:4 12:14, Lk 6:2, 9 14:3, Jo 5:10; seq. acc., Mk 2:26, Lk 6:4 20:22; c. dat. pers. et inf., Mt 20:15, Mk 6:18 10:2, Jo 18:31,Ac 16:21 21:37 22:25 (inf. understood), I Co 6:12; ἐξόν (sc. ἐστί), Ac 2:29, II Co 12:4; ἐξὸν ἦν, Mt 12:4.†
English (Strong)
third person singular present indicative of a compound of ἐκ and εἰμί; so also exon ex-on' neuter present participle of the same (with or without some form of εἰμί expressed); impersonally, it is right (through the figurative idea of being out in public): be lawful, let, X may(-est).
English (Thayer)
an impersonal verb (from the unused ἔξειμι), it is lawful;
a.followed by the present infinitive: Matthew 12:2,10 ( Tdf. infinitive aorist), Matthew 12:12>; Matthew 14:4>; Luke 6:2 ( R G T); Luke 14:3> ( L T Tr WH infinitive aorist); with the aorist infinitive: Matt. (Matthew 15:26> L T); Matthew 22:17; 27:6>; Mark 3:4; Mark 12:14; Luke 6:9; Acts 2:29 (ἐξόν εἰπεῖν scil. ἔστω, allow me (others supply ἐστι, Buttmann, 318 (273); Winer's Grammar, § 64, I:2a., cf. § 2,1d.)); with the infinitive omitted because readily suggested by the context, Mark 2:24 and Rec. in Acts 8:37.
b.followed by the dative of person and a present infinitive: Mark 6:18; Acts 16:21; Acts 22:25; and an aorist infinitive: Matthew 19:3 ( L T WH omit the dative); Matthew 20:15; Mark 2:26 ( R G L Tr text); Mark 10:2; Luke 20:22 R G L; John 5:10; John 18:31; Acts 21:37; ἐξόν ἦν, Matthew 12:4; ἅ οὐκ ἐξόν, namely, ἐστι, 2 Corinthians 12:4; with the infinitive omitted, as being evident from the context: πάντα (μοι) ἔξεστιν, namely, ποιεῖν, 1 Corinthians 6:12; 1 Corinthians 10:23.
c.followed by the accusative and infinitive: Luke 6:4; Luke 20:22 T Tr WH; so here and there even in classic writings; cf. Rost § 127 Anm. 2; Kühner, § 475 Anm. 2; ( Buttmann, § 142,2).
Greek Monolingual
ἔξεστι (AM) (απρόσ. ρ.) εστί
επιτρέπεται, είναι δυνατό.
Greek Monotonic
ἔξεστι: προστ. ἐξέστω, υποτ. ἔξῃ, ευκτ. ἐξείη, απαρ. ἐξεῖναι, μτχ. ἐξόν, παρατ. ἐξῆν, μέλ. ἐξέσται, ευκτ. ἐξέσοιτο· απρόσ. (οι μόνοι τύποι του ἔξ-ειμι που είναι σε χρήση)· επιτρέπεται, είναι στην εξουσία, ευχέρεια κάποιου, είναι δυνατό, με απαρ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ. και απαρ., στον ίδ., Αττ.· ἔξ. σοι ἀνδρί γενέσθαι, σε Ξεν.· με αιτ. προσ. και απαρ., σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ. ουδ., ἐξόν, εφ' όσον, αφού ήταν δυνατό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.