κλύζω

Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Ep.impf.

   A κλύζεσκον Il.23.61: Ep.fut. κλύσσω h.Ap.75: aor. inf. κλύσαι Poll.4.21 (v.l. κλεῖσαι):—Pass., aor. ἐκλύσθην: pf. κέκλυσμαι (v. infr.):—of the sea, wash, dash over, c. acc., ἔνθ' ἐμὲ μὲν μέγα κῦμα . . κλύσσει h.Ap.l.c.: abs., surge up, κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς (Auratus for κλύειν) A.Ag.1182:—more freq. in Pass., ἐκλύσθη δὲ θάλασσα ποτὶ κλισίας Il.14.392; ἐκλύσθη δὲ θάλασσα . . ὑπὸ πέτρης was dashed high by the falling rock, Od.9.484,541; λιμὴν . . κλυζομένῳ ἴκελος seeming to rise in waves, Hes.Sc.209; ὕδασι . . ἐκλύζετο Batr. 76; of land, to be washed by the sea, Plb.34.11.2.    II wash away, purge, κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν S.Fr.854; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25: metaph., θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά E. IT1193.    2 wash, rinse out, ἔκπωμα X.Cyr.1.3.9; τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ with wine, Arist.HA603b11; drench with a clyster, Hp.Acut. 19, Mul.1.75, al., Nic.Al.140, AP11.118 (Nicarch. or Callicter), etc.; dub. l. in Hp.Flat.12 (Pass.).    3 εἰς ὦτα κ. put water into the ears and so cleanse them, E.Hipp.654.    4 coat with wax, Πανιώνιον στεγνώσαντι καὶ κλύσαντι IG11(2).154 A36 (Delos, iii B.C.); κηρῷ κλύσαντι ib.219 A40:—Pass., κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέϊ κηρῷ Theoc. 1.27. (Cf. Lat. cluère, = purgare, cloaca, Goth. hlutrs, OHG. hlûtar (MHG. lauter) 'pure'.)

German (Pape)

[Seite 1457] 1) bespülen, anspülen; von anschlagenden Meereswogen, H. h. Ap. 75; κύματα κλύζεσκον ἐπ' ἠϊόνος, die Wogen plätscherten, brandeten an das Gestade, Il. 23, 61; pass. von Wellen bewegt werden, wogen, ἐκλύσθη θάλασσα, das Meer schlug Wellen, 14, 392 Od. 9, 484, wie Hes. Sc. 209; übertr., aufregen, ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον Aesch. Ag. 1055; auch in Prosa, κλύζεται ἡ Ἰαπ υγία τῷ Σικελικῷ πελάγει, Japygien wird vom sicilischen Meere bespült, Pol. 34, 11, 2. – 2) abspülen, waschen, reinigen; θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά Eur. I. T. 1193; εὖ κλύσαι τὸ ἔκπ ωμα Xen. Cyr. 1, 3, 9; τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ Arist. H. A. 8, 21; κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέϊ καρῷ, mit Wachs gebohnt, Theocr. 1, 27. – Bes. durch ein Klystier reinigen, τινά, von dem Arzte gesagt, Nicarch. 2 (XI, 118).

Greek (Liddell-Scott)

κλύζω: μέλλ. κλύσω ῠ, Ἐπικ. κλύσσω. ― Παθητ., ἀόρ. ἐκλύσθην: πρκμ. κέκλυσμαι. (Ἐκ τῆς √ΚΛΥ, πρβλ. Λατ. clu-ere = purgare, clo-aca· ὥστε τὸ δ (ζ) πιθανῶς ἀπώλετο ἐν τῷ Λατιν. cluere· πρβλ. Γοτθ. hlut-rs (ἁγνός), hlut-rei, hlutritha (εἰλικρίνεια)· Ἀρχ. Γερμ. hlût-ar (lauter).) Ἐπὶ τῆς θαλάσσης, περιβρέχω, διὰ τῶν κυμάτων ὁρμῶ καὶ σκεπάζω, μετ’ αἰτ., ἔνθ’ ἐμὲ μὲν μέγα... κλύσσει Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 75, πρβλ. Βατραχομ. 76· ἀπολ., ὑψοῦμαι, κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς (οὕτως ὁ Schütz ἀντὶ κλύειν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1181· πρβλ. ἐπικλύζω· ― ἀλλὰ τοῦτο συχνότερον ἐν τῷ παθ., ἐκλύσθη θάλασσα ποτὶ κλισίας Ἰλ. Ξ. 392· ἐκλύσθη δὲ θάλασσα... ὑπὸ πέτρης, ἀνεπήδησεν ὑψηλά, «ἔκαμε κύματα», ἕνεκα τοῦ πεσόντος βράχου, Ὀδ. Ι. 484, 541· λιμὴν... κλυζομένῳ ἴκελος, φαινόμενος ὡς νὰ κυμαίνηται, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 209· ἐπὶ γῆς, βρέχομαι ὑπὸ τῆς θαλάσσης, περιοδικῶς καλύπτομαι, Πολύβ. 34. 11, 2. ΙΙ. ἀποπλύνω, ἐκπλύνω, «ξεπλύνω», χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ Σοφ. Ἀποσπ. 733· μεταφορ., θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακὰ Εὐρ. Ι. Τ. 1193. 2) ἐκπλύνω, καθαρίζω, τὸ ἔκπωμα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ, δι’ οἴνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 21. 3· διὰ κλυστηρίου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, Ἀνθ. Π. 11. 118. 3) εἰς ὦτα κλ., χέω ὕδωρ εἰς τὰ ὦτα καὶ οὕτω καθαρίζω αὐτά, Εὐρ. Ἱππ. 654. 4) παρὰ Θεοκρ. 1. 27, κισσύβιον κεκλυσμένον καρῷ, τετριμμένον ἢ ἐπικεκαλυμμένον μὲ στρῶμα κηροῦ.

French (Bailly abrégé)

f. κλύσω, ao. ἔκλυσα, pf. κέκλυκα;
Pass. ao. ἐκλύσθην, pf. κέκλυσμαι;
1 battre de ses flots, baigner de ses flots ; Pass., en parl. de la mer être battu, heurté, repoussé : ὑπὸ πέτρης OD par une roche ; abs. être agité, s’agiter;
2 laver, nettoyer : εἰς ὦτα EUR verser dans l’oreille (une eau limpide pour la purifier des propositions qui l’ont souillée) ; fig. τἀνθρώπων κακά EUR chasser les maux des hommes ; ἔκπωμα XÉN rincer une coupe.
Étymologie: cf. κλύδων.

English (Autenrieth)

ipf. iter. κλύζεσκον: of waves, plash, dash, Il. 23.61; aor. pass., ‘was dashed high,’ ‘rose in foam,’ Il. 11.392, Od. 9.484, 541.

Greek Monolingual

(AM κλύζω)
1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ' ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.)
2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ.
β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.)
3. χύνω υγρό με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για να τήν καθαρίσω («εἰς ὦτα κλύζων», Ευρ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. καταστρέφω
αρχ.
1. (για θάλασσα) βρέχω ή περιβρέχω με κύματα («κλύζεσθαι δ' αὐτὴν τῷ Σικελικῷ πελάγει», Πολ.)
2. υψώνομαι πάνω από κάτι (α. «κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς», Αισχύλ.
β. «ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχόμενης ὑπὸ πέτρης», Ομ. Οδ.)
3. καλύπτω ή αλείφω με κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα klu- της ΙΕ ρίζας kleu- «πλένω, καθαρίζω». Ο σχηματισμός σε -ζω πιθ. να είναι πρωτογενής, όπως στα βλύ-ζω, φλύ-ζω, δεν αποκλείεται όμως και να προέρχεται < κλύδ- (βλ. λ. κλύδων), οπότε ανάγεται σε παρεκτεταμενη μορφή klu-d- της ΙΕ ρίζας που εμφανίζεται επίσης σε ορισμένες γερμανικές λ., όπως στο γοτθ. hlūtrs «καθαρός» και το νεώτ. γερμ. lauter «καθαρός». Συνδέεται επίσης με τα λατ. cluo «καθαρίζω» και cloaca «υπόνομος», καθώς και με ορισμένες βαλτοσλαβικές λ., όπως τα είναι λιθουαν. šluoju, šluoti «σκουπίζω, σφουγγίζω».
ΠΑΡ. κλύδων, κλύσις, κλύσμα, κλυστήρ
αρχ.-μσν.
κλυσμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλυσιδρομάς. (Β' συνθετικό) κατακλύζω, υποκλύζω
αρχ.
αμφικλύζω, ανακλύζω, αναποκλύζω, αποκλύζω, διακλύζω, εγκλύζω, εκκλύζω, εναποκλύζω, επιδιακλύζω, επικατακλύζω, επικλύζω, μετακλύζω, παρακλύζω, περικλύζω, προαποκλύζω, προεγκλύζω, προεκκλύζω, προκατακλύζω, προκλύζω, προπερικλύζω, προσαποκλύζω, προσκατακλύζω, προσκλύζω, συγκλύζω, συναποκλύζω, συνεκκλύζω, υπερκλύζω].

Greek Monotonic

κλύζω: μέλ. κλύσω [ῠ], Επικ. κλύσσω — Παθ., αόρ. αʹ ἐκλύσθην, παρακ. κέκλυσμαι·
I. εξορμώ, εκτινάζομαι, λέγεται για κύμα, σε Ομηρ. Ύμν.· σπάζω όπως το κύμα, σε Αισχύλ. — Παθ., παφλάζω, λέγεται για τη θάλασσα, σε Όμηρ.· σηκώνομαι σε κύματα, σε Ησίοδ.
II. 1. ξεπλένω ή εκπλένω, σε Ευρ.
2. ξεβγάζω, σε Ξεν.
3. εἰςὦτα κλ., βάζω νερό στα αυτιά μου και τα καθαρίζω, σε Ευρ.
4. κεκλυσμένος καρῷ, τριμμένο ή καλυμμένο με κερί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κλύζω: (fut. κλύσω с ῠ - эп. κλύσσω, эп. impf. iterat. κλύζεσκον)
1) (о волнах) плескать, бить, ударять, окатывать (τινὰ κατὰ κρατός HH): κύμασι κλύζεσθαι Hom. плескаться в волнах; ἐκλύσθη θάλασσα ποτὶ κλισίας Hom. море взбурлило до (самых прибрежных) палаток; κλύζεται ἡ Ἰαπυγία τῷ Σικελικῷ πελάγει Polyb. Иапигия омывается Сицилийским морем;
2) промывать, ополаскивать (τὸ ἔκπωμα Xen.; τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ Arst.);
3) мед. промывать, прочищать (τινά Anth.);
4) смывать, удалять (χολὴν φαρμάκῳ Soph.; перен. τἀνθρώπων κακά Eur.);
5) покрывать, натирать (κηρῷ Thuc.).