δρᾶμα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾶμα Medium diacritics: δρᾶμα Low diacritics: δράμα Capitals: ΔΡΑΜΑ
Transliteration A: drâma Transliteration B: drama Transliteration C: drama Beta Code: dra=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δράω)

   A deed, act, opp. πάθος, A.Ag.533; office, business, duty, Pl.Tht.150a, R.451c; τὸ δ. δρᾶν to go about one's business, Id.Tht.169b.    II action represented on the stage, drama, play, Ar.Ra.920, Arist.Po.1448a28, etc.; μὴ ἐν τῷ δ. not in the action on the stage, ib.1460a31; ἔξω τοῦ δ. ib.1453b32; δ. ποιεῖν Ar.Ra.1021; σατυρικὸν δ. Pl.Smp.222d (with play on 1): metaph., stage-effect of any kind, τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δ. εἰσάγειν Id.Ap.35b: also, tragical event, Plb.23.10.12, Him.Ecl.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 664] τό, das Gethane, die That, Handlung; Aesch. Ag. 533; das Geschäft, Plat. Theaet. 150 a; vgl. Rep. V, 451 c. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; δρᾶμα ποιεῖν, dichten, Ar. Ran. 1021; σατυρικόν Plat. Conv. 222 d, u. A.; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰσάγειν , von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen, Plat. Apol. 35 b; öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾶμα: τό, (δράω) ἔργον, πρᾶξις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· ὑπούργημα, ἐργασία ἢ καθῆκον, ὅπερ ἐκπληροῖ τις, Heind. Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. ΙΙ. πρᾶξις παριστανομένη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 3, 4· μὴ ἐν τῷ δρ., οὐχὶ ἐν τῇ πράξει ἐπὶ τῆς σκηνῆς, αὐτόθι 24, 20, πρβλ. 14, 13. 2) δρᾶμα, ἰδίως τραγῳδία, Ἀριστοφ. Βατρ. 920, κτλ.· δρ. ποιεῖν αὐτόθι 1021· δρ. διδάσκειν, παριστάνειν δρ., ἴδε διδάσκω ΙΙ· Σατυρικὸν δρ., Πλάτ. Συμπ. 222D· μεταφ., παντὸς εἴδους ὑπόκρισις καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς ἀποτέλεσμα, δραματικὴ ἐνέργεια (ἐκτὸς τῆς σκηνῆς), δραματικὴ ἐντύπωσις, τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰσάγειν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 35Β· τραγικὸν γεγονός, Πολύβ. 24. 8, 12, κλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action ; particul. affaire, office, devoir ou obligation dont on s’acquitte;
2 action se déroulant sur un théâtre, pièce de théâtre, drame ; particul. tragédie.
Étymologie: δράω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I representación dramática o teatral, drama
a) de la tragedia ποιήσαντι Φρυνίχῳ δ. Μιλήτου ἅλωσιν Hdt.6.21, δ. ποήσας Ἄρεως μεστόν (habla Esquilo), Ar.Ra.1021, cf. 923, E.Ep.2.9, IG 22.2318.202 (IV a.C.), IIasos 153.19 (II a.C.), μηχανῇ χρηστέον ἐπὶ τὰ ἔξω τοῦ δράματος Arist.Po.1454b3, cf. D.19.246, Longin.33.5, Vit.A.1.5;
b) de la comedia IG 22.2318.317 (IV a.C.), IG 12(7).226.5 (Minoa III/II a.C.), IUrb.Rom.1526.9 (II/III d.C.), κωμικὸν δ. Poll.9.11, Macho 261, τὰ Δράματα Los Dramas tít. de una comedia de Aristófanes, llamada tb. Κένταυρος Poll.3.74, otra del mismo autor, llamada Νίοβος Ath.301b;
c) del drama satírico τὸ σατυρικόν σου δ. Pl.Smp.222d, cf. IM 88e.5 (II a.C.);
d) de todos ellos IM 88a.2 (II a.C.), cf. Hsch.
equiparado a formas preteatrales como un tíaso de centauros y sátiros, Pl.Plt.303c
δ. δρᾶν interpretar un papel σὺ δὲ κατ' Ἀνταῖόν τί μοι μᾶλλον δοκεῖς τὸ δ. δρᾶν Pl.Tht.169b
fig. τὸ μέγα τοῦ κόσμου δ. Synes.Prouid.1.13, cf. D.C.63.28.4, Lib.Or.1.155.
II 1hecho trágico o de consecuencias trágicas el rapto de Helena οὔτε ... ἐξεύχεται (Paris) τὸ δ. τοῦ πάθους πλέον A.A.533, τρίτον δ' ἡ τύχη δ. ... ἐπεισήγαγεν τὸ κατὰ τοὺς υἱούς Plb.23.10.12, τὰ δράματα ὧν πᾶσα μικροῦ πλήρης γῆ Gr.Naz.M.35.1096C, cf. Lib.Eth.15.1
hecho extraordinario γίνωσκε πάντα τῶν καλῶν τὰ δράματα conoce todos los hechos de los buenos Gr.Naz.M.37.909A.
2 escena, espectáculo, exhibición pública καταψηφιεῖσθε τοῦ τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δράματα εἰσάγοντος condenareis al que introduce estas escenas miserables en los juicios, Pl.Ap.35b, προφάσει δὲ δίκης ἦλθεν ἐπ' ἐμὲ καὶ ὅλον τὸ δ. ... κατεσκεύασε Charito 6.3.6, cf. 1.4.2, Plu.Lys.26, 2.710c, Mar.17, Const.Ep. en Eus.VC 3.64.2.
3 narración, relato dramático κατὰ Λευκίππην ἐγεγόνει <τὸ> δ. la narración se refería a Leucipa Ach.Tat.8.5.3, cf. 2
simpl. historia, narración τὸ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πένητος ὁ προφήτης συντέθεικε δ. Thdt.Qu.in 2Re.24 (p.87), cf. Demetr.Eloc.62, Gloss.2.69.
4 maquinación, complot criminal δ. γὰρ παραδέδωκε δράματι ... τοῖς ὁρῶσι δὲ φοβερώτατον Lib.Decl.49.81, τὸ παμμίαρον ἐκεῖνο καὶ δυσσεβὲς κατεσκεύασαν δ. Thdt.HE 2.8.57, cf. Gr.Naz.M.35.1097B, Gloss.2.69.
5 función, papel τὸ μὲν τοίνυν τῶν μαιῶν τοσοῦτον, ἔλαττον δὲ τοῦ ἐμοῦ δράματος Pl.Tht.150a, cf. R.451c, βελτίων μὲν ὁ τῶν ἀντιδίκων ὑποκριτής, δ. δὲ τοὐμὸν ἄμεινον Lys.Fr.3.5.

Greek Monolingual

το (AM δρᾱμα)
1. θεατρικό έργο του αρχαίου θεάτρου σε διαλογική μορφή, γραμμένο για να παρασταθεί μπροστά στο κοινό με ηθοποιούς που δρουν, δεν απαγγέλλουν απλώς (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα)
2. σημαντικό, δυσάρεστο συνήθως γεγονός με σοβαρές επιπτώσεις
3. «σατυρικόν δράμα» — θεατρικό έργο με εύθυμη υπόθεση, χορό που αποτελείται συνήθως από σατύρους, στενά δεμένο με τη διονυσιακή λατρεία
μσν.- νεοελλ.
«τὸ θεῑον δρᾱμα» — τα πάθη του Χριστού από τη σύλληψη ώς τον θάνατό του
νεοελλ.
1. θεατρικό έργο με σοβαρή υπόθεση που προκαλεί τη συγκίνηση ή τον έντονο προβληματισμό τών θεατών
2. «λυρικό δράμα» — όπερα ή άλλο είδος έργου του λυρικού θεάτρου
3. δυσάρεστο γεγονός
4. φρ. «είμαι δράμα», «είναι δράμα» — για καταστάσεις που προκαλούν λύπη, οίκτο ή και θυμηδία
μσν.
ενέδρα
αρχ.
1. έργο, πράξη
2. καθήκον, χρέος
3. συναρπαστικό θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δρα- (βλ. λ. δρω). Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αισχύλο για να χαρακτηρίσει το έγκλημα του Πάριδος, ενώ αργότερα περιορίστηκε στη σημασία «τραγωδία»].

Greek Monotonic

δρᾶμα: -ατος, τό (δράω),·
I. έργο, πράξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.
II. πράξη που αναπαρίσταται στη σκηνή, δράμα, τραγωδία, σε Αριστοφ.· δρ. διδάσκειν· παράσταση δράματος, βλ. διδάσκω II· μεταφ., κάθε είδους δραματική ενέργεια, υπόκριση, αναπαράσταση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δρᾶμα: ατος τό
1) деяние, действие Plat., Arst.: τὸ δ. τοῦ πάθους πλέον Aesch. деяние больше страдания, т. е. преступление больше наказания;
2) сценическое произведение, драма Arph., Plat., Arst.: τὰ ἐλεεινὰ δράματα εἰσάγειν ирон. Plat. устраивать жалостные представления;
3) тяжелое происшествие, несчастье (τρίτον ἡ τόχη δ. ἐπεισήγαγε Polyb.).

Middle Liddell

δρᾶμα, ατος, τό, n n δράω
I. a deed, act, Aesch., Plat.
II. an action represented on the stage, a drama, Ar.; δρ. διδάσκειν to bring out a play, v. διδάσκω II:—metaph. stage-effect, Plat.