ἁνδάνω
English (LSJ)
[δᾰ], impf. ἥνδανον, Ep. ἑήνδανον, in Ion. Prose A ἑάνδανον Hdt.9.5 and 19 (in 7.172,8.29, codd. give ἥνδανον): fut. ἁδήσω Id.5.39: pf. ἅδηκα Hippon.100, Locr. ϝεϝάδηκα (v. infr. 11); ἕᾱδα A.R. 1.867; part. ἑαδώς 11.9.173: aor. ἑᾰδον Hdt.4.201, 6.106, cf. SIG57.40; Ep. εὔᾰδον (i.e. ἔϝαδον) Il.14.340, Od.16.28; ἅδον [ᾰ] Il.13.748; 3sg. subj. ἅδῃ Hdt.1.133, opt. ἅδοι Od.20.327, inf. ἁδεῖν Il.3.173, S. Ant.89: Later, aor. 1 ἧσα Plot.2.3.7:—please, delight, gratify, mostly Ion. and poet., used like ἥδομαι, except as to construction: mostly c. dat. pers., Od.2.114, Pi.P.1.29, Hdt.5.39: also c. dupl. dat., Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ Il.1.24, cf. Od.16.28; εἴ σφωϊν κραδίη ἅδοι 20.327; Πηνελοπείῃ ἥνδανε μύθοισι pleased her with words, 16.398:—in ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν the dat. belongs both to the part. and to the inf., Pi.P.2.96: abs., τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπε Il.9.173, Od.18.422: c.acc., v. dub. in Thgn.26, E.Or.1607, both prob. corrupt readings. II in Hdt. ἁνδάνει expresses the opinion of a body of people, οὔ σφι ἥνδανε ταῦτα 7.172, cf. 9.5; τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε 9.19: c. inf., τοῖσι μὲν ἕαδε βοηθέειν Ἀθηναίοισι 6.106, cf. 4.145,153, 201; so ἐπείνύ τοι εὔαδεν οὔτες (sc. ποιεῖν' Il.17.647, cf. Od.2.114:— τὰ ϝεϝαδηκότα quae placuerunt, IG9(1).334 (Locr.). III Med., ἢν ἁνδάνηται Hp.Mul.2.150; cf. τιμὴ δαίμοσιν ἁνδάνεται AP10.7 (Arch.). (Cf. Skt. svádati, Lat. suādeo, suāvis, O.E. swēte, etc.)
German (Pape)
[Seite 216] (ἦδος), ἥνδανον, Hom. auch ἑήνδανον, attisch zuweilen ἑάνδανον, fut. ἁδήσω, aor. ἕαδον, Hom. auch εὔαδε, perf ἕαδα, dor. ἔαδα, partic. ἑαδότα, Il. 9, 173 Od. 18, 422, gefallen, eigtl. ion. u. dichterisch, τινί, oft Hom. u. Her.; Theocr. 26, 30; auch mit doppeltem dat., Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ, Il. 1, 24, vgl. Od. 20, 327; so Pind. öfter; auch Soph. Ant. 500 u. sonst; bei Her. 5, 39 ist ἁνδάνειν τινί Einem einen Gefallen thun. Bei Theogn. 26, Eur. Med. 12 Or. 1633 u. Sp. auch mit dem acc., wie ἀρέσκω, erfreuen, zufrieden stellen; Archi. 16 (X, 7) hat auch das med. ἁνδάνεται.
Greek (Liddell-Scott)
ἁνδάνω: [ᾰ]: παρατ. ἥνδανον, Ἐπ. ἑήνδανον, παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ἑάνδανον Ἡρόδ. 9. 5 καὶ 19 (ἐν 7. 172., 8. 29 τὰ χφα ἔχουσιν ἥνδανον): - μέλλ. ἁδήσω Ἡρόδ. 5. 39: - πρκμ. ἅδηκα Ἱππῶν. 90· ἀλλ’ ὡσαύτως ἕᾱδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 867 (γεγραμμένον ἔαδα ἐν Θεοκρ. 27. 22)· μετ. ἑαδὼς (ἴδε κατωτ.): - ἀόρ. ἕᾰδον Ἡρόδ. 4. 201., 6. 106. - Ἐπ. εὕᾰδον (ὅ ἐ. ἔFαδον) Ἰλ. Ξ. 340, Ὀδ. Π. 28· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει ὡσαύτως ἅδον [ᾰ] Ἰλ. Ν. 748· γ΄ ἑν. ὑποτακτ. ἅδῃ Ἡρόδ. 1. 133· εὐκτ. ἅδοι Ὀδ. Υ. 327· ἀπαρ. ἁδεῖν Ἰλ. Γ. 173, Σοφ. Ἀντ. 89. (Ἐκ √ΣFΑΔ· πρβλ. Σανσκρ. svad, svad-âmi (gusto placeo), svâd-us (dulcis), Λατ. sua-vis (ὅ ἐ. suadvis), suad-eo, Γοτθ. sut-is, Παλαιο-Σκανδιν. sœt-r (ἢ μᾶλλον sœtr), Ἀγγλοσαξ. swêt-e, Παλ. Ὑψ. Γερμ. suoz-i (süss). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης πιθανῶς παράγονται καὶ τὰ ἥδομαι, ἡδύς, ἧδος, ἡδονή, ἄσμενος, ἴσως δὲ καὶ τὸ ἑδανός). Ἀρέσκω, εὐαρεστῶ, τέρπω, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἰων. καὶ ποιητ. ἐν χρήσει ὡς τὸ ἥδομαι ἐξαιρέσει τῆς συντάξεως, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ δοτ. προσ. Ὅμ., Ἡρόδ., Πίνδ., κτλ.· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς δοτ., ἀλλ’ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ Ἰλ. Α. 24, πρβλ. Ὀδ. ΙΙ. 28· εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι Υ. 327· Πηνελοπείῃ ἥνδανε μύθοισι, οἱ λόγοι αὐτοῦ ἦσαν εὐχάριστοι τῇ Πηνελόπῃ, Π. 398: - ἐν τῇ φράσει ἀδόντα δ’ εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν, ἡ δοτικὴ ἀνήκει εἴς τε τὴν μετοχὴν καὶ τὸ ἀπαρέμφ., Πινδ. Π. 2 ἐν τέλ.· - ἀπολ., τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπεν Ἰλ. Ι. 173, Ὀδ. Σ. 422. 2) ἂν τὸ ἁνδάνω δύναται νὰ συντάσσηται μετὰ αἰτιατ. (ὡς τὸ ἀρέσκω ΙΙΙ.), δυνάμεθα νὰ ἀποδεχθῶμεν τὴν γραφὴν πολλῶν χειρογράφων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1607· οὐ γάρ μ’ ἁνδάνουσι, καὶ ἁνδάνουσα μὲν φυγῇ πολίτας ἐν Μηδ. 12· βεβαίως εὑρίσκομεν νόον δ’ ἐμὸν οὔτις ἔαδε ἐν Θεοκρ. 27. 22· ἀλλ’ ἐν Θεόγν. 26 ἀντὶ τοῦ οὐδ’ ὁ Ζεὺς ὕων πάντας ἁνδάνει, ἡ πιθανωτέρα γραφὴ εἶναι πάντεσσ’. ΙΙ. παρ’ Ἡροδ. ἁνδάνει ὡς τὸ Λατ. placet ἐκφράζει τὴν γνώμην ὁμίλου ἀνθρώπων, οὔ σφι ἥνδανε ταῦτα 7. 172, πρβλ. 9. 5· τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε 9. 19· μετ’ ἀπαρεμ., τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι 6. 106, πρβλ. 4. 145, 153, 201: - Ὁ Ὅμηρ. ἔχει τὸ ῥῆμα τοῦτο ἀπροσώπως ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας: ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως [ἐνν. ποιεῖν] Ἰλ. Ρ. 647, πρβλ. Ὀδ. Β. 114. - τὰ FεFαδηκότα quae placuerunt, Λοκρ. Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 63. ΙΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 10. 7 ἀπαντᾷ τὸ μέσον ἁνδάνεται, οὐδ’ ἑκατόμβη τόσσον, ὅσον τιμὴ δαίμοσιν ἁνδάνεται.
French (Bailly abrégé)
impf. ἥνδανον, f. ἁδήσω, ao.2 ἕαδον, pf.2 ἕαδα;
1 plaire, être agréable : τινί, rar. τινά à qqn ; Ἀγαμέμνονι θυμῷ IL au cœur d’Agamemnon;
2 (p. ext. au sens du lat. placet) τοῖσι μὲν ἕαδε avec l’inf. HDT ils agréèrent le projet de, ils décidèrent de ; • impers. ἐπεὶ εὔαδεν (p. *ἔϜαδεν) οὕτως IL puisque cela a plu ainsi, a été ainsi arrêté.
Étymologie: R. Ἁδ p. ΣϜαδ être agréable.
English (Autenrieth)
(ϝανδάνω, (ς)ϝηδύς), ipf. ἑήνδανε, ἥνδανε, perf. part. ἑᾶδότα, aor. εὔαδε (ἔϝαδε) and ἅδε: be acceptable, please, τινί, often w. θῦμῷ added; impers., or with a thing as subj., δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, Od. 3.150, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑᾶδότα μῦθον ἔειπεν, Od. 18.422.
English (Slater)
ἁνδάνω (ἁνδάνειν: aor. ᾰδον; ᾰδών, -όντι, -όντα; ᾰδεῖν. ϝα-, (P. 1.29) (P. 6.51), (I. 8.18) )
1 please, be pleasing to c. dat. Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι (O. 3.1) πατέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ (O. 7.17) εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν (P. 1.29) ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) τίν τ, Ἐλέλιχθον, μάλα ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται (P. 6.51) Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.36) ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) (N. 8.38) χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον (i. e. πολέμων ἦσαν ἔμπειροι. Σ.) (I. 4.15) Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (Er. Schmid: θ' ἅδον codd: τίμιαι γεγένηνται. Σ.) (I. 8.18)
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἥνδᾰνον, ép. ἑήνδανον Il.24.25, Od.3.143, en prosa jón. ἑάνδανον Hdt.9.5; fut. ἁδήσω Hdt.5.39; aor. ind. ἕᾰδον Hdt.4.201, 6.106, cf. Milet 1(3).133.40 (II a.C.), ép. εὔᾰδον (e.d. ἔϝαδον) Il.14.340, Od.16.28, ἔβαδον ICr.1.16.1.2 (III a.C.), ἅδον Il.13.748, tard. ἧσα Plot.2.3.7, subj. Ϝάδῃ Alcm.56.2, ἅδῃ Hdt.1.133, opt. Ϝάδοι Alcm.45, ἅδοι Od.20.327, inf. ἁδεῖν Il.3.173, S.Ant.89; perf. ind. ἅδηκα Hippon.135, ép. ἕᾱδα A.R.1.867, locr. part. Ϝεϝαδεϙότα IG 92.718.38 (Calion V a.C.), ἑαδώς Il.9.173]
1 a)en gener. agradar, ser grato a c. dat. de pers. y dioses Od.2.114, 16.398, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπεν Il.9.173, cf. Hes.Th.917, Fr.70.3, 165.3, Thgn.382, Sol.5.11, Pi.O.3.1, 7.17, P.1.29, Hdt.5.39, Democr.B 153, Epich.154b, Ar.Eq.553, E.Fr.171, Theoc.17.38, τί σοι τόσον εὔαδεν ὕδωρ Nonn.D.11.446, en part. ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν ojalá sea grato a los nobles que me reúna con ellos Pi.P.2.96
•tb. en v. med., Hp.Mul.2.150, AP 10.7 (Arch.)
•c. dos dat. Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ Il.1.24, cf. Od.16.28;
b) de abstr. o c. adv. y c. dat. de pers. gustar, ser de una opinión ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν οὕτως Il.17.647, ὅτι οὔ σφι ἥνδανε τὰ ... ἐμηχανῶντο Hdt.7.172, τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε Hdt.9.19, θνητῶν ὅσοισιν ἁνδάνει μοναρχία E.Hipp.1015, cf. Sol.24.23, E.Rh.137.
2 c. dat. de pers. e inf. gener. de cuerpos políticos decidir τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι decidieron prestar ayuda a los atenienses Hdt.6.106, cf. 4.145, 153, 201, ἃ πόλει μήποτε τῇδε ἅδοι ¡que jamás esta ciudad decida esto! Thgn.52, fig. εἰ ... ἡμετέρας μελέτας <ἅδε τοι> διὰ φροντίδος ἐλθεῖν Emp.B 131
•part. perf. τὰ Ϝεϝαδηϙότα las decisiones, IG 92.718.38 (Calion V a.C.).
3 c. dat. de cosa gustar de τοῖσιν ἅδοι καὶ Κύπρις AP 6.299 (Phan.).
• Etimología: Deriv. de la raíz *su̯ād- ‘dulce’, ‘suave’, ‘agradable’, cf. ai. svā́date equivalente a gr. ἥδομαι q.u.; a esta raíz pertenece ἡδύς q.u.
Greek Monolingual
ἁνδάνω (Α)
1. (προσ.) είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ
2. απρόσ. (για σύνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω τη γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανήκει στην οικογένεια των ήδομαι, ηδύς κ.λπ. Δεν παρατηρείται ακριβής αντιστοιχία με τ. άλλων γλωσσών
συνδέεται μόνο με τα αρχαία ινδ. svadati, svadate «αρέσω» καί τα λατ. suādeō «συμβουλεύω», suavis «ευχάριστος». (Πρβλ. αττ. ἥδομαι, δωρ. ᾱδάνω καθώς και κρητ. ἔFaδε, αιολ. εὔαδε (< ἔ-σFαδ-ε), λοκρ. FεFαδηκότα, με τα οποία πιστοποιείται η παρουσία του F στον τ.].
Greek Monotonic
ἁνδάνω: [ᾰ], παρατ. ἥνδανον, Επικ. ἑήνδανον, Ιων. ἑάνδανον· μέλ. ἁδήσω, παρακ. ἅδηκα ή ἕᾱδα· αόρ. βʹ ἕᾰδον, Επικ. εὔᾰδον και ἅδον [ᾰ] (από τη √ΑΔ, απ' όπου επίσης το ἡδύς, ἡδονή, ἄσμενος),
I. ευχαριστώ, ενθουσιάζω, ευαρεστώ, τέρπω, με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., ἑᾱδότα μῦθον, ευχάριστος λόγος, στον ίδ.
II. ἁνδάνει, Λατ. placet, εκφράζοντας γνώμη, οὔ σφι ἥνδανε ταῦτα, σε Ηρόδ.· με απαρ., τοῖσι μὲν ἕαδε βοηθέειν, ήταν ευχαρίστησή τους να βοηθήσουν, στον ίδ.· απρόσ., ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως (ενν. ποιεῖν), σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁνδάνω: (impf. ἥνδανον - эп. ἐήνδανον, ион. ἑάνδανον, fut. ἁδήσω, aor. 2 ἕᾰδον - эп. ἅδον, 3 л. sing. εὔαδε, part. ἑᾱδώς) редко med. Anth.
1) быть приятным, нравиться (τινί и τινὶ θυμῷ Hom., Pind., Her.): ἁ. τινί τινι Hom. нравиться кому-л. чем-л.;
2) impers. быть угодным, желательным (ср. лат. placet): ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως Hom. если уж так тебе угодно; τοῖσι ἕαδε βοηθέειν Ἀθηναίοισι Her. они решили помочь афинянам.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: please (Il.)
Other forms: Aor. ἀδεῖν (Aeol. εὔαδον in Homer), perf. ἕαδα. On the present Schwyzer 699; Att. ἥδομαι (s. v.). Used in political context as 'it pleased the people (to decide)', hence to decide.
Dialectal forms: Dor. perhaps ἀδάνω in ἀδάνοντα ἀρέσκοντα H. (Baunack Phil. 70, 353; cf. ληθάνω)
Compounds: αὐθάδης s.s.v.
Derivatives: ἅδος decision, resolution (Halic., Thasos), ἅδημα ψήφισμα H.; also Ϝάδιξις id. in γάδιξις ὁμολογία and ἄδιξις ὁμολογία παρὰ Ταραντίνοις H. (to *Ϝαδίζομαι).
Origin: IE [Indo-European] [1039] *sueh₂d-
Etymology: The Ϝ- is seen in Aeol. εὔαδε (< *ἔ-σϜαδ-ε), Cret. ἔϜαδε and Locr. ϜεϜαδηqότα. - The root also inἥδομαι, ἡδύς (s. vv.). S. also ἄσμενος and αὑθάδης. - No exact parallels. Sanskrit has svádati, -te please. Perhaps from *suh₂-n̥-d- (LIV). Factit. Lat. suādeo advise.
Middle Liddell
I. to please, delight, gratify, c. dat. pers., Hom., etc.:—absol., ἑᾱδότα μῦθον a pleasing speech, Hom.
II. ἁνδάνει, Lat. placet, expressing opinion, οὔ σφι ἥνδανε ταῦτα Hdt.; c. inf., τοῖσι μὲν ἕαδε βοηθέειν it was their pleasure to assist, Hdt.:—impers., ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως (sc. ποιεῖν) Hom.
Frisk Etymology German
ἁνδάνω: {handánō}
Forms: Aor. ἀδεῖν (ep. äol. Ind. εὔαδον), ep. Perf. ἕαδα (vorw. ion. und poet.). Zur Präsensbildung Schwyzer 699; att. ἥδομαι (s. d.), dor. viell. ἀ̄δάνω aus ἀδάνοντα· ἀρέσκοντα H. zu erschließen (Baunack Phil. 70, 353; vgl. ληθάνω).
Grammar: v.
Meaning: gefallen
Derivative: Ableitungen: ἅδος Beschluß (Halik., Thasos), ἅδημα· ψήφισμα H.; außerdem ϝάδιξις Beschluß in γάδιξις· ὁμολογία und ἄδιξις· ὁμολογία παρὰ Ταραντίνοις H., zunächst zu *ϝαδίζομαι mit weiterem Anschluß an (ϝ)άδος; Bechtel Dial. 2, 419.
Etymology : Genaue Entsprechungen zu den griechischen Formen liegen nirgends vor. Das Altindische hat ein damit eng verwandtes thematisches Wurzelpräsens svádati, -te sich gefallen lassen, gefallen; lat. suādeo raten weicht dagegen in Form und Bedeutung stark ab. Der ϝ-Laut wird außer durch äol. εὔαδε (< *ἔσϝαδε) auch durch kret. ἔϝαδε und lokr. ϝεϝαδηq_ότα bestätigt. — Verwandt sind ἥδομαι, ἡδύς (s. dd.). S. auch ἄσμενος und αὐθάδης.
Page 1,104