κουφίζω
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
Att. fut. -A ῐῶ S.Aj.1287: pf. κεκούφικα OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.): I to be light, κουφίζουσαν ἄρουραν Hes.Op.463, cf. E.Hel.1555; of a sufferer, to be relieved, κουφίζειν δοκῶ S.Ph. 735, cf. Hp.Aph.2.27. II trans., lighten, make light, τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Arist.Cael.309a6:—Pass., Id.PA 663b13: hence, 1 lift up, raise, S.Ant.43, Tr.1025 (lyr.); αἴρων κουφιῶ σ' ἐγώ Ar.Av.1762 (lyr.); ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων E. Ph.121 (lyr.); ἅλμα κουφιεῖν make a light leap, S.Aj.l.c.; κ. πήδημα E.El.861 (lyr.); δύστηνον αἰώρημα κουφίζω, = δύστηνος αἰωροῦμαι, Id.Supp.1047:—Pass., to be lifted up, soar, [τῷ πτερῷ] ᾧ ψυχὴ κουφίζεται Pl.Phdr.248c, cf. 249a; σώματα -όμενα ὑπὸ τοῦ κύματος Jul.Or.1.27c. 2 lighten of a load, ὄχλου πλήθους τε κ. χθόνα lighten earth of a multitude, E.Hel.40; κουφισθεὶς τοῦ βάρους Thphr. HP4.16.2: abs., lighten ships of their cargo, τῷ ταχυναυτοῦντι κουφίσαντες προσβάλλειν Th.6.34; κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Plb.20.5.11, cf. 1.60.8. b of persons, relieve from burdens, X.Mem.2.7.1, Cyr.6.3.24; τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν D.S.13.64, cf. IG12(7).506.16 (Amorgos, iii B. C.); τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Plu.Caes.37; relieve (contractors), Plb.6.17.5; τῆς ὑπερηφανίας Phld.Vit.p.16 J.; κ. τοὺς νοσοῦντας Plu.2.1106c:—Pass., to be relieved, ὅταν σῶμα κουφισθῇ νόσου from... E.Or.43; τοῦ πάθους Arist.Pr.873b22; λέξασα κουφισθήσομαι ψυχήν E.Med.473: fut. Med. κουφιεῖσθαι in pass. sense, Aristid.2.145 J.: metaph., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε feel your burdens lightened by... Th.2.44; κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Arist. EN1171a29, cf. Pol.1342a14; ἐλπίδι κ. ματαίᾳ Ael.NA11.33. 3 c. acc. rei, lighten, assuage, ἀλγηδόνας E.Fr.573; συμφορὰς λόγῳ κ. D.60.35; κ. ἔρωτα Theoc.23.9; τὸ πάθος Plu.Alex.52; τὰ ὀφλήματα Id.2.807d: abs., give or procure relief, κ. οὐδέν, ἀλλά… Hp. Epid.1.7, cf. Arist.GA725b9:—Pass., νομίζοντες κεκουφίσθαι τὸν πόλεμον αὐτοῖς Plb.1.17.2. b cancel a debt, POxy.126.8 (vi A. D.), etc.:—Med., PMasp.95.10 (vi A. D.). 4 ἑαυτοὺς κ. cheapen themselves, dub. in Epicur.Nat.112 G. 5 subtract, ἀπὸ τῶν μοιρῶν Heph.Astr.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
κουφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· (κοῦφος)· ― ἀμεταβ., εἶμαι κοῦφος, ἐλαφρός, νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Σχόλ. Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461, Εὐρ. Ἑλ. 1555· ἐπὶ πόνου, ἀνακουφίζομαι, πραΰνομαι, Σοφ. Φ. 735, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1245. ΙΙ. μεταβ., ἐλαφρύνω, κάμνω τι ἐλαφρόν, τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 2, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 13· ― ἐντεῦθεν, Ι) ἐγείρω, ἀνυψῶ, Σοφ. Ἀντ. 43, Τρ. 1024· ἀσπίδ’ ἀμφὶ βραχίονα κουφίζων Εὐρ. Φοίν. 120· ― ἅλμα κουφιεῖν = ἅλμα κοῦφον ἁλεῖσθαι, Σοφ. Αἴ. 1287· κ. πήδημα Εὐρ. Ἠλ. 861· δύστηνον αἰώρημα κουφίζω = δύστηνος αἰωροῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1047, πρβλ. κοῦφος Ι. 1. ― Παθ., ἀνυψοῦμαι, πέτομαι, τῷ πτερῷ ἡ ψυχὴ κουφίζεται Πλάτ. Φαῖδρ. 248C, πρβλ. 249Α. 2) ἐλαφρύνω ἀπὸ βάρους, ὄχλου κ. χθόνα, ἐλαφρύνω τὴν γῆν ἀπὸ τοῦ ὄχλου, Εὐρ. Ἑλ. 40· κουφισθεὶς τοῦ βάρους Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 16, 2· ἀπολ., ἐλαφρύνω πλοῖα τοῦ φορτίου αὐτῶν, τῷ ταχυναυτοῦντι κουφίσαντες προσβάλλειν Θουκ. 6. 34· κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Πολύβ. 20. 5, 11, πρβλ. 1. 60, 8· οὕτω καὶ β) ἐπὶ προσώπων, ἀνακουφίζω τινὰ ἐκ στενοχωρίας τινός, ἴσως γὰρ ἂν τί σε καὶ ἡμεῖς κουφίσαιμεν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1, Κύρ. 6. 3, 24· τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Διόδ. 13. 64· τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Πλουτ. Καῖσ. 37· ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω (τῆς ἐργωνίας), Πολύβ. 6. 17, 5· κ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. 2. 1106Β. ― Παθ., ἀνακουφίζομαι, ἐλαφρύνομαι, νόσου, ἀπὸ.., Εὐρ. Ὀρ. 43· τοῦ πάθους, τῆς ὀδύνης, κτλ.· συχν. παρ’ Ἱππ., κτλ., κουφισθήσομαι ψυχὴν Εὐρ. Μήδ. 473· μέσ. μέλλ. κουφιεῖσθαι μετὰ παθ. σημ., Ἀριστείδ. 2. 145· μεταφ., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε, αἰσθάνεσθε ὅτι τὰ βάρη σας ἐλαφρύνονται διὰ…, Θουκ. 2. 44· κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 5. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. ἐλαφρύνω, καταπραΰνω, ἀλγηδόνας Εὐρ. Ἀποσπ. 577· συμφορὰς λόγῳ κ. Δημ. 1400. 7· κ. ἔρωτα Θεόκρ. 23. 9· τὸ πάθος Πλουτ. Ἀλέξ. 52· τὰ ὀφλήματα ὁ αὐτ. 2. 807D· ἀπολ. παρέχω ἀνακούφισιν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 52. ― Παθ., κεκούφισται αὐτοῖς ὁ πόλεμος Πολύβ. 1. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
f. att. κουφιῶ;
A. intr. 1 être léger;
2 être allégé, éprouver du soulagement;
B. tr. I. rendre léger, donner de la légèreté à, alléger ; abs. alléger un navire de sa cargaison ; fig.
1 en parl. de charges publiques, d’impôts, de dettes τόκων τοὺς χρεωφειλέτας PLUT alléger le chiffre des intérêts à la charge des débiteurs ; κ. τὰ ὀφλήματα PLUT diminuer les dettes;
2 en parl. de maladie κ. τοὺς νοσοῦντας PLUT soulager les malades, κ. τὸ πάθος PLUT alléger le mal;
3 en parl. de chagrins soulager, consoler;
II. soulever : τινα, qqn ; νεκρόν SOPH enlever un mort, pour lui donner la sépulture ; p. anal. ἅλμα κ. SOPH sauter légèrement ou vivement.
Étymologie: κοῦφος.
English (Strong)
from kouphos (light in weight); to unload: lighten.
English (Thayer)
imperfect 3rd person plural ἐκούφιζον; (κοῦφος light);
1. intransitive, to be light (Hesiod, Euripides, Dio C.).
2. from Hippocrates down, generally translated, to lighten: a ship, by throwing the cargo overboard, Sept. Polybius)
Greek Monolingual
(I)
κουφός
είμαι λίγο κουφός, βαριακούω.
(II)
κουφίζω (AM) [[[κουφός]] (Ι)]
1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ.
β. «ἥ τε τοῦ πτεροῦ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.)
2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω, καταπραΰνω («τὸ πάθος ἐκούφισε τοῦ βασιλέως», Πλούτ.)
3. αφαιρώ κάτι
4. παθ. κουφίζομαι
(για φωνήεν ή δίφθογγο) εκθλίβομαι («βραχέα φωνήεντα ἐκθλίβονται ἤτοι κουφίζονται», Ευστ.)
μσν.
(σχετικά με αφορισμό) συγχωρώ
αρχ.
1. είμαι ελαφρός
2. κάνω κάτι ελαφρότερο, ελαφρύνω («τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κουφίζει τὰ σώματα», Αριστοτ.)
3. ελαφρύνω, απαλλάσσω από βάρος (α. «ὄχλου πλήθους τε κουφίσειε μητέρα χθόνα», Ευρ.
β. «κουφισθεισῶν τῶν νεῶν», Πολ.)
4. (σχετικά με νόσο) αισθάνομαι ανακούφιση
5. ανακουφίζω κάποιον από οικονομικό βάρος («χρήματα συνήγαγον ἐκ τῶν λαφύρων βουλόμενοι κουφίσαι τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν», Διόδ.)
6. (σχετικά με νόσο) μετριάζω την ταλαιπωρία («ἱδρῶτες πολλοί... κουφίζοντες οὐδέν», Ιπποκρ.)
7. (σχετικά με χρέη) εξαλείφω, διαγράφω
8. φρ. α) «ἅλμα κουφιῶ» — αναπηδώ ελαφρά (Σοφ.)
β) «ὑπὲρ πυρᾱς δύστηνον αἰώρημα κουφίζω» — προσπαθώ να κάνω ελαφρότερο το ολέθριο τίναγμά μου πάνω από τη φωτιά (Ευρ.).
Greek Monotonic
κουφίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ· (κοῦφος)·
I. αμτβ., είμαι ελαφρός, σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ.
II. 1. μτβ., καθιστώ κάτι ελαφρύ· απ' όπου, σηκώνω, ανυψώνω, στον ίδ.· ἅλμα κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. πήδημα, σε Ευρ. — Παθ., ανέρχομαι, υψώνομαι, σε Πλάτ.
2. με γεν. ὄχλου κ. χθόνα, ελαφρύνω, απαλλάσσω τη γη από μεγάλο πλήθος, σε Ευρ.· απόλ., ελαφρύνω τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· ανακουφίζω ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, νόσου, από ασθένεια, σε Ευρ.· κουφισθήσομαι ψυχήν, στον ίδ.· μεταφ., νιώθω τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ.
3. με αιτ. πράγμ., ελαφρύνω, καταπραΰνω, συμφοράς, σε Δημ.· ἔρωτα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφίζω [κοῦφος] fut. act. κουφιῶ, pass. κουφισθήσομαι met acc. licht maken, lichter maken: νεβρὸς οὐράνιον πήδημα κουφίζουσα een hinde die een lichte sprong naar de hemel maakt Eur. El. 861 ( lyr. ); van schepen lossen; van pijn of psych. aandoeningen verlichten, verzachten:; οὐχὶ φίλαμα, τὸ κουφίζει τὸν ἔρωτα geen kus die de liefde verzacht Theocr. 23.9; pass.: λέξασα κουφισθήσομαι ψυχὴν door te spreken zal mijn hart lichter worden Eur. Med. 473; κουφίζονται γὰρ οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων mensen met verdriet worden voelen zich lichter wanneer naasten medelijden tonen Aristot. EN 1171a29. optillen, opheffen:. εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί of je samen met deze hand het dode lichaam wilt optillen Soph. Ant. 43. verlichting geven van, verlossen van, met acc. en gen.: ὡς ὄχλου βροτῶν... κουφίσειε μητέρα χθόνα zodat hij moeder aarde van een massa stervelingen verloste Eur. Hel. 40. intrans. licht zijn, lichter zijn: overdr.: zich beter voelen:. κουφίζειν δοκῶ ik voel, geloof ik, verlichting Soph. Ph. 735.
Russian (Dvoretsky)
κουφίζω: (атт. fut. κουφιῶ)
1) быть легким: κουφίζοντα Eur. нетяжелые вещи, легкая поклажа;
2) становиться легче, ослабляться (τὸ πάθος ἐκούφισε Plut.): κουφίζειν δοκῶ (sc. ἄλγος νόσου) Soph. мне кажется, что боль (от моего недуга) слабеет;
3) делать легче, облегчать (τὰ σώματα Arst.): κ. χθόνα τινός Eur. облегчить землю от чего-л., т. е. стереть что-л. с лица земли;
4) поднимать (τὸν νεκρόν Soph.; ἀσπίδα ἀμφὶ βραχίονα Eur.): κ. ἅλμα Soph. или κ. πήδημα Eur. легко подпрыгнуть; δύστηνον αἰώρημα κ. Eur. сделать отчаянный прыжок; τῷ πτερῷ κουφίζεσθαι Plat. взлететь на крыльях;
5) облегчать от груза, разгружать (τὸ πλοῖον NT; κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Polyb.);
6) (о денежных обязательствах) облегчать, уменьшать, убавлять (τὰ ὀφλήματα Plut.);
7) (о должниках) давать льготу, частично освобождать: κ. τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Diod. уменьшать налоговое бремя народа; κ. τόχων τοὺς χρεωφειλέτας Plut. освободить должников от уплаты части процентов;
8) (о страданиях) облегчать, утолять (συμφορὰς λόγῳ Dem.; τὸ πάθος Plut.);
9) (о страдающих) помогать: κ. τοὺς νοσοῦντας Plut. оказывать помощь больным; κουφίζεσθαι νόσου Eur. оправляться от болезни; κουφίζονται οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων Arst. скорбящие утешаются состраданием друзей.
Middle Liddell
κοῦφος
I. intr. to be light, Hes., Eur.: of pain, to be alleviated, assuaged, Soph.
II. trans. to make light: hence to lift up, raise, Soph.; ἅλμα κουφιεῖν to make a light leap, Soph.; κ. πήδημα Eur.:—Pass. to be lifted up, soar, Plat.
2. c. gen., ὄχλου κ. χθόνα, to lighten, earth of a multitude, Eur.: —absol. to lighten ships of their cargo, Thuc.: to relieve persons from burthens, Xen.:—Pass. to be relieved, νόσου from disease, Eur.; κουφισθήσομαι ψυχήν Eur.; metaph. to feel one's burthens lightened, Thuc.
3. c. acc. rei, to lighten, assuage, συμφοράς Dem.; ἔρωτα, Theocr.
Chinese
原文音譯:kouf⋯zw 枯非索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:浮起
字義溯源:卸去負擔,減輕,使輕易,輕一點,輕些,卸載;源自(κουφίζω)X*=減輕)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 輕些(1) 徒27:38