τίσις

From LSJ
Revision as of 14:55, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίσις Medium diacritics: τίσις Low diacritics: τίσις Capitals: ΤΙΣΙΣ
Transliteration A: tísis Transliteration B: tisis Transliteration C: tisis Beta Code: ti/sis

English (LSJ)

[τῐ], εως, ἡ, (τίνω>; cf. Skt. A apacitis vengeance) payment by way of return or recompense, retribution, vengeance, Od.2.76, Il. 22.19, Hes.Th.210, Alcm.23.36, etc.; ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρεΐδαο retribution for his murder, Od.1.40; freq. in Hdt., τίσιν δοῦναί τινος suffer punishment for an act, 8.76; τίσιν τινὶ ἐκτεῖσαι 6.84; τ. ἥξει 2.152, cf. S.OC228 (anap.); τιμωρίη τε καὶ τ. Hdt.7.8.ά; πρὸς κασιγνήτου τίσιν for him, S.OC1329; τῶν τοιούτων τ. retribution for such things, Pl.Lg.870d: pl., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον (where it may be personified, avengers of P., like Ἐρινύες) Hdt.3.126, 128. 2 power to repay or power to requite, both in bad and good sense, φίλων Thgn.337, cf. 345.

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, Schätzung, bes. nach vorausgegangener Schätzung bestimmter Ersatz, Entschädigung, Vergeltung, Od. 2, 76. Dah. überh. Buße, Strafe, Rache, ἐπεὶ οὔτι τίσιν γ' ἔδδεισας ὀπίσσω, Il. 22, 19; Od. 1, 40. 13, 144; h. Cer. 368; τίσις ἥξει, Her. 1, 13; τίσις ἐγένετο τῷ ἀδικηθέντι, 8, 105; τίσιν ἐκτίνειν, 6, 84; μοιριδία τίσις, Soph. O. C. 228; Eur. Hel. 109; τίσιν δοῦναι, wie poenam dare, Strafe leiden, Her. 8, 76, bei dem auch αἱ Τίσεις die Rachegöttinnen sind, 3, 126. 128. – Selten im guten Sinne, Belohnung, τίσις φίλων, Theogn. 337; Plat. Gorg. 523 b Legg. IX, 870 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τίσις: [ῐ], -εως, ἡ, (τίω) ἀπότισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, τάχ’ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη Ὀδ. Β. 76· ἐπεὶ οὔ τι τίσιν γ’ ἔδεισας ὀπίσσω Ἰλ. Χ. 19, κλπ· ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρείδαο, τιμωρία, ἐκδίκησις διὰ τὸν φόνον αὐτοῦ, Ὀδ. Α. 40, κλπ.· συχν. παρ’ Ἡροδ., τίσιν δίδωμί τινος, τιμωροῦμαι διά τινα πρᾶξιν, Λατ. poenas dare, 8. 76· τίσιν ἐκτείνειν 6. 84· τίσις ἥκει 2. 152, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε τὸ ῥῆμα τίνω Ι)· τιμωρίη τε καὶ τ. Ἡρόδ. 7. 8, 1· πρὸς κασιγνήτου τίσιν, ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1329· ἐν τῷ πληθ., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον (ἔνθα δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς προσωποποίησις, οἱονεὶ αἱ Ἐκδικήτριαι τοῦ Π., οἷον αἱ Ἐρινύες), Ἡρόδ. 3. 126, 128· τῶν τοιούτων τ. Πλάτ. Νόμ. 870D. 2) δύναμις πρὸς ἀνταπόδοσιν, ἐπί τε κακῆς καὶ καλῆς σημασίας, τ. φίλων τε... ἐχθρῶν τε Θέογν. 337, πρβλ. 345.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
paiement, d’où :
1 châtiment, punition, vengeance : τίσιν δοῦναί τινος HDT être puni pour qqe faute ; τίσιν ἐκτίνειν HDT infliger un châtiment ; au plur. αἱ Τίσιες (ion.) HDT les Furies vengeresses;
2 rémunération, récompense, présent en retour.
Étymologie: τίω, τίνω.

English (Autenrieth)

ιος (τίω): recompense, Od. 2.76; then vengeance, punishment, τινός, ‘for something,’ ἔκ τινος, ‘at the hands of some one.’

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α τίνω
1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.)
2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβήΖεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ' ἐχθρῶν», Θέογν.)
3. στον πληθ. αἱ τίσιες
πιθ. οι Ερινύες
4. φρ. «τίσιν δίδωμί τινος» — τιμωρούμαι για κάτι που έχω κάνει.

Greek Monotonic

τίσις: [ῐ], -εως, ἡ (τίνω
1. απότιση, ανταπόδοση, εκδίκηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· τίσιν δοῦναί τινος, τιμωρούμαι για κάποια πράξη, Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ.· κασιγνήτου τίσις, υπέρ αυτού, σε Σοφ.· στον πληθ., Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον (όπου μπορεί να θεωρηθεί προσωποποιημένο, οι Εκδικήτριες, όπως οι Ἐρινύες), σε Ηρόδ.
2. δύναμη εκδίκησης ή ανταπόδοσης, με θετική και αρνητική σημασία, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

τίσις: εως (τῐ) ἡ τίω воздаяние, возмездие, отмщение, кара Hom.: τίσιν δοῦναί τινος Her. нести наказание за что-л.; τίσιν ἐκτῖσαί τινι Her. поплатиться за кого-л.; μοιριδία τ. Soph. возмездие судьбы; ἡ τ. τε καὶ δίκη Plat. справедливое возмездие.

Middle Liddell

τῐ́σις, εως, τίνω
1. payment by way of return or recompense, retribution, vengeance, Hom., etc.; τίσιν δοῦναί τινος to suffer punishment for an act, Lat. poenas dare, Hdt.; κασιγνήτου τίσις for him, Soph.; in plural, Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον (where it may be personified, avengers, like Ἐρίνυεσ), Hdt.
2. power to repay or requite, both in bad and good sense, Theogn.

English (Woodhouse)

amends, atonement, compensation, penalty, punishment, retaliation, retribution, vengeance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)