στρουθός
English (LSJ)
ὁ, also ἡ (v. infr.), (στροῦθος acc. to Chares ap.Hdn.Gr. 1 p. xix L.) A sparrow, Fringilla domestica, Il.2.311 (fem.), Sapph.1.10, Hdt.1.159, Ar.V.207, Av.578, Epich.45, Ael.NA17.41, Edict.Diocl.4.35, etc.; οἱ μικροὶ στρουθοί Gal.6.700; interpol. in κατάμομφα δὲ φάσματα στρουθῶν A.Ag.145 (lyr.). 2 στρουθοὶ αἱ μεγάλαι ostriches, X. An.1.5.2, cf. Gal.6.702, POxy.920.8 (ii/iii A.D.); οἱ μεγάλοι στρουθοί Gal.6.788: also στρουθὸς κατάγαιος (i.e. the bird that runs, does not fly), Hdt.4.175,192; χερσαῖος Ael.NA14.13; ὁ στρουθὸς ὁ Λιβυκός Arist.PA695a17, 697b14, etc.; ὁ ἐν Λιβύῃ Id.HA616b5; ὁ Ἀράβιος Heraclid.Cum.2: simply στρουθός, ἡ, Ar.Ach.1105, Av.875; ὁ, Luc.Dips.6. 3 of the mythic birds of Lake Stymphalus, IG14.1293C. 4 στρουθὸς κατοικάς = hen, Nic.Al.60,535. II a flat fish, flounder, Pleuronectes flesus, Ael.NA14.3. III στρουθός, ὁ, a plant, = στρούθειον, Thphr.HP9.12.5. IV στρουθός, ὁ, lewd fellow, lecher, Hsch. (Hsch. cites a form στροῦς: a form *τρουθός may perhaps be inferred from the pr. name Τρούθων IG12(9).249B75 (Eretria, iii B.C.), compared with Στρούθιππος ib.241.83 (ibid., iv B.C.); cf. στρούθειος 1.1.)
Frisk Etymological English
στρουθός
Grammatical information: m. f.
Meaning: sparrow, small bird in general (Β311 etc.), also ostrich (= σ. κατάγαιος, σ. ἡ μεγάλη etc.; IA.); name of a flatfish (Ael.; Strömberg Fischn. 117); στροῦς ὁ στρουθὸς καὶ ὄσπριον H.
Compounds: As 1. member a.o. in στρουθοκάμηλος m. ostrich (D.S., Str. a.o.; Risch IF 59, 57 a. 268).
Derivatives: 1. Dimin. στρουθίον, στρουθάριον (Arist., hell. a. late). 2. στρουθίας m. lecher (Com. Adesp.). 3. στρουθίων m. = στρουθός (late; Chantraine. Form. 165). 4. στρούθειος belonging to the ostrich (pap.), -(στρούθειον (μῆλον) kind of quince (Thphr., Nic. a.o.), also name of a plant Saponaria, soapwort (Hp., Thphr. etc.; thus στρουθός, στρουθός στρουθοκάμηλος; on the motive of the name Strömberg Pflanzenn. 37). 5. στρούθινος made of soapwort (Ath.). 6. στρουθώδης ostrich-like (sch.). 7. στρουθωτός = painted, decorated with σ. (Sophr.). 8. στρουθίζω = to twitter (com. a.o.), also to clean with soapwort with στρουθισμός m. (pap.). 9. στρουθιασμός m. petigo, scab (gloss.). Here also Τροῦθος PN (Bechtel Ἀντίδωρον 151 f. )?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Without certain connection. A certain similarity show the among each other changing names of the throstle: Lith. strãzdas, Russ. drozd, Germ., e.g. MHG drostel, OWNo. Þrǫstr, OHG drosca, Lat. turdus, Celt. e.g. NIr. truid starling etc. Also when we posit PGr. *στρουσθος (cf. ὄρνῖ-θ-?) we cannot accomodate στρουθός; τρύζω too lies rather far. -- Extensive discussion w. lit. in WP. 1, 761 f. (Pok. 1096), further also W.-Hofmann, Fraenkel and Vasmer s. vv.; new morphological analysis by Specht Ursprung 49. -- Furnée 182 posits *τρουθος after the PN and from ὁειὸν τρούθ<ιον> for ᾠὸν στρούθ(ε)ιον, and *δρουθ-ος after the PN Δρουθου (gen. Telos). The variations point to a Pre-Greek word. (Note the nom. *στρουθ-ς > στροῦς.)
German (Pape)
[Seite 956] ὁ, auch ἡ, att. στροῦθος, vgl. Schol. Ar. Av. 876, jeder kleine Vogel, bes. der Sperling, Spatz, Il. 2, 311 ff, wo das fem. gebraucht ist; masc. bei Her. 1, 159; στρουθὸς ἀνὴρ γίγνεται, Ar. Vesp. 208; Lys. 723 Av. 578; übh. Vogel, Aesch. Ag. 143; – ἡ στροῦθος ist auch der Strauß, Ar. Av. 874 Ach. 1070; eigtl. ἡ μεγάλη στροῦθος, der große Vogel, Her. 4, 175. 192; στροῦθοι κατάγαιοι, u. später auch χερσαῖαι, vgl. Wessel. Her. 4, 175 u. Schneid. Xen. An. 1, 5, 3. – Auch das Kraut στρουθίον, Theophr. – Übertr. ist ὁ στροῦθος ein geiler, verbuhlter Mensch, weil die Spatzen ihrer Geilheit wegen von jeher bekannt waren, Hesych.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
I. n. d'oiseaux :
1 (ὁ, rar. ἡ) moineau;
2 (ἡ) autruche;
3 (ὁ, ἡ) coq, poule;
II. (ὁ) cognassier ; coing.
Étymologie: DELG cf. lit. strazdas « grive », russe drozd « merle », all. Drossel « étourneau ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρουθός -οῦ, ὁ en ἡ mus. struisvogel, σ. κατάγαιος Hdt. 4.175.1 = σ. μεγάλη Xen. An. 1.5.2
Russian (Dvoretsky)
στρουθός: атт. στροῦθος ὁ и ἡ
1) воробей Hom., Her. etc.;
2) (тж. ὁ μέγας στρουθός Xen., σ. κατάγαιος Her., στρουθὸς ὁ Λιβυκός или στρουθὸς ὁ ἐν Λιβύῃ Arst.) страус Arph., Luc.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α
(λόγιος τ.) ο σπουργίτης
αρχ.
1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών
2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον
β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά είναι ασυγκράτητα όταν έχουν ερωτική επιθυμία
3. είδος ψαριού με πλατύ σχήμα
4. στον πληθ. oἱ, αἱ στρουθοί
οι στυμφαλίδες όρνιθες
5. φρ. α) «ὁ μέγας στρουθός» — η στρουθοκάμηλος
β) «στρουθὸς κατάγαιος» — πουλί που τρέχει στη γη, που δεν πετά
γ) «στρουθὸς κατοικάς» — κατοικίδιο πτηνό, η κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πτηνού, η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για την τσίχλα, το κοτσύφι ή άλλα παρόμοια πτηνά (πρβλ. ρωσ. drozd «κοτσύφι», λιθουαν. străzdas «τσίχλα», γερμ. Drossel «τσίχλα», λατ. turdus «τσίχλα») και οι οποίοι ανάγονται σε ΙΕ τ. trozdos: trzdos «τσίχλα», εμφανίζουν, όμως, τις αναμενόμενες —για μια λ. με παρόμοια σημ.— διαφορές ως προς τη μορφή και ως προς το είδος πτηνού που δηλώνουν].
Greek Monotonic
στρουθός: ὁ και ἡ,
1. σπουργίτι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ὁ μέγας στρουθός, μεγαλόσωμο πουλί, δηλ. στρουθοκάμηλος, Λατ. struthio, σε Ξεν.· επίσης ονομαζόταν στρουθὸς κατάγαιος (δηλ. πτηνό που τρέχει στο έδαφος, που δεν πετά), σε Ηρόδ.· επίσης, απλώς στρουθός, όπως το στρουθοκάμηλος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθός: ὁ, καὶ ἡ, ὁ σπουργίτης, Fringilla dorestica, Ἰλ. Β. 311 κέξ. (ἔνθα εἶναι θηλ.), Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 207, Ὄρν. 578, κτλ.· - ἐν τῷ χωρίῳ, κατάμομφά τε φάσματα στρουθῶν (Αἰσχύλ. Ἀγ. 145) ἡ γεν. στρουθῶν παρεισέφρησε πιθανῶς ἐπειδὴ ὁ Ἀντιγραφεὺς ἐνεθυμεῖτο τοὺς στρουθοὺς τοὺς ἀναφερομένους ἐν τῷ μνησθέντι χωρίῳ τῆς Ἰλ.· διότι ἡ λέξις καταστρέφει τὸ δακτυλικὸν μέτρον καὶ εἶναι τοσοῦτον ξένη εἰς τὴν σημασίαν τοῦ χωρίου, ὥστε ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τῶν ἀετῶν, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς στίχ. 136 κέξ. 2) ὁ μέγας στρουθ., τὸ μέγα πτηνόν, ἡ στρουθοκάμηλος, Struthio, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· καλούμενος καὶ στρουθὸς κατάγαιος (ὁ στρουθὸς ὁ τρέχων, ὁ μὴ πετόμενος), Ἡρόδ. 4. 175, 192, Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· ἢ χερσαῖος. Αἰλ. π. Ζ. 14. 13· ὁ στρ. ὁ Λιβυκὸς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 14, 1., 4. 12, 34, κτλ.· ὁ ἐν Λιβύῃ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 2· ὁ Ἀράβιος Ἀθήν. 145D· καὶ ἁπλῶς στρουθὸς (θηλ.), ὡς τὸ στρουθοκάμηλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1106, Ὄρν. 875· ἀρσ., Λουκ. Διψ. 6· - ἡ λέξις κεῖται ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μυθικῶν πτηνῶν τῆς Στυμφαλίδος λίμνης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 5. 3) στρ. κατοικάς, «ὄρνιθα», «κόττα», Νικ. Ἀλεξιφ. 535, πρβλ. 60. ΙΙ. στρουθός, ἡ, βοτάνη τις, = στρουθίον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 5. ΙΙΙ. στρουθός, ὁ, λάγνος ἄνθρωπος, αἰσχρὸς (ὡς παρὰ τῷ Ἰουβεναλ. passer), Ἡσυχ. πρβλ. στρουθίον ΙΙ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει Γοτθ. sparv-a Ἀρχ. Γερμ. sparo (sparrow)· τὰ p καὶ t ἐναλλάσσονται, ὡς ἐν τοῖς σπουδή, studium· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον στροῦς, ὃ ἴδε).
English (Autenrieth)
sparrow. (Il.)
Middle Liddell
στρουθός,
1. the sparrow, Il., etc.
2. ὁ μέγας στρ. the large bird, i. e. the ostrich, Struthio, Xen.: also called στρουθὸς κατάγαιος (i. e. the bird that runs on the ground, does not fly), Hdt.; also simply στρουθός, like στρουθοκάμηλος, Ar.