φρυάσσω
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
v. φρυάσσομαι.
French (Bailly abrégé)
d'ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l'homme avoir une attitude ou un ton d'arrogance, s'enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d'explication satisfaisante.
English (Strong)
akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer's Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.
Greek Monolingual
και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.
Russian (Dvoretsky)
φρυάσσω: атт. φρυάττω
1 роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2 med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3 med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).
Chinese
原文音譯:fru£ssw 弗呂阿所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:噴噴聲
字義溯源:發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:(βρύω)=溢出*),或(βρύχω)=咬嚼*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 爭鬧(1) 徒4:25