βύω
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
Arist.HA632a18: fut. βύσω [ῡ] Thalesap.D.L.1.35, (ἐπι-) Cratin.186.4, (προ-) Ar.V.250: aor.
A ἔβῡσα Hp.Morb.3.14, (ἐπι-) Ar. Pl.379:—Med., only in compds.:—Pass., aor. ἐβύσθην (παρ-) Luc. Deor.Conc.10: pf. βέβυσμαι, the tense chiefly in use (v. infr.):—stuff,
1 c. gen. rei, stuff full of, only in Pass., νήματος βεβυσμένος stuffed full of spun-work or spinning, Od.4.134; τὸ στόμα ἐβέβυστο (sc. χρυσοῦ) Hdt.6.125; ἀνάγκης βεβυσμένος οἶκος Nonn. D. 9.298.
2 c. dat. rei, stop or plug with, βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ Hp. l. c., cf. Arist. l.c.:—Pass., σπογγίῳ βεβυσμένος Ar.Ach.463; κηρίῳ Id.Th. 506; ῥαφάνοις τὴν ἕδραν βεβ. Alciphr.3.62; ἵππος ἀριστήεσσι βεβ. Tryph.308; ἀφραδίῃ τε βέβυστο [πόλις] Id.450.
3 abs., βεβυσμένος τὴν ῥῖνα having one's nose stopped, Hegesipp.1.26; βεβ. τὰ ὦτα deaf, Luc.Cat.5; εἷμα βεβ. a close, thick-woven robe, Hp.Mul.1.1.
4 stow or tuck away, τι ὑπὸ τῇ πτέρυγι Ael.NA11.18. (Root βυτ-, cf. βύζην (<Βυσ-δην) , βύσ-τρα; cf. ζέβυται· σέσακται, Hsch.)
Spanish (DGE)
• Morfología: perf. part. βεβυσμένον Od.4.134; cf. tb. βύζω
I en v. med. intr., perf. y plusperf. estar lleno c. gen. νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον (un cesto) lleno de hilo trabajado, Od.l.c., βέβυστο δὲ πᾶσα χόλοιο Call.Fr.320, οὐδ' ἐν ἀστρονομίᾳ ... βεβυσμένῃ λόγων Clem.Al.Strom.1.19.93, πενθαλέης ὀλόλυξε βεβυσμένος οἶκος ἀνίης Nonn.D.9.298, καὶ καλάμης καὶ φορυτοῦ ἔνδοθεν βεβυσμένα ὁρῶντες Soz.HE 2.5.6
•c. dat. instrum. ἵππον ἀριστήεσσι βεβυσμένον un caballo lleno de héroes Triph.308, fig. ἀφραδίῃ τε βέβυστο dicho de una ciudad se llenó de inconsciencia Triph.450
•abs. estar completamente lleno, estar henchido τοῦ τό τε στόμα ἐβέβυστο Hdt.6.125, de un tejido empapado τὸ δὲ εἷμα, ἅτε πλῆρες ἐὸν καὶ βεβυσμένον Hp.Mul.1.1.
II en v. act. tr.
1 taponar, obstruir c. ac. y dat. instrum. καὶ τὴν τομὴν φριξὶ βύουσιν Arist.HA 632a18, εἶτα βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ para una lavativa, Hp.Morb.3.14, en v. pas. δός μοι χυτρίδιον σπογγίῳ βεβυσμένον Ar.Ach.463, τὸ δὲ τρῆμα λίνῳ βεβύσθω Dsc.5.31, c. ac. de rel. ὁ μοιχὸς δὲ ἀπολεῖται ῥαφάνοις τὴν ἕδραν βεβυσμένος como castigo, Alciphr.3.26.4, sin el dat. βεβυσμένος τὴν ῥῖνα con la nariz obstruída Hegesipp.Com.1.26, οὐκ ἐπακούουσί μου βεβυσμένοι τὰ ὦτα Luc.Cat.6.
2 fig. hacer oídos sordos βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς LXX Ps.57.5, βύσαντες τὰ ὦτα Ign.Eph.9.
3 tapar, ocultar ὁ ταὼς ... λίνου ῥίζαν ... τῇ ἑτέρᾳ πτέρυγι βύσας περιφέρει Ael.NA 11.18, βύω, τὸ ἀσφαλίζω Hdn.Epim.10, cf. Hsch., Sud., Zonar.
• Etimología: v. βυνέω.
German (Pape)
[Seite 468] nur Sp., wie Arist. plant. 2, 9, sonst βυνέω, fut. βϋσω, perf. pass. βέβυσμαι, vollstopfen, anfüllen; Hom. einmal, Odyss. 4, 134 τάλαρον, τὸν παρέθηκε νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον; τὸ στόμα ἐβέβυστο Her. 6, 125, hatte sich den Mund vollgestopft; sp. D.; οἶκος βεβυσμένος ἀνίης Nonn. D. 9, 298; ἵππος ἀριστήεσσι βεβυσμένος Tryph. 808. 450; – zu-, verstopfen, τινί, mit etwas, χυτρίδιον σπογγίῳ βεβυσμένον Ar. Ach. 439; παιδίον κηρίῳ Th. 506; öfter bei Sp.; βεβυσμένος τὴν ῥῖνα, in der Nase verstopft, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; τὰ ὦτα, d. i. harthörig, Luc. Catapl. 5.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., ao. ἔβυσα, pf. Pass. βέβυσμαι et pqp. ἐβεβύσμην;
1 au sens propre bourrer, remplir ; Pass. être bourré ou rempli de, gén. ou dat. ;
2 p. anal. « bourrer » (une femme) DELG.
Étymologie: DELG formation pop. expressive.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βύω [~ βυνέω perf. med.-pass. βέβυσμαι
1. volstoppen; met gen. met iets. νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον volgestopt met vaardig gesponnen wol Od. 4.134.
2. dichtstoppen; met dat. met iets; τουτὶ … χυτρίδιον σπογγίῳ βεβυσμένον dit flesje dat dichtgestopt is met een spons Aristoph. Ach. 463; met acc. resp.. βεβυσμένοι τὰ ὦτα ὑπὸ τῶν ἐτῶν met hun oren dichtgestopt door hun jaren (d.w.z. doof door ouderdom) Luc. 19.6.
Russian (Dvoretsky)
βύω:
1 набивать, наполнять (τί τινι Arst.; στόμα τινος ἐβέβυστο Her.): βεβυσμένος τινός Hom. Наполненный чем-л.;
2 затыкать (χυτρίδιον σπογγίῳ Arph.; τοὺς πόρους Arst.): βεβυσμένος τὰ ὦτα Luc. с заткнутыми ушами, т. е. тугоухий.
Greek (Liddell-Scott)
βύω: Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6 (πρβλ. βύζω, βυνέω)· μέλλ. βύσω [ῡ] (ἐπι-) Κρατῖν. Πυτ. 7, (προ-) Ἀριστοφ. Σφηξ. 250· ἀόρ. ἔβῡσα Ἱππ. 492. 2, (ἐπι-) Ἀριστοφ. Πλ. 379, (προ-) ὁ αὐτ. Σφηξ. 249. ― Μέσ. (ἴδε δια-, ἐπι-, παραβύω). ― Παθ., ἀόρ. ἐβύσθην (παρ-) Λουκ. Θ. Ἐκ. 10· πρκμ. βέβυσμαι, ὅστις εἶναι ὁ κυρίως ἐν χρήσει χρόνος. Στουπώνω, βουλλώνω, κλείω, φράττω, 1) μ. γεν. πράγμ., γεμίζω μέ τι, στουπώνω γεμίζων· μόνον ἐν τῷ παθ., νήματος βεβυσμένος, βουλλωμένος μὲ νῆμα, Ὀδ. Δ. 134· τὸ στόμα ἐβέβυστο [ἐνν. χρυσοῦ] Ἡρόδ. 6. 125. 2) μ. δοτ. πράγμ., στουπώνω μέ τι, διά τινος, βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ Ἱππ. 492. 2, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― παθ., σπογγίῳ βεβυσμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 463· κηρίῳ ὁ αὐτ. Θεσμ. 506· ῥαφάνοις τὴν ἕδραν βεβυσμένος Ἀλκίφρων 3. 62· πρβλ. βύσμα. 3) ἀπολ., βεβυσμένος τὴν ῥῖνα, ἔχων στουπωμένην τὴν ῥῖνα, Ἡγήσιππ. Ἀδ. 1. 27· βεβ. τὰ ὦτα, κωφὸς, Λουκ. Κατάπλ. 5· εἷμα βεβ., ἔνδυμα κλειστόν, πυκνῶς ὑφασμένον, Ἱππ. 588. 43.
English (Autenrieth)
only perf. pass. part. βεβυσμένον, stuffed full, Od. 4.134†.
Greek Monolingual
βύω (Α)
κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» — βουλωμένος με νήμα
β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» — αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα
γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» — αυτός που έχει βύσμα στ' αφτιά και δεν ακούει).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το βυνώ (-έω) ανάγονται σε αρχ. θ. βυσ-: βύω < βύσ-ω, βυνέω < βυ-νέ-σ-ω, με έρρινο ένθημα (πρβλ. κυνέω < κυνέσω). Το θ. βυσ- από ινδοευρ. b(e)u-, bh(e)u- «φουσκώνω, εμφυσώ, εξογκώνω» (πρβλ. αλβ. m-bush «γεμίζω», μσν. ιρλ. būas «τσάντα, κοιλιά», αγγλοσαξ. pusa, posa, ισλ. pose, αρχ. άνω γερμ. pfoso «πουγγί, σακί»). Άλλοι εξάλλου ανάγουν τον τ. σε αρχικό βυσνέω (πρβλ. ευδυνέω, δύω, δύνω). Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα νεοελλ. βυζάνω, βυζί κ.λπ.].
Greek Monotonic
βύω: μέλ. βύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔβῡσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβύσθην, παρακ. βέβυσμαι, φουσκώνω, στουπώνω, φράζω.
1. με γεν. πράγμ., υπερχειλίζω, υπερφουσκώνω· μόνο στην Παθ., νήματος βεβυσμένος, βουλωμένος με νήμα, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ στόμα ἐβέβυστο (ενν. χρυσοῦ), σε Ηρόδ.
2. με δοτ. πράγμ., στουπώνω με κάτι, ταπώνω — Παθ., σπογγίῳ βεβυσμένος, σε Αριστοφ.
3. απόλ., βεβυσμένος τὰ ὦτα, βαρήκοος, κουφός, σε Λουκ.
Middle Liddell
to stuff,
1. c. gen. rei, to stuff full of, only in Pass., νήματος βεβυσμένος stuffed full of spun-work or yarn, Od.; τὸ στόμα ἐβέβυστο [sc. χρυσοῦ] Hdt.
2. c. dat. rei, to stop or bung up with, plug: Pass., σπογγίωι βεβυσμένος Ar.
3. absol., βεβ. τὰ ὦτα deaf, Luc.