ποδαπός

From LSJ
Revision as of 06:52, 14 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰπός Medium diacritics: ποδαπός Low diacritics: ποδαπός Capitals: ΠΟΔΑΠΟΣ
Transliteration A: podapós Transliteration B: podapos Transliteration C: podapos Beta Code: podapo/s

English (LSJ)

ποδαπή, ποδαπόν,
A from what country?: hence, generally, whence? where born? Hdt.7.218 (as v.l.), A.Ch.575, S.OC1160, E.Cyc.276, etc.; τίς καὶ ποδαπός; Pl.Ap.20b; ποδαπὸς τὸ γένος; Ar.Pax186, cf. Av.108; of wine, ποδαπὸς ὁ Βρόμιος; Θάσιος Alex.230.
2 generally, of what sort? ποδαπὸν τὸ δῶρον; S.Fr.453: freq. in later Gr., Ev.Matt.8.27, Ev.Luc.1.29, Hermog.Inv.1.1, etc.; in a play on both senses, ποδαπὸς τὸ γένος; πλούσιος Alex.90; ποδαπὸς (sc. κύων); οἷος… μὴ δάκνειν D.25.40. Adv. ποδαπῶς Hdn. Gr.2.925; ποταπῶς Glossaria (Phryn.39 considers signf. 2 un-Attic, but S.l.c. is cited by Sch. D.T.p.239 H.: the spelling ποταπός (wh. is f.l. in Alex.230 (codd. Ath.)) is found in later Gr., ll. cc. supr., cf. Phld.Vit.p.25J., D.H.7.57, Ph.1.157(v.l.), Philostr.VA3.16, Luc. Par.22, Jul.Or.4.138c. ποδ- = Lat. quod; for the termination cf. ἀλλοδαπός (and v. A.D.Synt.20.15). Derived fr. ποίου δαπέδου by Phryn.l.c., Phot.)

German (Pape)

[Seite 642] aus welchem Lande? dah. übh. von wannen? von woher? woher gebürtig? zuerst bei Her. 7, 218, εἴρετο, ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός; Tragg.: ποδαπὸς ὁ ξένος, Aesch. Ch. 568; ὅμιλος, Suppl. 231; Soph. O. C. 1162; Eur. I. T. 246; ποδαπὸς τὸ γένος, Ar. Pax 186; Av. 108; τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Apol. 20 b; Xen. An. 4, 4, 17; Sp., wie Luc. vit. auct. 8; Dem. sagt 25, 40 ποδαπὸς ὁ κύων; und antwortet οἷος μὴ δάκνειν, so daß es also auf die Beschaffenheit geht, in welcher Bdtg Einige ποταπός schreiben wollten, so Matth. 8, 27. – (Vgl. ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, τηλεδαπός, welche keine Zusammensetzung mit δαποσ, δάπεδον, sondern ein eigenes Suffirum δαπος annehmen lassen, wofür auch Apoll. Dysc. de pron. p. 298 ff. spricht, ohne daß man geradezu an ποῦ ἄπο zu denken hat. S. noch Lob. Phryn. 56.)

French (Bailly abrégé)

ποδαπή, ποδαπόν :
1 de quel pays ?;
2 p. ext. de quelle sorte ? quel ?
Étymologie: πός, -δαπος ; cf. ἀλλοδαπός, παντοδαπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαπός ποδαπή, ποδαπόν [ποῦ] pron. en adj. interrog., waarvandaan?; ποδαπὸς τὸ γένος δ’ εἶ; uit welke familie kom je? Aristoph. Pax 186; wat voor soort?:. ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θηρία; wat zijn dat voor wilde beesten? Aristoph. Nub. 184.

Russian (Dvoretsky)

ποδᾰπός:
1) из какой страны, откуда: εἴρετο, π. εἴη ὁ στρατός Her. (Гидарнес) спросил, откуда это войско; τίς ὁ λέγων καὶ π. Plat. (небезразлично ведь), кто (такой) говорящий и откуда (он);
2) (= ποῖος) какой Dem.

Greek Monolingual

και ποταπός, ποδαπή, ποδαπόν, Α
(ερωτ. αντων.)
1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ.
β. «πόθεν ἐπλεύσατ', ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.)
2. ποιας ποιότητας, τί είδους (α. «τί οὖν οὗτος ἔστι, κύων νὴ Δία... ποδαπός;», Δημοσθ. β.
«ποδαπὸν τὸ δῶρον;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών αντωνυμιών (βλ. λ. πο-) + επίθημα -δαπός, το οποίο παραμένει δυσερμήνευτο (βλ. λ. αλλοδαπός). Ο τ. ποταπός κατ' επίδραση τών πότερος, πότε.

Greek Monotonic

ποδᾰπός: ποδαπή, ποδαπόν,
1. από ποια χώρα; Λατ. cujas? γενικά, από πού; γεννημένος πού; σε Ηρόδ., Τραγ.· τίς καὶ ποδαπός; σε Πλάτ.
2. γενικά, τί είδους; ποδαπός; οἷος μὴ δάκνειν..., τέτοιος που δεν θα δαγκώσει, σε Δημ. (όπως στα ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, ὑμεδαπός, τηλεδαπός, το -δαπος είναι κατάληξη αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ποδᾰπός: ποδαπή, ποδαπόν, ἐκ τίνος χώρας, Λατ. cujas? ἐντεῦθεν καθόλου, πόθεν; ἀπὸ ποῦ; Ἡρόδ. 7. 218, Αἰσχύλ. Χο. 576, Σοφ. Ο. Κ. 1160, Εὐρ. Κύκλ. 276, κτλ.· τίς καὶ π.; Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ποδαπὸς τὸ γένος; Ἀριστοφ. Εἰρ. 186, πρβλ. Ὄρν. 108. 2) καθόλου, ὁποῖος τις; «τί λογῆς;», Δημ. 25. 48, κτλ.· ποδαπός;... οἷος μὴ δάκνειν κτλ. ὁ αὐτ. 782. 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 19. 19. Τινὲς τῶν ἐτυμολόγων ὑπολαμβάνουσι τὸ ποδαπὸς ὡς σύνθετον ἐκ τοῦ ποῦ καὶ ἀπό, κατὰ παρένθεσιν τοῦ δ, καὶ τὸν αὐτὸν ἐφαρμόζουσι κανόνα εἰς τὰ ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, παντοδαπός, ὑμεδαπός, τηλεδαπός· ἀλλὰ τοῦτο εἶναι λίαν ἀμφίβολον, ἴδε Κούρτ. σ. 489· ― παρὰ μεταγεν., οἷον Διον. Ἁλ. κτλ., φέρεται ποταπός, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 56 κἑξ. Ὁ Ἀπολλ. ὁ Δυσκολ. περὶ Ἀντων 298 κἑξ. ὑπολαμβάνει τὸ -δαπός, ὡς ἁπλῆν κατάληξιν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: native of where?, whence? (Hdt., Att.); also of what sort? (D.); in this meaning hell. ποταπός (after πότερος, πότε a.o.; not foll. gen. assumption through assim. to the two π's).
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- who?
Etymology: Formation like ἀλλοδαπός (s. v.) a.o.; the 1. member from IE *kʷod = Lat. quod (s. πόθεν and τίς), if not analog. after ἡμεδ-απός a.o. (Schwyzer 604 n. 1). -- Unclear (ὁ)ποδαπός in Hdt. against (ὁ)κότερος; cf. Wackernagel Unt. 35 n. 2.

Middle Liddell

1. from what country? Lat. cujas? generally, whence? where born? Hdt., Trag.; τίς καὶ π.; Plat.
2. generally, of what sort? ποδαπός; οἷος μὴ δάκνειν…, of what sort? one that will not bite, Dem. [As in ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, ὑμεδαπός, τηλεδαπός, -δαπος is a termin. of uncertain origin.]

Frisk Etymology German

ποδαπός: {podapós}
Meaning: ‘woher gebürtig?, von woher?’ (Hdt., att.); auch ‘wie beschaffen?’ (D. u.a.); in dieser Bed. hell. u. sp. ποταπός (nach πότερος, πότε u.a.; nicht nach allg. Annahme durch Assim. an die beiden π).
Etymology: Bildung wie ἀλλοδαπός (s. d.) u.a.; das Vorderglied aus idg. *qʷod = lat. quod (s. πόθεν und τίς), wenn nicht analogisch nach ἡμεδαπός u.a. (Schwyzer 604 A. 1). — Unklar (ὁ)ποδαπός bei Hdt. gegenüber (ὁ)κότερος; vgl. Wackernagel Unt. 35 A. 2.
Page 2,569

Chinese

原文音譯:potapÒj 坡-特-阿坡士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:那-此外-從(那)
字義溯源:任何,何等的,那一種,那一類,怎樣,怎樣的,怎樣的人,甚麼意思,(當感嘆語氣:)多麼,何其;由(πότε)=何時)與(ποῦ)=如何)組成;其中 (πότε)又由(πότερον)=那一個)與(τέ)*=雙方,且又)組成,而 (πότερον)出自(ποῦ)=如何),其次 (ποῦ)出自(πορφυρόπωλις)X*=甚麼)。比較: (ὁποῖος)=那一等的
出現次數:總共(7);太(1);可(2);路(2);彼後(1);約壹(1)
譯字彙編
1) 何等的(3) 可13:1; 可13:1; 約壹3:1;
2) 怎樣的(1) 彼後3:11;
3) 怎樣(1) 路7:39;
4) 甚麼意思(1) 路1:29;
5) 怎樣的人(1) 太8:27

English (Woodhouse)

of what country, of what nationality

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)