τίθημι
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
[τῐ], 2sg.
A τιθεῖς Pi.P.8.11, S.Ph.992 cod. B (τιθείς LA rec.), E.Cyc.545 codd. Lp (-θείς P, τίθης l), Alc. 890 codd. pler., corrupted to τιθείς Pl.R.376e Stob., Arr.Epict.3.22.76, Pl.Euthd.301e (ἐπι-), Lib. Or.46.28 (προσ-) ; ἐν-τιθεῖς (v.l. -εὶς) Ar.Eq.717; περι-τιθεῖς BGU 1141.19 (i B.C.); but τίθης is found in Pl.R.l.c. codd. AD, Ar. l.c. cod. A, Lib.Or.27.11 (προσ-), etc., and is taught by Choerob. in Theod. 2.328 H.; Ep. τίθησθα Od.9.404, 24.476, and so in Aeol., Alc.Supp.4.27 (τίθεισθα Hsch.); 3sg. τίθησι Il.4.83, al., and Att.; Dor. τίθητι SIG 331.13 (Megara, iv B.C.), Theoc.3.48; 3pl. τιθέασι Th.5.96, Alex.128; Ep.and Ion. τιθεῖσι Il.16.262, Hes.Th.597, Hdt.2.91 (also A.Ag.466 (lyr.)); Aeol. τίθεισι (προ-) Schwyzer631 A 2 (ii B.C.); Dor. τίθεντι IG12(3).103.10 (Nisvrus); Ion. 3sg. τιθεῖ Il.13.732, Mimn.1.6, Hdt. 1.113, also Arc., SIG559.16 (Megalop., iii B.C.) (τιθῶ Luc.Ocyp.43,81, διατιθῶ cited by A.D.Synt.290.6): impf. ἐτίθην Pl.Grg.500b; ἐτίθεις Id.R.528d, Ar.Nu.59 (ἐν-), etc.; ἐτίθει Il.18.541, al., Ar.Ach.532, Nu. 63 (προσ-), etc., Ep. τίθει Il.1.441, al.; Ep. 3pl. τίθεσαν Od.22.456; τίθεν Pi.P.3.65; πρό-τιθεν Od.1.112 (Aristarch.); late ἐτίθουν Act.Ap.4.35; Ion. impf. τίθεσκον Hes Fr.112; ἐτίθεα (ὑπερ-) Hdt.3.155: imper. τίθει Il.1.509, etc.; inf. τιθέναι, not in Hom. or Hes.; Ep. τιθήμεναι Il.23.83; τιθέμεν Hes.Op.744, Pi.P.1.40; τιθεῖν Thgn.286, IG12(9).189.5 (Eretria); written τιθῖν Byzantion 8.50 (Phrygia, iv A.D.); part. τιθείς, but Ion. pl. τιθεῦντες v.l. in Hdt.2.91: fut. θήσω, Ep. inf. θησέμεναι Il.12.35, θησέμεν Pi.P.10.58: aor.1 ἔθηκα, only used in indic., and mostly in sg., for though 3pl. is common, the 1 and 2pl. are rare, X.Mem.4.2.15, (ἀν-) Hyp.Eux.9; even ἔθηκαν is very rare in early Attic, ἀνέθηκαν IG2.1620d, 22.2971 (both iv B.C.), but is found in Plb.8.4.4, etc.; Ep. 3pl. θῆκαν Il.24.795, etc.: aor. 2 ἔθην, not used in indic. sg., whereas pl. is very common, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ep. θέσαν 12.29, etc.; imper. θές Ar.Lys.185, etc.; Lacon. 3sg. σέτω ib.1081; subj. θῶ, Aeol. and Ion. θέω Sapph.12, (προσ-) Hdt.1.108, Ep. θείω Il.16.83, al. (for *θή-ω); Ep. 2 and 3sg. θήῃς, θήῃ, 6.432, 16.96, Od.10.301,341 (sts. with the opt. forms θείης, θείη as v.l.); Ep. 1pl. θέωμεν (disyll.) 24.485, θείομεν (for *θήο-μεν, short-vowel subjunctive) Il.23.244, Od.13.364; opt. θείην, 1pl. θεῖμεν 12.347, Pl.Prt.343e (θείημεν codd. BT), προσ-θεῖμεν Id.R.370d, and κατα-θεῖτε D.14.27; 3pl. θεῖεν S.OC865; inf. θεῖναι, Ep.θέμεναι Il.2.285, θέμεν Od.21.3, Hes.Op.61,67; Dor. θέμειν IG 12(1).677.13 (Rhodes, iv B.C.); part. θείς Il.23.254, etc.: pf. τέθηκα Att. Inscrr., IG22.2490.7 (iv B.C.), (ἀνα-) ib.839.38, 1299.44, 1534.76, also at Delos, ib.11(2).161 A6 (iii B.C.), etc., and in Papyri, POxy. 1087.42 (i B.C.); τέθεικα PCair.Zen.324 (iii B.C.), (ὑπο-) PPetr.3p.53 (iii B.C.), (ἐκ-) UPZ62.4 (ii B.C.), (ἀνα-) IG22.1011.71,80 (ii B.C.), (προσ-) Str.1.2.23; hence some editors restore τέθηκα for τέθεικα in Attic authors, as X.Mem.4.4.19, D.20.55, 22.16, 27.36, Alex.15.13; Phocian 3pl. ἀνα-τεθέκαντι BCH59.202 (Daulis):—Med. τίθεμαι, 2sg. τίθεσαι Pl.Tht.202c; τίθη or τίθῃ dub. in PTeb.768.9 (ii B.C.); as Pass., AP11.300 (Pall.); imper. τίθεσο Ar.Pax 1039, Pl. Sph.237b, τίθου A.Eu.226, Dor. τίθευσο cj. in AP9.564 (Nic., τιθεύσω cod., τίθεσσο Plan., cf. ἀφίκευσο); Ep. part. τιθήμενος Il.10.34: fut. θήσομαι 24.402, etc.: aor. 1 ἒθηκάμην, only in indic. and part., and never in Att.; 2sg. ἐθήκαο Theoc.29.18; Ep. 3sg. θήκατο Il.10.31, Hes.Sc.128; part. θηκάμενος Thgn.1150, Pi.P.4.29: aor. 2 ἐθέμην Il.2.750, etc.; Ep. and Lyr. 3sg. θέτο 10.149, Pi.N.10.89; imper. θέο Od. 10.333, θοῦ S.OC466; subj. θῶμαι E.HF486, etc.; Ep. 2sg. θῆαι Od. 19.403; opt. θείμην S.Ant.188, etc.; 3sg. θεῖτο Od.17.225, A.Pr.527 (lyr.), Pl.Tht.195c, etc. (πρόσ-θοιτο, -θοισθε, ἔν-θοιτο are found in D. 11.6, 21.188, 34.17, but προσ-θεῖτο Id.6.12 codd.; ἐπιθοίμεθα, -θοιντο, Th.6.34,11; cf. τιθοῖτο X.Mem.3.8.10): pf. (v. infr.):—Pass. τίθεμαι SIG57.25 (Milet., v B.C.), Pl.Lg.705e, 744a: fut. τεθήσομαι E.El. 1268, Pl.Lg.730b, D.24.17: aor. ἐτέθην E.HF1245, Lys.31.28, etc. (ἐθέθην IG14.862 (Cumae, vi B.C.)): pf. τέθειμαι, rare in early Gr., LXX 1 Ki.9.24, Ev.Marc.15.47, (προσ-) Arist.Mech.853a35; inf. τεθεῖσθαι Ar.Fr.327 codd. (but f.l.); part. τεθειμένος Demad.12, (προ-) X.Hier.9.11, (δια-) Men.591; also used in med. sense, D.21.49, SIG705.17 (Delph., ii B.C.), BGU1735.11 (i B.C.), Luc.Somn.9, (ἐν-) D.34.16, (προ-) Supp.Epigr.7.62.6 (Seleucia Pieria, ii B.C.), (συν-) OGI229.62 (Smyrna, iii B.C.); ὑπεκ-τεθημένος (sic) BCH54.269 (Rhamnus, iii B.C.); ἀνα-τέθηται (pass. sense) Phld.Mus.p.81 K.; Phocian pf. part. (med. sense) ἀνα-τεθεμένος BCH59.202 (Daulis):— the Pass. never occurs in Hom., and is generally rare, κεῖμαι being used instead. A in local sense, set, put, place, λίθον Il.21.405, cf. IG12.373.10, al.; θεμείλια Il.12.29; τέρματα τ. Od.8.193; κλισίην, θρόνον τ. τινί, set a stool or chair for him, 4.123, 8.65 (so in Med., set for oneself, δίφρον 20.387); ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον lay down, IG42(1).122.31 (Epid., iv B.C.); πόδα τ. plant the foot, i.e. walk, run, A.Eu.294, E.IT32: so in Med., τετράποδος βάσιν θηρὸς τιθέμενος, i.e. going on all fours, Id.Hec. 1059 (lyr.): the mode is expressed by Advbs. or Preps., a with Advbs., τ. τι πυρὸς ἐγγύς, ἀπάνευθε πυρός, Od.14.518, Il.18.412; προπάροιθε ποδῶν 20.324; χαμαὶ τ. τὸν πόδα A.Ag.906; τὰ ἄνω κάτω and τὰ κάτω ἄνω τ. Hdt.3.3, cf. A.author>Eu.651, etc.: with Advbs. implying motion, ἄλλοσε θῆκε Od.23.184,204; ἔχεις . . ὅποι θήσεις Pl.R.479c:—Med., ὅποι . . τιθοῖτο X.Mem.3.8.10. b with Preps. of local sense, θεῖσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις E.Med.1160 (Med., ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα Il.10.34); ἀνά τινι or τι, as ἂμ βωμοῖσι Il.8.441; ἀνὰ μυρίκην 10.466; ἐπί τινος, τινι, or τι, as εἵματα ἐπ' ἀπήνης Od.6.252, cf. Il.16.223, etc.; ἐπὶ κρατὶ κυνέην 15.480; πέπλον Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασι 6.92 (v. infr.111.2); ἐπὶ [θρόνον τὰ ἱμάτια] Hdt.1.9, cf. A.Supp.483, etc.; τὴν ἀρχὴν (sc. τοῦ ἐπιδέσμου) κατὰ μεσοφρύου, ἐπὶ ἰνίον, etc., Sor.Fasc.1,2, al.; ὑπό τινι or τι, as δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ Il.24.644; ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Od.4.445: most freq. with the Preps. ἐν or εἰς, put in or put into . ., as θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Il.18.476; τόξα ἐν πυρί 5.215; ἐν κίστῃ ἐδωδήν Od.6.76; ἐν λεχέεσσι θ. [τινά] Il.18.352 (so in Med., ἐς δίφρον ἄρνας θέτο put into the car, 3.310; ὁ θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἐν τῷ σώματι 1 Ep.Cor.12.18); ἐς λάρνακα, ἐς κάπετον, Il.24.795,797; ἐς ταφάς S.Aj.1110 (Med., ἐν τάφοισι θέσθε Id.OC1410), cf. Ant.504, Tr.1254. c in Poets also with dat. only, χρήματα μυχῷ ἄντρου Od.13.364 (so in Med., κολεῷ ἄορ θέο 10.333), cf. S.Tr.691, E.Hel.1064.--The same constructions will be found under many of the following heads. II Special phrases: 1 θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, ἐν χειρί, put it in his hands, Il.1.441,585, etc.; ἐν χερσί or χείρεσσί τινος 6.482, 23.597; οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσι Od.14.448; ἐς χεῖρά τινος into his hand, S.Aj.751. 2 of women, θέσθαι παῖδα, υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ, to have a child put under her girdle, i.e. to conceive, h.Ven.255,282. 3 ἐν ὄμμασι θέσθαι set before one's eyes, Pi.N.8.43. 4 set a plant, X.Oec.19.7,9. b lay a mosaic, PCair.Zen.665.10,15 (iii B.C.). 5 θέσθαι τὴν ψῆφον lay one's voting-pebble on the altar, put it into the urn, ἐς τεῦχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο A.Ag.816: hence simply, give one's vote, ἐπὶ φόνῳ for death, E.Or.756 (troch.); ἑωυτῷ in one's own favour, Hdt.8.123; σὺν τῷ νόμῳ X.Cyr.1.3.17; εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ., A.Supp.640 (lyr.), Lycurg.128, etc.; and in Pass., ἔστω δὴ φανερὰ ἡ ψῆφος τιθεμένη Pl.Lg.855d: also γνώμην θέσθαι, c. inf., give one's opinion, Hdt.7.82; περὶ ἡμῶν And.3.21: τίθεσθαι abs., vote, γνώμῃ S.Ph.1448 codd. (anap., γνώμην Lambinus), Hld.2.29; μετά τινος A.Supp.644 (lyr.); ἐναντία τινί Pl.Phlb.58b; τινι S.E.P.2.37 codd., Lib.Decl.1.65. 6 in Hom., θεῖναί τινί τι ἐν στήθεσσι, ἐν φρεσί, etc., put or plant it in his heart, ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Il.13.732; βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. 17.470; ἔπος ἐν φρεσί 19.121, al.; also μένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε 21.145:—Med., ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο θυμόν laid up wrath in his heart, treasured it there, 9.629; ἐν φρεσὶ θέσθε αἰδῶ καὶ νέμεσιν 13.121; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε harboured enmity against them, 8.449; καθαρὸν θέμενος νόον Thgn.89; θέμενος ἄγναμπτον νόον A.Pr.164 (lyr.); ἐνὶ φρεσὶ θέσθαι, c. inf., bear in mind, think of doing a thing, Od.4.729; θ. [τι] ἐν καρδίᾳ Ev.Luc. 1.66. 7 deposit, as in a bank, τὰ πρυτανεῖα πρὸς τοὺς ἄρχοντας IG12.22.33; θεὶς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὰς τετταράκοντα μνᾶς Hyp.Ath.5; ἐνέχυρον τιθέναι τι Ar.Pl.451, cf. Ec.755, D.41.11, PEnteux.32.7 (iii B.C.), etc.:—Med., τὰ ἡμίσεα τῆς οὐσίης θέσθαι παρά τινα Hdt.6.86.ά, cf. Od.13.207; τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἕως . . PCair.Zen.723.11 (iii B.C.); ἐγγύην θέσθαι A.Eu.898; συνθήκας παρά τινι Lycurg.23:—Pass., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθεντα D.49.5 (but Act. and Med. are sts. distd., ὁ θείς the mortgagor, ὁ θέμενος the mortgagee, τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Pl.Lg.820e, cf. Hyp.Fr.169, D.53.10; τίθεσθαι seems to have the same meaning as ὑποτίθεσθαι in IG22.43.41, 2758.4, 12(7).55.12 (Arcesine, iv/iii B.C.), but the two are distd. in Supp.Epigr.3.760 (Euboea, iv B.C.)): metaph., χάριν or χάριτα θέσθαι τινί deposit a claim for favour with one, lay an obligation on one, Hdt.9.60, 107, cf. A.Pr.783, etc. 8 pay down, pay, τόκον, εἰσφοράν, μετοίκιον, D.41.9, 22.43, 29.3; τὸ γιγνόμενον Id.18.104; τὸν πριάμενον ἑκατοστὴν τιθέναι τῆς τιμῆς Thphr.Fr.97.1; τὴν τιμήν PRev.Laws 18.13 (iii B.C.); τὰ μέρη PCair.Zen.218.33 (iii B.C.); [τὰς δραχμὰς] εἰς ἀνήλωμα τοῦ πλοίου ib.753.64 (iii B.C.):—Med., θέμενος ἀρραβῶνα PFlor.303.3 (vi A.D.). 9 put down in writing, θοῦ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους S.Fr.597 (cj. Nauck):—Pass., τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Pl.Lg.793b. b place to account, reckon, D.27.34,36, 28.13; θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Lys.32.28, cf. ib.21:—metaph. in Med., ἀλλ' οὐκ ἀκριβῶς αὐτὸ θήσομαι λίαν E.Med.532; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο reckoned as doubtful, Th.4.18. 10 in military language, τίθεσθαι or θέσθαι τὰ ὅπλα has four senses, a rest arms, i.e. halt, with arms in an easy position but ready for action, Th.4.44,93, 7.3; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα advancing to the market-place and resting arms there, Id.2.2, cf. Hdt.9.52, X.An.1.5.14, 17, 1.6.4, etc.; εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τ. ib.2.2.21, 5.4.11; so ἐν τάξει ib.2.2.8; ἀντία τισί over against them, Hdt.5.74 (in 1.62 ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα over against it (the temple)); poet., πάτρας ἕνεκα εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα Inscr. ap. D.18.289. b bear arms, fight, τὸ θυμοειδὲς . . ἐν τῇ τῆς ψυχῆς στάσει τίθεσθαι τὰ ὅπλα πρὸς τὸ λογιστικόν Pl.R.440e; τοῦ δήμου . . παρακαλοῦντος τοὺς στρατιώτας τίθεσθαι πρὸς τὴν πόλιν IG22.666.10; ὃς ἂν μὴ θῆται τὰ ὅπλα μηδὲ μεθ' ἑτέρων Arist.Ath.8.5, cf. Lys.31.14, D.21.145; so ὁπόσοιπερ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται who serve on horseback or on foot, Pl.Lg.753b, cf. 756a; ἐν ταῖς ναυσὶ τὰ ὅπλα θέσθαι Plu.Cim.5. c lay down one's arms, surrender, D.S.20.31,45; so, without the idea of surrender, θέσθαι τὰς ἀσπίδας X.HG2.4.12 (but Act., τὰ ὅπλα θείς Plu.2.759a). d τὰ ὅπλα εὖ τίθεσθε keep your arms in good order, X.Cyr.4.5.3; εὖ ἀσπίδα θέσθω Il.2.382. II lay in the grave, bury, ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέα 23.83 (freq. with words added, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, etc., v. supr. 1 b); ποῦ σφε θήσομεν χθονός; A.Th.1006 (lyr.):— Pass., τὰ δὲ ὀστᾶ φασι . . τεθῆναι . . ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.1.138, cf. Pl.Mx. 242c, Lg.947e; ἄλλῳ δὲ μηδενὶ ἐξεῖναι ἐν τῷ πυργίσκῳ τεθῆναι μετὰ τὸ ἐνταφῆναι αὐτήν· ἐπεὶ ὁ θείς τινα ἀσεβὴς ἔστω θεοῖς καταχθονίοις TAM 2(1).51 (Telmessus), cf. 55, al., AJP48.30 (Apamea), Supp.Epigr. 6.221 (Phrygia), etc. 12 τιθέναι τὰ γόνατα kneel down, Ev.Marc. 15.19, Ev.Luc.22.41, al. III set up, of the prizes in games, ἄεθλα Il.23.263, etc.; ἀέθλιον ib.748; νικητήρια S.Fr.537 (so in Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, D.61.25); also with the object offered as the prize, τ. δέπας, βοῦν, σόλον, etc., Il.23.656,750,826, al., cf. Hdt. 1.144, S.Aj.573:—this is more fully expressed by ἐς μέσσον τ., Il.23.704: after Hom. more generally, lay before people as common property, βούλομαι ὑμῖν εἰς τὸ μέσον αὐτὸ θεῖναι Pl.Lg.719a; ἐς μέσον ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω Hdt.3.142; so also τ. τι εἰς τὸ κοινὸν X.Mem.3.14.1; reading and sense are doubtful in A.Ch. 145. 2 set up in a temple, dedicate, ἀγάλματα Od.12.347; τάσδε . . θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε E.Ph.576; so perh. Il.6.92 (v. supr. 1b). IV assign, award, τιμήν τινι Il.24.57; ὄνομά τινι Pl.Sph.244d: esp. in Med., ὄνομα (or οὔνομα) θέσθαι τινί give a child a name at one's own discretion, Od.18.5, 19.406 (in 19.403 with v.l. θείης), Hdt.1.107, 113, cf. E.Ph.13: ellipt., without ὄνομα, ᾧ δὴ ἀθροίς ματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Pl.Tht.157b, cf. Cra.402b: pleonast., Ἴωνα δ' αὐτὸν ὄνομα κεκλῆσθαι θήσεται E.Ion75. V τιθέναι νόμον down or give a law, of a legislator, S.El.580, E.Alc.57, Ar.Ach.532, Pl.R.339c, D.24.99, etc.:—so in Med., of Solon, Hdt.1.29; of a people, state, or legislature, give oneself a law, make a law, Pl.R.338e, Isoc.3.6, Arist. Pol.1289a14 (Pass., τίθεται νόμος Ar.Nu.1425, Pl.Lg.705e,744a; τιμωρίαι . . ἐτέθησαν ib.943d); also θήσω θεσμόν A.Eu.484; κήρυγμα θεῖναι S.Ant.8; σκῆψιν τιθέναι allege an excuse, Id.El.584: c. acc. et inf., order matters so that . ., [ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια ἅπαντα X.Lac.15.2, cf. 1.5, 2.11; without inf., καλῶς ἔθεντο ταῦτα πατέρες οἱ πάλαι E.Or.512: c. dat. et inf., γυναιξὶ σωφρονεῖν . . θήσει Id.Tr.1057. 2 Med., agree upon, ἡμέραν θέσθαι D.42.1,13; so θ. συγγραφήν, ὁμολογίαν, σύμβολόν τινι, etc., PEleph. 2.16 (iii B.C.), PGoodsp.Cair.6ii 2 (ii B.C.), PRein.11.9 (ii B.C.), etc. 3 execute a document. τ. διαθήκην make a will, Stud.Pal.1.6.3 (v A.D.): so in Med., PSI10.1119.16 (ii A.D.); θέσθαι τινὸς ἀπαρχήν make out a person's birth-certificate, ib.9.1067.15 (iii B.C.), etc. VI establish, institute, ἀγῶνας A.Ag.845, cf. X.An.1.2.10; ἐν τοῖς ἀγώνοις οἷς ἁ πόλις τίφητι (sic) Delph.3(3).120.17 (ii B.C.); πενταετηρίδα Pi.O.3.21. VII dispose, order, ordain, bring to pass, of gods, οὕτω νῦν Ζεὺς θείη Od.8.465, 15.180; ὣς ἄο' ἔμελλον θησέμεναι Il.12.35; [Ζεὺς] τίθησ' ὅπῃ θέλει Semon.1.2; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν (sc. Ζεύς) A.Eu.651; πάντα παγκάκως θεοὶ θέσαν cj. in Id.Pers.283 (lyr.); τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς . . καλῶς S.Tr. 26; κόσμῳ θέντες, as etym. of θεοί, Hdt.2.52; of human beings, administer, manage, [τι] κακῶς θέμεν, εὖ θέμεν, Thgn.845,846; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς . . θήσει δικαίως A.Ag.913; ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς ib.1673 (troch.); ταῦτ' ἐγὼ θήσω καλῶς E.Hipp. 521, cf. Andr.737; τὰ παρ' ὑμῶν εὖ τίθει Ar.Lys.243; τ. τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς X.Ages.11.12; τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ πράξει καλῶς E.Fr.287:—Med., administer for oneself, οἶκον εὖ θέσθαι Hes.Op.23; ἄνδρας σοφοὺς χρὴ τὸ παρὸν πρᾶγμα καλῶς εἰς δύναμιν τίθεσθαι Cratin. 172 (lyr.), cf. D.23.134, Anon.ap Suid.s.v.τίθεσθαι, Hsch.s.v.τὸ παρὸν εὖ τίθεσο; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25; τὸ παρὸν εὖ θέσθαι make the best of one's resources or situation, Luc.Nec.21, M. Ant.6.2, cf. Aristid.2.35 J.; εὐτυχίαν τὴν παροῦσαν ἔξεστι καλῶς θέσθαι Th.4.17; τὰ παρόντα θέσθαι καλῶς Ach.Tat.5.11; τὰ σεωυτοῦ τιθέμενος εὖ Hdt.7.236; τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον Pl.R.443d; τὰ ἴδια ἕκαστοι εὖ βουλόμενοι δὴ θέσθαι Th.4.59; τὰ πάντα ὅπως ἂν αὐτῇ ἡδὺ ᾖ οὕτως τίθεσθαι X.Mem.1.4.17; εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα E.Andr. 378; τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ Id.IT1003, cf. Ba.49, HF605,938, Hipp. 709, Dionys.Eleg.1.5; τὰ πρὶν εὖ θέμενος S.El.1434; συνετῶν ἀνδρῶν (sc. εἶναι), πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι Pittac. ap. D.L.1.78; τὸ κοινῶς φοβερὸν ἅπαντας εὖ θέσθαι that all should face the common danger, Th.4.61; of wars, quarrels, etc., bring them to a successful issue, but sts. put a good face on them, patch them up, ἕως ἂν τὸν πόλεμον εὖ θῶνται Id.8.84; θήσονται τὸν πόλεμον ᾗ βούλονται Id.1.31; πόλεμον ἀραμένους οὐ ῥᾴδιον εὐπρεπῶς θέσθαι ib.82; ὅτῳ τρόπῳ . . τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θήσονται Id.6.11; μεθ' ἧς τὸ νῦν παρεστὸς νεῖκος εὖ θέσθαι χρεών S. OT633; τὸν τρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο Pl.Mx.243e; ἄμεινον ἢ τότε ἐθέμεθα τὸν πόλεμον ib.245e; τὰς γενομένας συμφορὰς πρὸς ἀλλήλους θέσθαι καλῶς And.1.140: abs., θέσθαι καλῶς S.Fr. 350:—pass., εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Th.4.120. 2 in the game of πεττεία, κυβεία, Lat. tesserae (cf. Ter.Adelph.739), to place as skilfully as possible the pieces which have been assigned to one by the luck of the dice, πεττείᾳ τινὶ ἔοικεν ὁ βίος, καὶ δεῖ ὥσπερ ψῆφόν τινα τίθεσθαι τὸ συμβαῖνον Socr. ap. Stob.4.56.39; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R.604c, cf. Plu.Pyrrh.26; στέργειν δὲ τἀκπεσόντα καὶ θέσθαι πρέπει σοφὸν κυβευτήν S.Fr.947; τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι I will take advantage of my master's good luck, A.Ag.32: many of the passages cited in A. v11. I may be metaph. applications of this sense. B put in a certain state or condition, much the same as ποιεῖν, ποιεῖσθαι, and so often to be rendered by our make: I folld. by an attributive Subst., make one something, with the predicate in apposition, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν, etc., Il.1.290, 6.300, Od.15.253, etc.; θ. τινὰ ἀρχέπολιν Pi.P.9.54; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος make her another's wife, of a third person who negotiates a marriage, Il.19.298 (for Med., v. infr. 3); ἥτε με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει who has made me such as she will, Od.16.208; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou hast made my comrades swine, 10.338; so [νῆα] λᾶαν ἔθηκε 13.163, cf. Il.2.319, etc.; ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον LXX Ps.109(110).1; but γέλων ἔθηκε συνδείπνοις caused them laughter, E.Ion1172; λόγους εἰς μέτρα τ. put them into verse, Pl. Lg.669d. 2 with an Adj. for the attributive, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρων make him undying and undecaying, Od.5.136; πηρόν, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινά, Il.2.599, 6.139, 9.483; τὸν μὲν . . θῆκε μείζονά τ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Od.6.229, cf. 18.195, Pl.Prt.344d. b of things, ἅλιον πόνον, πόνον οὐκ ἀτέλεστον, πάντα μεταμώνια, Il.4.26,57, 363; ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων Od.3.88, cf. 11.274; ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.17; ἀρὰν τ. ἀλαθῆ A.Th.944 (lyr.); ἀναστάτους οἴκους τ. S.Ant.674; τ. λεῖον τὸν τραχὺν ἐχῖνον Ar.Pax1086; τὸ πραχθὲν ἀγένητον τ. Pl.Prt.324b. 3 freq. in Med., γυναῖκα or ἄκοιτιν θέσθαι τινά make her one's wife, Od.21.72,316, B.5.169; παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν θ. take her own son as husband, A.Th.929 (lyr.). b υἱὸν θέσθαι τινά, like ποιεῖσθαι, make one's son, adopt, Pl.Lg.929c, etc.: abs., θέσθαι τινά adopt, Plu.Aem.5. c generally, προσφιλῆ θέσθαι τινά S.Ph.532; but φίλον ἐμαυτῷ θ. deem my friend, Id.Ant.188; γέλωτα θέσθαι τινά make him one's butt, Hdt.3.29, 7.209. 4 c. inf., make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικᾶσαι make him conquer, Pi.N.10.48 (dub.); μετατραπεῖν Id.Fr.177; τὸν πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν A.Ag.178 (lyr.), cf. 1036, 1174 (lyr.), E.Med.718, Heracl. 990, etc. II in reference to mental action, when Med. is more freq. than Act., lay down. assume, hold, reckon or regard as . ., τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Od.21.333; δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ S.El.1270 (lyr.); τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Pl.R.361b, cf. 430b (Med.); θὲς δή μοι . .now suppose so and so, Id.Tht.191c; εὐεργέτημά τι θεῖναι D.1.10; with ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὃ βούλονται Pl.R. 458a, cf. Phd.100a; μὴ τοῦτο ὡς ἀδίκημα θῇς D.18.193. 2 folld. by Advbs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; in what light must we regard these things? S.Ph.451; οὐδαμοῦ τιθέναι τι hold of no account, E.Andr.210; πρόσθεν or ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι, Id.Hec.129 (anap.), Supp.515; πόρρω τίθεσθαί τί τινων set far below... D.18.299. 3 folld. by Preps., τ. τινὰ ἐν φιλοσόφοις Pl.R.475d; ἐν τοῖς φίλοις X.Mem.2.4.4; also εἰς ὁποτέραν (of two classes) Pl.Sph.264c; εἰς τὸν δῆμον, εἰς τοὺς πλουσίους, X.Mem.4.2.39; also οὐκ ἐν λόγῳ τίθεσθαί τινα Tyrt.12.1; ἐν τιμῇ τίθεσθαί τινα Hdt.3.3; ἐν αἰτίῃ τιθέναι τινά Id.8.99; ἐν οἰωνῷ τινι τοῦ μέλλοντος, ἐν ἐπαίνῳ, ἐν γέλωτι τίθεσθαι, Plu.Alex.31, Cat.Ma.20, TG17; θέσθαι παρ' οὐδέν set at naught, A.Ag.230 (lyr.), E.IT732, cf. Pl.Phdr.252a (but ἐν οὐδενί BGU1816.23 (i B.C.), Supp.Epigr.7.1.6 (Susa, i A.D., Epist.Artabani)); ἐν παρέργῳ θοῦ με S.Ph. 473; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου ib.876; ταῦτ' ἐν αἰσχρῷ θέμενος E. Hec.806; ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Th.1.35; ἐν ἀδικήματος μέρει τιθέναι τι D.23.148; θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος estimate them by... Id.8.8. 4 c. partit. gen., ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων put me down as one of the convinced, Pl.R.424c, cf. 376e, 437b; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη might reckon it as due to our carelessness, D.1.10. 5 c. inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I hold not that he lives, count him not as living, S.Ant.1166: so in Med., Pl.Phd.93c, D. 25.43,44: rarely c. part., θήσω ἀδικοῦντα [αὐτόν] Id.23.76, cf. Pl. Prt.343e, Ap.27c. 6 elliptically, lay down, assume, θῶμεν δύο εἴδη (sc. εἶναι) Id.Phd.79a, etc.; θήσω οὕτω (sc. εἶναί τι) D.23.85, cf. Arist.Pol.1290a30. 7 affirm, opp. αἴρω (deny), τὸ ἐπέκεινα ὄντος οὐ τόδε λέγει- οὐ γὰρ τίθησιν--the phrase 'beyond being' does not denote a 'this' (for it is not an affirmation), Plot.5.5.6. C without any attributive word following, make, work, execute, of an artist, ἐν δ' ἐτίθει νειόν Il.18.541, cf. 550,561,607; [δόρπον] θησέμεναι Od.20.394. 2 make, cause, bring to pass, ἔργα Il.3.321; τ. κέλαδον καὶ ἀϋτήν 9.547; ὀρυμαγδόν Od.9.235; ἔριν μετ' ἀμφοτέροισιν 3.136; φιλότητα, ὅρκια μετ' ἀμφ., Il.4.83, Od.24.546: c. dat. pers., σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι Il.8.171; Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν 1.2, etc.; πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον 21.524, cf. 15.721, 16.262; φόως ἑτάροισιν 6 6, etc.; χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν Pi.O.2.99; πόλει κατασκαφὰς θέντες A. Th.47; εἰρήνην φίλοις Id.Pers.769; αἷμα θήσεις E.Ba.837 (s. v.l.). 3 freq. in Med., make or prepare for oneself, θέσθαι κέλευθον make oneself a road, open a way, Il.12.418; θέτο δῶμα Od.15.241; τίθεντο δὲ δαῖτα, δόρπα, Il.7.475, 9.88 (but δαῖτα τίθενται are holding a feast, Od.17.269); μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι to make oneself, get a large thigh, Od.17.225; θέσθαι μάχην engage in . ., Il.24.402; δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο 17.158; ἱδρῶτα τίθεσθαι have an access of perspiration, Hp.Decent.2; μαρτύρια θέσθαι produce as testimony, Hdt.8.55; ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος putting on the aspect of a reverend man, Pi.P.4.29, cf. Hsch. s.v. θήκατο; πόνον πλέω τίθου work thyself the more annoy, A.Eu.226; εὐκλεᾶ θέσθαι βίον S.Ph.1422, etc. 4 periphr. for a single Verb. μνηστήρων σκέδασιν θεῖναι make a scattering, Od.1.116; θέμεν κρυφόν, νέμεσιν, αἶνον, for κρύπτειν, νεμεσῦν, αἰνεῖν, Pi.O.2.97, 8.86, N.1.5; μὴ σχολὴν τίθει A. Ag.1059; ὑμῖν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν (v.l. προμηθίαν) E.Med.915:— also in Med., θέσθαι μάχην, for μάχεσθαι, Il.24.402; θέσθαι θυσίαν, γάμον, for θύειν, γαμεῖσθαι, Pi.O.7.42, 13.53; σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι, S.Aj.13,536, cf. Pi.P.4.276; θ. ἐπιστροφὴν πρό τινος S.OT134; περὶ τούτων οἰκονομίας PEnteux.22.6 (iii B.C.); and c. gen., θ. λησμοσύναν, συγγνωμοσύνην τινῶν, S.Ant.151 (lyr.), Tr.1265 (anap.). (Cf. Lith. dēti 'lay (eggs, etc.)', Skt. dáti 'lay down, place', Lat. -do in con-do, etc., Engl. do, doom.)
German (Pape)
[Seite 1109] (θε), 2. Pers. praes. bei Hom. immer τίθησθα, auch impf., Od. 9, 404, inf. τιθήμεναι für τιθέναι, Il. 23, 83. 247, τιθέμεν Hes. O. 746; imperf. ἐτίθην, τίθεσαν, Od. 22, 456, in der Iterativform τίθεσκον, und (von τιθέω) ἐτίθουν, ἐτίθει u. τίθει, Hom. u. Folgde im gew. Gebrauch, Pind. hat auch praes. τιθεῖς, P. 8, 11, wie τιθεῖ Minnerm. 1, 6. 3, 7; fut. θήσω, aor. ἔθηκα u. ἔθην, conj. θῶ, θέωμεν, Od. 24, 285, zweisylbig auszusprechen, auch θείω, Il. 16, 83. 437 Od. 1, 89, θείομεν für θείωμεν = θῶμεν, Il. 23, 244. 486 Od. 13, 364, sing. θήῃς, Il. 16, 96, in der Od. aber schreibt Wolf θείῃς, θείῃ, int. θέμεναι, selten θέμεν, wie Hes. O. 61. 67 u. öfter bei Pind.; perf. τέθεικα; – med. τίθεμαι, part. auch τιθήμενος, Il. 10, 34, impf. ἐτιθέμην, Hom. Il. u. Folgde; fut. θήσομαι, aor. I. ·ἐθηκάμην, θήκατο, Il. 10, 31, Hes. Sc. 128, θηκάμενος Pind. P. 4, 29. 113; att. nur aor. II. ἐθέμην, opt. θεῖτο, Od. 17, 225, imper. θέο, 10, 333, – pass. aor. ἐτέθην, fut. τεθήσομαι, perf τέθειμαι, kommen bei Hom. noch nicht vor, – setzen, stellen, legen, zunächst – 1) im örtlichen Sinne, an einen bestimmten Ort hinsetzen, hinlegen, hinbringen, φύσας μέν ῥ' ἀπάνευθε τίθειπυρός, Il. 18, 412; πυρὸς ἐγγὺς εὐνήν, Od. 14, 518; ἅρματα δ' ἂμ βωμοῖσι τίθει, Il. 8, 441, wie κλάδους βωμοὺς ἐπ' ἄλλους θές Aesch. Suppl. 478; u. so zu erklären οὐχ ἱκετηρίαν οὐδεὶς τριήραρχος ἔθηκε, sc. ἐπὶ τῷ βωμῷ, eigtl. den Zweig, das Zeichen der Hülfeflehenden auf den Altar legen, Dem. 18, 107; κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλάας, Soph. O. C. 485. – Von den Präpositionen, die damit verbunden werden, ist zu merken, daß sehr gewöhnlich ἐν dabeisteht, so daß ähnlich, wie beim lat. ponere, collocare in aliquo loco, mit dem Stellen u. Legen zugleich das darauf folgende Sein od. sich Befinden am Orte ausgedrückt wird, ἐν κίστῃ ἐτίθει ἐδωδήν, Od. 6, 76; ἱστία θέσαν ἐν νηΐ, Il. 1, 433; πρώτας ἐν γαίῃ θέσαν, 12, 260; ἐν πυρῇ νεκρόν, 23, 165; ἐν τείχει θέσαν, Pind. P. 3, 38; ταῦτ' ἐν μέσῳ τίθημι, Aesch. Ch. 143; πόδα ἐν χέρσῳ, Suppl. 32; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Soph. Trach. 801; ἐν τάφῳ τιθεῖσα, Ant. 500; auch εἰς ταφὰς ἐγὼ θήσω, Ai. 1089; bes. ἐν χερσὶ τίθει, Il. 1, 585; ἐν χείρεσσ' Οδυσῆϊ τίθει, 10, 529, u. öfter, was so geläufig war, daß es den allgemeinen Begriff des Einhändigens, Darreichens, Gebens erhielt, u. auch ἵππον ἐν χείρεσσι τίθει Μενελάου gesagt wurde, Il. 23, 597; vgl. noch σπείσας δ' αἴθ οπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν, Od. 14, 448. – Daran reihen sich ursprünglich auch örtlich zu nehmende, auf das Geistige gehende Vrbdgn: ἄλλῳ δ' ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον εὐρύοπα Ζεύς, Il. 13, 732; νόον, ὅν τινά οἱ νῦν ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί, Od. 2, 124; θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι θεοὶ θέσαν, Il. 9, 637, u. ä., Einem einen Gedanken, einen Rath. Muth in die Seele legen, eingeben. Auch med., ἐν, στήθεσσι θέτο θυμόν, Il. 9. 629, αἰδῶ καὶ νέμεσιν, ἔν φρεσὶ θέσθαι, 13, 121, vgl. 15, 561. 660; ähnlich κότον θέσθαι τινί, gegen Einen Groll bei sich festsetzen, ihm fortwährend grollen, 8, 449; θέσθαι θυμὸν ἄγριον ἐν στήθεσσιν, Zorn in der Brust festsetzen, ἐν θυμῷ τίθεν, Pind. P. 3, 65; u. ohne acc., ἐν φρεσὶ θέσθαι, bei sich festsetzen, im Herzen beschließen, worauf bedacht sein, c. int., Od. 4, 729. – Selten εἰς, Il. 23, 704. 24, 795. 297; τίθεμαι εἰς καρδίην, M. Arg. 2 (V, 32); Soph. vrbdt ὡς ἐς πυράν με θῇς, Trach. 1254; εἰς χεῖρα Τεύκρου δεξιὰν φιλοφρόνως θείς, Ai. 739; εἴ τις θεῶν ἄνδρα ἕνα θείη εἰς ἐρημίαν, Plat. Rep. IX, 578 e; ψυχἡν είς τὸ μέσον α ύτοῦ θείς, Tim. 34 b, vgl. Legg. IV, 719 a; auch λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τι θέν τες, II, 669, d, Prosa in Verse bringen. – Ἐπί τινος, Od. 6, 202; Aesch. Pers. 188; Plat. Conv. 222 c; auch ἐπί τινα und ἐπί τινι; übertr., ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν, er richtete seinen Geist, seine Aufmerksamkeit auf die Opfer, Il. 10, 46; σίδαρον ἔπὶ κάρα τιθεῖσα κούριμον, Eur. Or. 964; τὰ ἱμάτια θήσει ἐπὶ τὸν θρόνον, Her. 1, 9; u. med., κρέα θέμενος ἐπὶ τὰ γόνατα, er legte sich das Fleisch auf die Kniee, Xen. An. 7, 3, 23. – Ἀνά τινι, Il. 8, 441. – Ὑπό τινι, Il. 24, 644; δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι, Od. 4, 297, auch ὑπό c. accus., Od. 4, 445. – Ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα, Il. 10. 34, wie Eur. Med. 1160. – Auch mit dem bloßen, dat., κολεῷ μὲν ἄορ θέο, Od. 10, 333. 13, 364 u. sonst. – Ποῦ σφε θήσομεν χθονός, Aesch. Spt. 993; μὴ χαμαὶ τιθεὶς τὸν σὸν πόδα, den Fuß auf die Erde setzen, Ag. 880; übh. τιθέναι πόδα für gehen, Ar. Thesm. 1100; vgl. πόθι γεραιὸν ἴχνος τίθημι; Eur. Phoen. 1710; Andr. 547 I. T. 32; θὲς εἰς χορὸν ἴχνος El. 859, u. öfter. – 2) einsetzen, errichten, aufstellen, gründen, βωμόν, Pind. Ol. 13, 82, στάλαν, N. 4, 81, wie Pol. 25, 1, 72 im med., στήλην τίθεσθαι, für sich aufrichten. θεμείλια, Il. 12. 29. auch von Pflanzen, φυτά, einsetzen, Xen. Oec. 19, 7; – ἀγάλματα, Weihgeschenke im Tempel aufstellen, Od. 12, 347, vgl. Il. 6, 92; Eur. ὑψηλῶν ἐπὶ νηῶν τέθεικε σκῦλα πλεῖστα βαρβάρων, El. 7; V alck. Phoen. 577; Wolf Dem. Lept. p. 307. – Vom Künstler, arbeiten, darstellen, ἐν δ' ἐτίθει νειὸν μαλακήν, Il. 18, 541. 550 u. öfter, vom Hephästus, der den Schild arbeitet; παράδειγμα θέσθαι αὐτό, als Beispiel aufstellen, Plat. Soph. 218, d. – Bes. al τέρματα, ein Ziel stecken, aufstellen, festsetzen, Il. 23, 333 Od. 8, 193 u. sonst; auch τιμήν τινι, Einem eine Ehre bestimmen, zuerkennen, Il. 24, 87. – b) ἀγῶνα, einen Wettkampf ansetzen, festsetzen, κοινοὺς ἀγῶνας θέντες, Aesch. Ag. 819; Plat. Menex. 249 b; ἀγῶνα ἔθηκε, Xen. An. 1, 7, 10; Ἡρακλέα τὸν Ὀλύμ πιον ἀγῶνα θεῖναι, Pol. 12, 26, 2. Aehnlich ἀέθλων κρίσιν καὶ πενταετηρίδα θῆκε, Pind. Ol. 3, 22; u. im med., θυσίαν θέμενοι, Ol. 7, 42; τὰ Πύθια δι' ἑαυτοῦ θεῖναι, sie anstellen u. feiern, so daß er der Ordner ist, Dem. 5, 22, vgl. 9, 32; Bast ep. crit. p. 72. Häufiger noch von den Kampfpreisen, sie aussetzen, ἄεθλα, Il. 23, 263. 653. 700; ἀέθλιον, 748; γυναῖκα, βοῦν, δέπας, σόλον, τεύχεα, τόξον, Il. 23, 263. 656. 826 Od. 11, 546. 21, 74; τὰ ἆθλα τίθεται, Thuc. 1, 6. So auch θεῖναι εἰς μέσσον, Il. 23, 704 (vgl. oben); τιθέναι εἰς τὸ κοινόν, zum Gemeingut machen, zum Genuß für Alle preisgeben. – c) übh. anordnen, festsetzen, bestimmen; θεσμόν, Aesch Eum. 462; πάντα παγκάλως ἔθεσαν, Pers. 775; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς θήσει δικαίως, Ag. 881; πρὶν ἄν τις οὕτω λόγον τιθῇ καὶ διακοσμῇ, Plat. Phaedr. 277 c; – νόμον τιθέναι, ein Gesetz geben, von dem, der nach eigenem Gutdünken Gesetze giebt, oder dem Gesetzgeber, der vom Volke dazu erwählt ist und für das Volk die Gesetze schreibt; so von Solon, Plat. Rep. I, 339 c; Dem. 24, 102. 22, 30 u. A.; u. pass., τοῖς τεθήσεσθαι μέλλουσι νόμοις, Plat. Legg. V, 730 b. Dagegen im med. sich ein Gesetz machen, geben, vom Volke bei demokratischer Verfassung, der gewöhnlichste Ausdruck, wo von griechischer Gesetzgebung die Rede ist, τίθεται τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ συμφέρον, Plat. Rep. I, 338 e. – Auch absolut, verfügen, verordnen, οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, so verfüge, gebe es jetzt Zeus, Od. 8, 465. 15, 180; auch med., καλῶς ἔθεντο ταῦτα πατέρες, Eur. Or. 511; c. inf., befehlen, τήν οἱ Θέτις θῆκ' ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι, Il. 16, 223; vgl. Pors. Eur. Or. 1662 u. Seidl. Troad. 1066. So von Lykurg oft bei Xen. Lac. 1, 5 ff. ἔθηκε mit folgdm acc. c. inf. – Auch als Strafe festsetzen, χαλεπώτερα θεῖναι, Dem. 22, 30. – Τέλος θέμεν, ein Ende machen, Pind. Ol. 2, 17; τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς ἀγώνιος καλῶς, Soph. Trach. 26; κήρυγμα θεῖναι, Ant. 8, eine Bekanntmachung durch den Herold erlassen; und med., ὅρον ἄλλον θέμενος, Plat. Legg. V, 739 d; ἐκ τούτων τὰ δίκαια τίθενται καὶ ταύτῃ τὴν εἰρήνην ὁρίζονται, Dem. 8, 8. – Aehnlich ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν, Thuc. 1, 25, Anordnungen zu treffen (s. unter 5). – d) ὄνομα θεῖναί τινι, einen Namen für Einen festsetzen, ihm einen Namen beilegen, geben, Od. 19, 403; gewöhnlich im med. (eigtl. seinem Kinde), ὄνομα θέσθαι, 19, 406. 18, 5; τί δῆτα αὐτοῖς ὄνομα θήσονται βροτοί; Aesch. frg. 6; Plat. Crat. oft u. sonst; auch ohne ὄνομα, Theaet. 157 b. – e) beisetzen, von Todten, τὰ ὀστᾶ φασι τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ, Thuc. 1, 138; ἐν τῷδε τῷ μνήματι ἐτέθησαν, Plat. Menex. 242 c; Xen. Cyr. 8, 7, 6. – f) Geld niederlegen bei Einem, bes. als Pfand, Plat. Legg. VII, 820 e; φιάλην λαβόντες καὶ θέντες ἐνέχυρα μετὰ χρυσίων, Dem. 41, 11, vgl. 52, 4; das med. wird vom Gläubiger gebraucht, als Pfand nehmen, also ὁ θείς, der ein Pfand niederlegt, ὁ θέμενος, der, bei dem er es niederlegt, Plat. Legg. VII, 820 e; vgl. Lob. Phryn. 468; χρήματα θέσθαι παρά τινι, Geld bei Einem niederlegen, es ihm anvertrauen, Her. 6, 86, 1. Auch Geld erlegen, bezahlen, εἰσφοράς, Dem. 22, 42. 44; τὸν μὴ δυνάμενον τὰ ἑαυτοῦ θεῖναι οἴκοθεν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἕλκεσθαι, 56; κἀκεῖ τὸ μετοίκιον τέθεικε, 29, 3; τόκον τιθέναι, Zinsen entrichten, 41, 9 u. öfter. – 3) τὴν ψῆφον τιθέναι ist eigentlich das Rechensteinchen aufs Brett setzen, damit rechnen, zählen, vgl. Plat. Legg. II, 674 e. Dah. ψῆφον τίθεσθαι, sein Stimmtäfelchen abgeben, bes. bei Wahlen und gerichtlichen Abstimmungen; ψῆφον ἐπὶ φόνῳ θέσθαι, Eur. Or. 754; ψῆφον δ' εὔφρον' ἔθεντο, Aesch. Suppl. 631. 634; Xen. An. 1, 3, 17, übh. seine Meinung, sein Urtheil abgeben; eben so τίθεσθαι τὴν γνώμην περί τινος, seine Meinung worüber sagen, Her. 7, 82 u. sonst; daher τίθεσθαί τινι, sc. ψῆφον, Einem sein Stimmtäfelchen, seine Stimme geben, beistimmen, κἀγὼ ταύτῃ τῇ γνώμῃ τίθεμαι, auch ich stimme dieser Meinung bei, Soph. Phil. 1434. – Dah. übertr., meinen, wofür ansehen, es setzen als, τοῦτ' ἐκείνης τίθημι ἀντίστροφον ἅπαν, Plat. Phil. 51 e; οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, Soph. Ant. 1151, ich erachte das nicht, daß der lebt, das nenne ich nicht ein Leben; δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ, El. 1262. – Auch annehmen, voraussetzen, für ausgemacht annehmen; θῶμεν δύο εἴδη τῶν ὄντων, Plat. Phaed. 79 a; θήσω δὲ ἀδικοῦντα, Dem. 23, 76, vgl. 22, 44; mit folgdm acc. c. inf., τίθημι στασιάζειν αὐτούς, Isocr. 4, 145; θήσω τοίνυν ἐγὼ μὴ τοιοῦτον εἶναι τοῦτο, ich will nun annehmen, dies sei nicht so, Dem. 20, 20; τιθῶμεν γὰρ ταῦτα, Din. 1, 68; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. 287; καὶ ἐμὲ κοινωνὸν τῆς ψήφου ταύτης τίθετε, Plat. Rep. V, 450 a, betrachtet mich als beistimmend; ὡς λέγοντά με τίθετε, IX, 560 c, vgl. Prot. 343 e; τὰς βλάβας πάσας ἀδικίας τιθείς, Legg. IX, 861 e. – So auch im med., τὴν τοιαύτην δύναμιν ἀνδρείαν ἔγωγε καλῶ καὶ τίθεμαι, Plat. Rep. IV, 430 b; θέμενος ἡδονὴν εἶναι τἀγαθόν, Phil. 13 b; τιθέμενος ψυχὴν εἶναι γένεσιν ἁπάντων πρώτην, Legg. X, 899 c, vgl. Theaet. 158 a Phil. 66 d, Φιλοκράτην μόνον τοιοῦτον εἶναι τίθεμαι, Dem. 25, 44. – 4) Etwas an einen Platz stellen, oder in eine Klasse setzen, wozu rechnen, auch im med., τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ, Einen in Ehren halten, Her. 3, 3; ἐν δόξᾳ θέμενος, es als Ruhm erachtend, Pind. Ol. 11, 63; τίθεσθαί τι ἐν αἰσχρῷ, Etwas unter die schändlichen Dinge zählen, es für schändlich halten; τίθεσθαί τινα ἐν φιλοσόφοις, unter die Philosophen rechnen, vgl. Valck. Diatr. p. 8 f; bes. ἐν μέρει τινός, übh. wofür halten, ansehen, εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίθης μέρει τὴν ἀδικίαν, Plat. Rep. I, 348 e, vgl. Phil. 31 c; ἐν τοῖς μεγίστοις ὠφελήμασι καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι, Xen. Ages. 7, 2; Thuc. 1, 35; εἰς ἄλλην ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες, Plat. Phil. 54 d; εἰς δύο αὐτὰ τίθεμεν ἐναντία ἀλλήλοιν εἴδη, Polit. 306 c, wir rechnen es zu zwei einander entgegengesetzten Arten; ἐὰν εἰς ταὐτὸν ἀριστοκρατικὸν καὶ βασιλικὸν θῶμεν, Rep. IX, 587 d; εἰς ἀνθρώπων ἤθη, VI, 580 d; εἰς ταύτην τίθεμαι τὴν τάξιν αὐτόν, Dem. 23, 24; τοὺς τυράννους εἰς τὸν δῆμον θήσομεν, τοὺς δὲ ὀλίγα κεκτημένους εἰς τοὺς πλο υσίους, Xen. Mem. 4, 2, 39; auch c. gen., καὶ ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, rechne auch mich zu den Ueberzeugten, Plat. Rep. IV, 424 c; ἀριθμὸν τῶν ὄντων τίθεμεν, Soph. 238 a; ἆρ' οὐ τοῦ σώματος ἕκαστα τίθης, beziehst du es nicht auf den Körper? Theaet. 184 e; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἂν θείη, Dem. 1, 10. Auch μνήμην καὶ ἐπιστήμην τῆς αὐτῆς ἰδέας τιθέμενος, Plat. Phil. 60 d. – Dah. übh. wofür halten, ansehen, gew. im med., zur Bezeichnung der bloßen Subjectivität des Urtheils, τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; warum haltet ihr das für Schimpf? Od. 21, 333; ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι, höher halten, vorziehen, Pind. I. 1, 3; μὴ 'πίπροσθε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς, Eur. Suppl. 515; in Prosa oft; εὐεργέτημ' ἂν ἔγωγε θείην, Dem. 1, 10; μηδὲ τοῦτ' ὡς ἀδίκημα ἐμὸν θῇς, sieh es nicht als ein Unrecht an, das ich gethan habe, 18, 193; περὶ ἐλάττονος θέσθαι, geringer achten, Lys. 6, 45; τὴν Σκῦρον οὐδαμοῦ τίθης, Eur. Andr. 209, d. i. du achtest Skyros gar nicht, wie μὴ θῆται παρ' οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς, für Nichts achten, I. T. 732, und παρ' οὐδὲν τίθεσθαι τὰ ἡμέτερα πράγματα, Luc. Vit. auct. 13, vgl. sacrif. 3; ἐν οὐδενὶ λόγῳ, Plut. Brut. 45; oft bei Pol., ἐν μεγάλῳ τίθεσθαί τι 3, 97, 4, οὐκ ἐν μικρῷ τίθεσθαί τι 9, 13, 8, ἐν πλείστῳ 40, 4, 6, ταῦτα ἐν ἐλάττονι τούτου 4, 6, 12; ἡγεμόνα θετέον ἄριστον Ἀμίλκαν τῶν τότε γεγονέναι, 1, 64, 6, man muß erachten, daß er der beste Feldherr gewesen ist; εἰς ἀνανδρίαν τιθέασι τὰ τοιαῦτα τῶν ἐγκλημάτων, 6, 37, 10, wofür annehmen; εἰς τὴν τύχην, dem Schicksal zuschreiben, auf Rechnung des Schicksals schreiben; bei Dem. 27, 34, τὰ ἀναλώματα πλείω τιθείς, höher anschlagend; vgl. Lys. 32, 28. – 5) an die unter 2 aufgeführten Beispiele reiht sich die Bdtg einsetzen, machen, verursachen, stiften; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι Ζεύς, Il. 4, 83, woraus sich, im med. bes. bei Pind. u. den Tragg., ein umschreibender Gebrauch erklärt, σκέδασιν θεῖναι, Zerstreuung anrichten, = σκεδάσαι, zerstreuen, Od. 1, 116. 20, 225; κρύφον = κρύπτειν, σπουδὴν ἀμφί τινος = σπουδάζειν, Pind. Ol. 2, 97 P. 4, 276; αἶνον = αἰνεῖν, N. 1, 5; ἐπιστροφὴν θέσθαι = ἐπιστρέφεσθαι, Soph. O. R. 134; τάφον θοῦ = θάψον, O. R. 1448; συγγνωμοσύνην, Trach. 1255, vgl. Ai. 13; φροντίδα κεδνὴν θώμεθα, Aesch. Pers. 139, u. sonst bei Tragg. Aehnl. bes. bei Pol. u. Sp. συνθήκας, εἰρήνην πρός τινα τίθεσθαι, Pol. 1, 11, 7. 5, 4, 7; ὅρκον, πίστεις, 5, 60, 10. 7, 7, 1; ἀρὰς κατά τινος, Plut. Thes. 35. – Aber πόλεμον θέσθαι ist = den Krieg ruhen lassen, beilegen, Plat. Menex. 245 e; u. ähnl. τίθεσθαι τὰ πρός τινα, den Streit mit Einem beilegen, Pol. 5, 60, 9, vgl. 8, 23, 5. – Und wie es in diesen Vrbdgn dem ποιεῖσθαι entspricht, so heißt es übh. Etwas in eine Lage setzen, wozu machen, einrichten; – a) von Personen; in ein Amt einsetzen, θεῖναί τινα μάντιν, ἱέρειαν, ἀρχέπολιν, Od. 15, 253 Il. 6, 300, Pind. P. 9, 54; βασιλῆα, δέσποιναν, Ol. 13, 21 P. 9, 7; μὶν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί, Il. 1, 290; ἀλλά μ' ἔφασκες Ἀχιλλῆος θείοιο κουριδίην ἄλοχον θήσειν, Iliad. 19, 298, mich zur Frau des Achilles zu machen, die Heirath zu vermitteln, während θέσθαι τινὰ ἄκοιτιν oder γυναῖκα ist sich ein Mädchen zur Gemahlinn, zur Frau machen, nehmen, Od. 21, 72. 316; auch παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, Aesch. Spt. 912, zu ihrem Gemahl machend; σῦς ἔθηκας ἑταίρους, du verwandeltest die Gefährten in Schweine, Od. 10, 338, wie βοῦν τὴν γυναῖκα ἔθηκε Aesch. Suppl. 295; ähnl. ναῦν λᾶαν θεῖναι, ein Schiff zu Stein machen, in Stein verwandeln, Od. 13, 163; θεούς τε καὶ γῆν θεμένη μάρτυρας, zu Zeugen nehmend, Eur. Suppl. 261; vgl. Pind. N. 3, 22; auch θέσθαι τινὰ γέλωτα, Einen zum Gelächter, lächerlich machen, Her. 3, 29. 7, 209. – Eben so mit Adjectiven, ἥτε με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως ἐθέλει, die mich dazu macht, wozu sie will, Od. 16, 208; sehr gewöhnl. θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, Einen unsterblich und nicht alternd machen; ἀτιμότερον, Einen minder geachtet machen; Il. 2, 318. 482. 6, 139. 9, 483. 16, 90 Od. 5, 136. 6, 229 u. sonst oft; ἀκήριον αἶψα τίθησιν, Il. 11, 392; παναφήλικα παῖδα τίθησιν, Il. 22, 490; ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα, Od. 9, 404, θῆκέ μιν ζαλωτόν, Pind. Ol. 7, 6; νώδυνον, N. 8, 50; θαητὸν θησέμεν, P. 10, 58; ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα, Aesch. Prom. 850; ὡς σφᾶς νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, 442; Ἄρης ἀρὰν πατρὸς τιθεὶς ἀληθῆ, macht die Verwünschung wahr, läßt den Fluch in Erfüllung gehen, Spt. 927, u. öfter, u. andere Tragg., vgl. z. B. Eur. I. T. 1445 Andr. 93; seltner in Prosa, οὐ γὰρ ἂν τὸ πραχθὲν ἀγένητον θείη Plat. Prot. 324 b, τίθεσθαι πιστόν τινα ἑαυτῷ Xen. Cyr. 8, 7, 13. – Auch mit folgdm inf., θῆκε νικῆσαι, er machte, daß er siegte, ließ ihn siegen, Pind. N. 10, 48; ἐπεί σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀμηνίτως δόμοις κοινωνὸν εἶναι χερνίβων, Aesch. Ag. 1006, vgl. 1147; κάμνειν με τήνδ' ἔθηκε τὴν νόσον, Eur. Heracl. 990. – Bes. merke man noch b) παῖδά τινα τίθεσθαι oder υἱόν, Einen zu seinem Kinde machen, d. i. ihn an Kindes Statt annehmen, adoptiren, Plat. Legg. XI, 929 c u. oft bei den Oratt.; ungewöhnlich von Frauen; θέσθαι παῖδα ὑπὸ ζώνῃ, sich einen Knaben unter den Gürtel legen, d. i. schwanger werden, H. h. Ven. 256. 283. – c) eben so auch von Sachen u. Zuständen, machen, bereiten, bewirken, veranlassen; δόρπον, ein Mahl bereiten, Od. 20, 394; γυῖα ἐλαφρά, Einem die Glieder leicht machen, Il. 5, 122; φόως ἑτάροισιν, den Gefährten Licht od. Rettung schaffen, 6, 6; ἔργα θεῖναι, Handlungen zu Stande bringen, verrichten, 3, 321; κέλαδον καὶ ἀϋτήν, 9, 547; ὀρυμαγδόν, Od. 9, 235; auch θεῖναί τινι ἄλγεα, γόον, πένθος, κήδεα, Einem Schmerzen, Trauer, Kummer bereiten, Il. 1, 2. 17, 37, h. Cer. 249; πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισιν, Od. 11, 555; u. eben so im med. mit der Beziehung auf das Subject, für sich bereiten; δαῖτα, δόρπον, sich ein Mahl bereiten, Il. 7, 475. 9, 88 Od. 17, 269; δῶμα, οἰκία, αὖλιν, Il. 2, 750. 9, 232 Od. 15, 241; κέλευθον, sich den Weg bereiten, sich Bahn machen, Il. 12, 418; μάχην, sich Kampf bereiten, d. i. den Kampf anfangen, 24, 402; μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι, sich einen feisten Schenkel machen, fleischige Lenden ansetzen, Od. 17, 225. – So auch act. u. med. bei Pind. u. Tragg.; χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, Pind. Ol. 2, 99; δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, P. 2, 39; u. θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, sich eines ehrwürdigen Mannes Ansehen geben, P. 4, 29; βλάβην, Aesch. Spt. 187; φοινίαν ἄτην, Ch. 823; μέλλουσι θήσειν Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον, Ch. 848; πόλει κατασκαφάς, Sept. 47; ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις, Pers. 755; μεγάλα πάθεα ταῖς Δαναΐδαις, Eur. I. A. 1335; μάχας ἀνδρῶν τιθεῖσα καὶ φόνους, I. A. 1419; ὑμῖν πολλὴν ἔθηκε σωτηρίαν, Med. 915; θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων, Med. 383, u. öfter; μαρτύρια θέσθαι, sich Zeugnisse verschaffen, Her. 8, 55; χάριν τίθεσθαί τινι, sich bei Einem Dank oder Gunst erwerben, ihm einen Gefallen erzeigen, 9, 60. 170; Dem. 51, 17 u. A.; – εὖ, καλῶς θέσθαι τι, Etwas für sich gut einrichten, anwenden, in Bereitschaft halten, Her. 7, 236; vgl. Valck. Eur. Hipp. 708. – d) εὖ θέσθαι τὰ ὅπλα, die Waffen wohlgerüstet, in Bereitschaft halten, wie εὖ ἀσπίδα θέσθω, Il. 2, 382; allein ist θέσθαι τὰ ὅπλα (s. ὅπλον) sowohl die Waffen anlegen, sich kampffertig machen, u. daher auch kämpfen, z. B. εἰς δῆριν ἕνεκα πάτρας Epigr. bei Dem. 18, 289, καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ δήμου θέμενος τὰ ὅπλα Dem. 21, 145, οὔτε ἐν τῷ Πειραιεῖ, οὔτε ἐν τῷ ἄστει ἔθετο τὰ ὅπλα Lys. 31, 14, οἱ τὴν ἀσπίδα θέμενοι, = ὁπλῖται, Plat. Legg. VI, 756 a, – als auch die Waffen, bes. die großen Schilde u. Spieße der Schwerbewaffneten zusammenstellen, was die Soldaten immer thun, wenn sie dem Feinde gegenüber, oder die Waffenübungen nur auf kurze Zeit unterbrechend, sich ausruhen, also bewaffnet Halt machen; auch τίθεσθαι τὰ ὅπλα εἰς τάξιν od. τάξει; u. so περὶ τεῖχος od. πρὸς πόλιν, bewaffnet die Mauern umgeben, die Stadt belagern; τίθεσθαι τὰ ὅπλα ἀντία, die Waffen gegen den Feind kehren, sich mit den Waffen entgegenstellen, Xen. An. 4, 3, 26 u. sonst; – auch = ein Lager aufschlagen, sich mit den Waffen lagern, Her. 9, 52, oft bei Xen.