ἐντείνω
English (LSJ)
A stretch or strain tight, esp. of any operation performed with straps or cords, 1 ἐνέτεινε τὸν θρόνον [ἱμᾶσι] Hdt.5.25 (cf. ἐντανύω):—more freq. (as always in Hom.) Pass., δίφρος . . ἱμᾶσιν ἐντέταται is hung on tight-stretched straps. Il.5.728; [κυνέη] ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς was strongly lined inside with tight-stretched straps, 10.263; so [τὰς γεφύρας] ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν] expected to find the bridge with the mooring-cables taut, Hdt.9.106; σχεδίαι ἐντετ. Id.8.117; κλίνη ἐντετ. Polyaen.7.14.1; εἰ ἡ ἔντασις τῶν ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη Hp.Fract.30; τράχηλος ἐντετ. with sinews taut, Phld.Ir.p.5 W.: metaph., ἐντεταμένου τοῦ σώματος being toned, tempered, Pl.Phd.86b, cf. 92a. 2 stretch a bow tight, bend it for shooting, A.Fr.83, cf. E.Supp.886: metaph., καιροῦ πέρα τὸ τόξον ἐ. ib.745:—Med., bend one's bow, Id.IA549 (lyr.), X.Cyr.4.1.3:—Pass., τόξα ἐντεταμένα bows ready strung, Hdt.2.173, Luc.Scyth.2: hence, com., κέντρον ἐντέταται is ready for action, Ar.V.407. b of the strings of the lyre, τῆς νεάτης ἐντεταμένης Arist.Pr.921b27. 3 ἐ. ναῦν ποδί keep a ship's sail taut by the sheet, ναῦς ἐνταθεῖσα ποδὶ ἔβαψεν E.Or.706. 4 ἐ. ἵππον τῷ ἀγωγεῖ hold a horse with tight rein, X. Eq.8.3. 5 tie tight, βοῦν . . ἐ. βρόχοις E.Andr.720. II metaph., strain, exert, τὰς ἀκοάς Polyaen.1.21.2; ἑαυτόν Plu.2.795f:—Med., φωνὴν ἐντεινάμενος Aeschin.2.157; ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν pitching the tune high, Ar.Nu.968:—Pass., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον braced up for action, X.Oec.21.9; τῇ διανοία περί τι Plb.10.3.1; ἐνταθῆναι περί τινος PSI4.340 (iii B.C.); ἐντεινόμενος on the stretch, eager, opp. ἀνιέμενος, X.Mem.3.10.7, cf. Cyn.7.8; μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον Pl.R.536c; πρόσωπον ἐντεταμένον a serious face, Luc.Vit. Auct.10. 2 intensify, carry on vigorously, τὴν πολιορκίαν Plu. Luc.14; excite, θυμὸν ἀνόητον Plu.2.61e, cf. 464b. III intr. in Act., exert oneself, be vehement, E.Or.698, Fr.340. 2 intr. in Act., penem erigere, Arist.Pr.879a11:—Pass., εἰκόνες ἐντεταμέναι D.S.1.88. IV stretch out at or against, πληγὴν ἐ. τινί lay a blow on him, X.An.2.4.11, cf. Lys.Fr.75.4; without πληγήν, attack, Pl.Min. 321a; πύξ τινι D.C.57.22. V place exactly in, ἐς κύκλον χωρίον τρίγωνον inscribe an area as a triangle in a circle, Pl.Men.87a (Pass.). 2 esp. put into verse, ἐ. τοὺς Αἰσώπου λόγους Id.Phd. 60d; ἐ. εἰς ἐλεγεῖον Id.Hipparch.228d; τοὺς νόμους εἰς ἔπος Plu.Sol. 3; ἔπεσιν ἐ. τὴν παραίνεσιν Jul.Or.6.188b; set to music, ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Pl.Prt.326b:—Med., Ἰθάκην ἐνετείνατο . . Ομηρος ᾠδῇσιν Hermesian.7.29.
German (Pape)
[Seite 854] (s. τείνω), 11 hineinspannen; δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται, ist in Riemen eingespannt, hing in, Riemen, Il. 5, 728; κυνέη ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς, der Helm war von innen mit Riemen dicht überspannt, 10, 263; κλίνη οὐκ ἐντεταμένη, mit Gurten überspannt, ἀλλὰ στρώμασι ποικίλοις κεκοσμημένη, Polyaen. 7, 13, 1; vgl. θρόνον ἐνέτεινε, überspannte den Sessel, Her. 5, 25. Uebertr., εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐντ. Plat. Prot. 326 b; ohne Zusatz, ἐντείνας τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους Phaed. 60 d, d. i. in Verse bringen, wie εἰς ἐλεγεῖον Hipparch. 228 d; νόμ ους εἰς ἔπ ος Plut. Sol. 3; ᾠδαῖς ἢ κρούμασιν ὀργάνων ἐντ. μέλος D. Hal. de adm. vi Dem. 48; – χωρίον εἰς τὸν κύκλον ἐνταθῆναι, darin eingeschlossen werden, Plat. Men. 87 a. – 2) anspannen; τόξον, den Bogen spannen, Aesch. frg. 73; Plat. Erast. 135 a; τόξα ἐντεταμένα Her. 2, 173; med., seinen Bogen spannen, Eur. I. A. 549 Xen. Cyr. 4, 1, 3; von Brücken, τὰς σχεδίας οὐχ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας Her. 8, 117; γεφύρας 9, 106, noch aufgeschlagen; τὴν ἁρμονίαν Ar. Nubb. 968, sie gehörig temperiren; vgl. ὥσπερ ἐντεταμένου τοῦ σώματος ἡμῶν ὑπὸ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Plat. Phaed. 86 b; – φωνὴν ἐντεινάμενος, anstrengen, sie erheben, Aesch. 2, 157; ohne den Zusatz, μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον, mit mehr Nachdruck, heftiger, Plat. Rep. VII, 536 c; τὴν πολιορκίαν, die Belagerung nachdrücklich betreiben, Plut. Luc. 14; – ἐντεινόμενα, Ggstz ἀνιέμενα, Xen. Mem. 3, 10, 7; von den Gliedern, bes. vom männlichen Gliede, Arist. probl. 4, 22; D. Sic. 1, 88. 4, 6; πρόσωπον ἐντεταμένον, ein ernsthaftes Gesicht, Luc. vit. auct. 10. – Geistig, sich anstrengen, πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον Xen. Oec. 21, 9; τῇ διανοίᾳ περί τι ἐντεταμένος Pol. 10, 3, 1; a. Sp.; θυμόν, erregen, Plut. am. et ad. discr. 29, wie ὀργήν coh. ira E. – 3) πληγὰς ἀλλήλοις ἐνέτειναν, sie versetzten sich Hiebe, Schläge, Xen. An. 2, 4, 11; D. Hal. 2, 9 u. öfter; auch ohne Zusatz, Plat. Minos 321 a; D. C. 57, 22; – ἵππον τῷ ἀγωγεῖ, das Pferd mit dem Leitseil vorwärts ziehen, Xen. Hipp. 8, 3. – 41 Intrans., πήδησις ἐντείνουσα, Ggstz κατασβεννυμένη, sich steigernd, Plut. S. N. V. 22 (p. 271); – anstreben, Eur. Or. 698.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντείνω: μέλλ. ἐντενῶ: πρκμ. ἐντέτακα, παθ. ἐντέταμαι. Τανύω τι ἔν τινι, τεντώνω αὐτὸ καλῶς, κυρίως ἐπὶ ἔργου γινομένου διὰ σχοινίων ἢ ἱμάντων: 1) ἐνέτεινε τὸν θρόνον ἱμᾶσι, ἔπλεξε μὲ λωρία (τανύσας αὐτὰ) τὸ μέρος τοῦ θρόνου ἔνθα κάθηταί τις, Ἡρόδ. 5. 25 (πρβλ. ἐντανύω)· δίφρος δὲ χρυσέοισι καὶ ἀργυρέοισιν ἱμᾶσιν ἐντέταται, εἶναι πεπλεγμένος διὰ χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν ἱμάντων, Ἰλ. Ε. 728· ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ῥινοῦ ποιητήν· πολέσιν δ’ ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς, «περικεφαλαίαν δὲ αὐτῷ περιέθηκε τῇ κεφαλῇ ἐκ δέρματος πεποιημένην, πολλοῖς δὲ ἔνθοδεν λώροις ἐνέσφικτο ἰσχυρῶς» (Θ. Γαζῆς), Κ. 263· οὕτω, τὰς γεφύρας ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν, δηλ. οὐχὶ λελυμένας, διότι συνίστατο ἐκ σχεδιῶν, αἵτινες συνεκρατοῦντο διὰ μακρῶν κάλων τεταμένων ἐκ τῆς μιᾶς ξηρᾶς εἰς τὴν ἄλλην, Ἡρόδ. 9. 106· νηυσὶ διέβησαν ἐς Ἄβυδον· τὰς γὰρ σχεδίας οὐκ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας, ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ χειμῶνος διαλελυμένας ὁ αὐτ. 8. 117· ἄνω τοῦ βόθρου κλίνην ἔθηκεν οὐκ ἐντεταμένην, ἀλλὰ στρώμασι ποικίλοις κεκοσμημένην, οὐχὶ τετανυσμένην διὰ σχοινίων ἢ ἱμάντων, ἀλλ’ ἀνοικτὴν κάτωθεν, Πολύαιν. 7. 14· εἰ ἡ ἔντασις χρηστῶς ἐνταθείη Ἱππ. π. Ἀγμ. 772· ὥσπερ ἐντεταμένου τοῦ σώματος ἡμῶν, ἡρμοσμένου (χορδισμένου) ὡς ἡ λύρα, Πλάτ. Φαίδ. 86Β, πρβλ. 92Β. 2) τανύω, τεντώνω τόξον ὅπως τοξεύσω (πρβλ. ἐντανύω), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 78, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 745, 886· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ὅθι δὴ δίδυμ’ Ἔρως ὁ χρυσοκόμας τόξ’ ἐντείνεται χαρίτων Εὐρ. Ι. Α. 550, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Παθ., τόξα ἐντεταμένα Ἡρόδ. 2. 173· ἐντεῦθεν κωμικῶς, κέντρον ἐντέταται Ἀριστοφ. Σφ. 407. 3) ἐντείνειν ναῦν ποδί, ποιεῖν τὴν ναῦν τρέχειν ταχέως διὰ τῆς ἐντάσεως τῶν ἱστίων, καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, καὶ πλοῖον βιασθὲν νὰ τρέχῃ ταχέως διὰ τῆς ἐντάσεως τοῦ σχοινίου τοῦ δεδεμένου εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ἱστίου βυθίζεται, Εὐρ. Ὀρ. 706. 4) ἐπὶ ἵππου, ἔπειτα δὲ ἐντείνειν δεῖ (τὸν ἵππον) τῷ ἀγωγεῖ ὡς διάλληται, ἔπειτα δὲ δι’ ἐντεταμένων ἡνιῶν πρέπει νὰ βιάσῃς αὐτὸν νὰ διαπηδήσῃ (τὴν τάφρον), Ξεν. π. Ἱππικ. 8. 3. 5) δένω σφιγκτά, βοῦν... ἐντ. βρόχοις Εὐρ. Ἀνδρ. 720. ΙΙ. μεταφ., ὑποβάλλω τι εἰς ἰσχυρὰν ἐνέργειαν ἢ ἔντασιν, ἐντείνω τὰς ἀκοάς, προσηλώνω τὰ ὦτά μου, οἱ δὲ ἐντείναντες τὰς ἀκοὰς προσεῖχον Πολύαιν. 1. 21, 2· ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 795Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φωνὴν ἐντεινάμενος Αἰσχίν. 49. 15· οὕτως, ἐντεινάμενος τὴν φωνὴν εἶπεν Πλάτ. Πολ. 536C· ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν, ὑψῶσαντες τὸν τόνον τῆς ἁρμονίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 968· ― καὶ ἐν τῷ παθ., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον, πρόθυμοι καὶ ἕτοιμοι εἰς τὸ ἔργον, Ξεν. Οἰκ. 21, 9· περί τι Πολύβ. 10. 3, 1· ἐντεινόμενος, πρόθυμος, ἀντίθετ. τῷ ἀνιέμενος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7, Κυν. 7, 8· πρόσωπον ἐντεταμένον, σοβαρόν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· πρβλ. ἐντεταμένως. 2) κάμνω ἔντονον, ἐπιδιώκω συντόνως, τὴν πολιορκίαν Πλουτ. Λούκουλλ. 14· διεγείρω, θυμὸν ἀνόητον Πλούτ. 2. 61Ε, πρβλ. 464Β. 3) οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιμένω εἴς τι, εὑρίσκομαι ἐν ὀργῇ, εἰ δ’ ἡσύχως τις αὑτὸν ἐντείνοντι (τῷ δήμῳ) μὲν χαλῶν, «εἰ δέ τις ἡσύχως καθ’ αὑτὸν ἐνδιδοὺς ὑποτάσσοιτο τῷ δήμῳ θυμουμένῳ, ― ἴσως ἂν καταπαύσειε τῆς ὀργῆς δηλονότι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρ. 698, Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. πληγὰς ἐντείνειν, πληγὰς ἐμβάλλειν, Λατ. plagam intendere, πληγὰς ἐνέτεινον ἀλλήλοις, ἐξυλοκοποῦντο, «ταῖς ἔδινεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον», Ξεν. Ἀν. 2. 4, 11, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 4 (118)· ὡσαύτως ἄνευ τῆς λέξεως πληγή, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, προσβάλλω, ἐντείνοντες ἡμεῖς τὸν Μίνων τιμωρούμεθα Πλάτ. Μίνως 321Α, πὺξ αὐτῷ ἐνέτεινε Δίων Κ. 57. 22. IV. θέτω ἐντὸς ἀκριβῶς, ἐς κύκλον ἐντ. τρίγωνον, τιθέναι τρίγωνον ἐν κύκλῳ, Πλάτ. Μένων 87Α· ἰδίως, τὸν πεζὸν λόγον τρέπω εἰς ποίησιν, στιχουργῶ, Λατ. versu includere, astringere, ἐντείνειν τοὺς Αἰσώπου λόγους ὁ αὐτ. Φαίδων 60D· ταῦτα ἐντείνας εἰς ἐλεγεῖον ὁ αὐτ. Ἵππαρχ. 228D· τοὺς νόμους εἰς ἔπος Πλουτ. Σόλων 3· ὡσαύτως προσαρμόζω εἰς μουσικήν, ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Πλάτ. Πρωτ. 326Β· πρβλ. ἔντονος. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐντείνας ἑαυτόν· Διόδωρος, ‘ἐς τὸν στρατιωτικὸν καὶ εὐτελῆ βίον ἐντείνας’ ἀντὶ ἐπιδούς».
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 tendre dans, maintenir ou assujettir dans : δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται IL le siège du char est assujetti par des courroies, sel. d’autres est formé de bandes de cuir fortement tendues ; fig. νόμους εἰς ἔπος PLUT versifier les lois litt. les assujettir à la mesure des vers ; abs. τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους PLAT versifier les récits d’Ésope;
2 tendre sur : θρόνον (ἱμᾶσι) HDT couvrir un siège de bandes de cuir fortement tendues ; γεφύρας HDT jeter un pont (sur le fleuve);
3 tendre contre : πληγάς τινι XÉN allonger ou asséner des coups à qqn;
4 tendre fortement : πρόσωπον ἐντεταμένον LUC visage rigide, càd d’aspect sérieux ou sévère ; fig. ἐντείνειν πολιορκίαν PLUT mener un siège avec vigueur;
II. intr. se tendre, càd devenir véhément;
Moy. ἐντείνομαι;
1 tendre pour soi : τόξον XÉN tendre son arc ; fig. φωνήν ESCHN sa voix, càd la forcer, la grossir ; ou sans rég., ἐντεταμένος εἶπον PLAT ayant grossi ma voix, je dis;
2 se tendre : fig. εἴς τι tendre ses forces son esprit, son attention sur qch, s’appliquer à qch.
Étymologie: ἐν, τείνω.